Η συνομωσία της πανδημίας
του Ηλία Κουρκούτα, Καθηγητή Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης
Το σώμα μας κόπηκε από το σώμα
η ψυχή από το ρούχο
και το κρέας της αγάπης
νέες θεωρίες, νέες συνομωσίες,
νέες φοβίες, αναδύθηκαν
όλοι μιλούν
για την ηδονή της εποπτείας,
την κόλαση της επαιτείας
τον μεγάλο αδελφό
που θρέφει αρρώστιες
στο εδώ και τώρα
κι όλοι στοιχηματίζουν
κάτω από το τραπέζι
στη μαραμένη όψη της ζωής
κομμάτια ουρανού,
κομμάτια ανθρώπων
πέφτουν στο κρεβάτι
κάθε στιγμή ανοίγει ένας τάφος στην τηλεόραση,
ζωές κρεμασμένες από σωληνάκια
χωρίς το βλέμμα και τον άλλον
στον καθρέφτη
μόνοι στον μονόλογο της αϋπνίας
με μια μόνο σκέψη
να ξεφύγουμε από το σπίτι
με το θράσος και τη μελαγχολία
του εφήβου που αυτοκτονεί
αφού έχει αφήσει ένα γράμμα στους γονείς
οι νεκροί μας κινούνται κάτω από το χώμα
σφίγγουν το χέρι ο ένας του άλλου,
δαγκώνουν το κόκκαλο του κόσμου
τρώνε από το ίδιο σώμα
από το ίδιο πτώμα,
ξαπλώνουν ανάμεσα μας στο κρεβάτι
και λίγο λίγο φαγώθηκαν κι αυτοί
φαγώθηκαν και τα δικά μας χέρια
και πόνεσαν και τα δικά μας πόδια
και γίναμε σαν σκιάχτρα στις πλατείες
τσιγγάνοι χωρίς δόντια
στα ρεστοράν της πόλης
η αιωνιότητα είναι ένα κορίτσι που αρμενίζει,
ένας ενήλικος ανάπηρος
σε μια βάρκα το πλησιάζει
λένε ότι
στο πένθος φοράει η καρδιά
το μεσοφόρι,
ο νεκρός το πρόσωπο
και το γιλέκο του πατέρα
κι έγινα πατέρας του πατέρα
μάνα κι αδελφή της μάνας
κι έγινα σκοτεινός
και θυμωμένος αδελφός,
πόνος που κρατά μαχαίρι
πάνω στο στήθος του αρνιού
και ντύθηκα θάνατος και ξάπλωσα
μ’ ένα νυφικό στη μέση στο τραπέζι