Ομιλία του Jochen Schweitzer σε ημερίδα της ΕΕΣΣΚΕΨΟ και του Αιγινητείου που έγινε στις 27 Ιουνίου 2015 Επιμέλεια απομαγνητοφωνημένου κειμένου (αγγλικά): Jochen Schweitzer
Απομαγνητοφώνηση και μετάφραση στα ελληνικά: Μαρία-Ηώ Ακαλέστου
Η ομιλία μου αφορά σε μια προσέγγιση οικογενειακών συστημάτων στην ψυχιατρική των ενηλίκων, ιδιαίτερα σε νοσοκομειακά πλαίσια και, επίσης, σε ένα βαθμό, σε κοινοτικά πλαίσια. Αυτό είναι το θέμα για το οποίο θα μπορούσα να μιλήσω σήμερα το πρωί, αλλά δεν πρέπει να μιλήσω σε μεγάλη έκταση. Θα ήθελα να σας δώσω τρεις βασικές εισαγωγές σχετικά με την ιστορία και την τρέχουσα κατάσταση της ψυχιατρικής στη Γερμανία, και σύντομα σχετικά με την κατάσταση της συστημικής θεραπείας στη Γερμανία, αυτή τη στιγμή. Έπειτα, θα ήθελα να σας μιλήσω λίγο για το πώς εξελίχθηκε η συστημική σκέψη στην ψυχιατρική, στις γερμανόφωνες χώρες, τα τελευταία 40 χρόνια, και να μιλήσω πολύ σύντομα σχετικά με ορισμένες «γειτονικές» ιδέες που μας έχουν επηρεάσει πάρα πολύ. Οπότε, αυτά θα είναι [ενν. αυτά για τα οποία θα μιλήσω] και ελπίζω να σας δώσω μερικές ιδέες σχετικά με το πλαίσιο, μέσα στο οποίο βασίζεται το SYMPA.
Το SYMPA είναι ένα πρόγραμμα που προσπαθεί να συγκεράσει πολλές ιδέες, στο επίπεδο ενός νοσοκομείου μιας δεδομένης περιοχής/τομέα, και των συνεργαζόμενων υπηρεσιών του, και το κομμάτι της ομιλίας μου για το SYMPA θα είναι το μεγαλύτερο, και ίσως να τελειώσουμε εκεί, αλλά αν ενδιαφέρεστε, θα μπορούσα να μιλήσω για λίγο για τις παραδόσεις που έχουν αναπτυχθεί στην εξωνοσοκομειακή ψυχιατρική, σε κοινοτικά πλαίσια, με τα οποία κάναμε ένα άλλο πρόγραμμα στη Γερμανία, στη δεκαετία του ’90, το οποίο οδήγησε σε αυτό το πρόγραμμα για τις χρόνιες ψυχώσεις και την απο-χρονιοποίησή τους. Και εάν ενδιαφέρεται κανείς, θα μπορούσα να σας μιλήσω λίγο για την έρευνα αποτελεσματικότητας, σχετικά με το πόσο χρήσιμη είναι στη συστημική θεραπεία για ψυχιατρικά προβλήματα. Μαζί με συνεργάτες, έχουμε κάνει μια επισκόπηση εδώ και κάποια χρόνια, και διενεργούμε μελέτες αυτή τη στιγμή, και αναπτύσσουμε κάποιες μετρήσεις που είναι ιδιαίτερα κατάλληλες για κοινωνικά συστήματα σε αλλαγή, πέρα από τα άτομα. Οπότε, η εστίαση θα είναι στο SYMPA, σε αυτό το πρόγραμμα. Εντάξει. Οπότε ξεκινώ με την επισκόπηση.
Θα γνωρίζετε, κατά πάσα πιθανότητα, ότι η γερμανική κυβέρνηση τη δεκαετία του 1930, των ναζί, είχε την ιδέα ότι θα έπρεπε να «απελευθερώνεται» ένα έθνος από τους, βασικά, πολύ βαριά ασθενείς του, οπότε έβαλαν σε εφαρμογή σε ευρεία κλίμακα ένα σχέδιο που λέγεται ευθανασία, που νομίζω ότι είναι ελληνική λέξη, και ήταν μια μεγάλη σφαγή, ήταν ένας μεγάλος φόνος διανοητικά ανάπηρων ανθρώπων και ψυχιατρικά ασθενών. Οπότε, το να ζει κανείς σε ψυχιατρικό πλαίσιο στη δεκαετία του 1930 ήταν επικίνδυνο. Μετά τον παγκόσμιο πόλεμο, φυσικά, οι άνθρωποι δεν δολοφονούνταν πια, αλλά κατά τα λοιπά οι συνθήκες παρέμειναν αναλλοίωτες. Μόνο στη δεκαετία του 1960 ξεκινήσαμε να επηρεαζόμαστε από άλλες χώρες. Στην Αγγλία αναπτύχθηκαν οι ιδέες γύρω από τη θεραπευτική κοινότητα, στη Γαλλία, στο Παρίσι ιδιαίτερα, η ιδέα του ψυχιατρικού τομέα, η οποία νομίζω ότι επηρέασε και την Ελλάδα αργότερα... Στις ΗΠΑ, τη δεκαετία του 1960, επί προεδρίας Κένεντι και Λίντον Τζόνσον, οι ειδικοί στην κοινοτική ψυχική υγεία ξεκίνησαν να παγιώνουν τομεοποιημένες ψυχιατρικές υπηρεσίες, και φυσικά, ίσως ακόμη σημαντικότερο για εμάς, η αποασυλοποίηση στην Ιταλία ήταν ίσως η ισχυρότερη επιρροή. Μια ακόμη σημαντική επιρροή ήταν η μακροχρόνια έρευνα σχετικά με τη σχιζοφρένεια στη δεκαετία του 1960, που πραγματοποιήθηκε σε δύο ελβετικά πανεπιστήμια και σε ένα γερμανικό. Η πιο ενδιαφέρουσα μελέτη, νομίζω, έγινε από τον Luc Ciompi και τους συνεργάτες του στη Βέρνη, στην Ελβετία, εκείνη την εποχή. Παρακολούθησαν ανθρώπους με διάγνωση σχιζοφρένειας για μια μακρά περίοδο στη ζωή τους, και βρήκαν ότι, πρώτον, δεν μπαίνουν όλοι οι άνθρωποι με σχιζοφρένεια σε μια κατάσταση πρώιμης άνοιας, στο τέλος. Βρήκαν επίσης ότι περίπου ένα τρίτο δεν θα εκδηλώσει δεύτερο επεισόδιο, μετά το πρώτο. Και βρήκαν, επίσης, ότι κάποιοι άνθρωποι, μετά από σαράντα χρόνια σχιζοφρένειας, σταμάτησαν να είναι σχιζοφρενικοί στα 60, μην έχοντας κανένα σύμπτωμα, πια. Κι έτσι, ενδιαφέρθηκε [ενν. ο Ciompi] για το «πώς κι έτσι;». Πραγματοποίησε μια ακόμη μελέτη, εστιάζοντας σε νεαρούς άνδρες σε κέντρο ψυχιατρικής επανένταξης, και τους ξαναείδε δύο χρόνια αργότερα, και ρώτησε, τι είναι αυτό που διαφοροποιεί αυτούς που θα είναι στην ίδια θέση, δύο χρόνια αργότερα. Και βρήκε ότι, αυτοί στους οποίους δεν τους άρεσε το ψυχιατρικοί πλαίσιο, και αυτοί για τους οποίους οι άλλοι θεωρούσαν ότι μπορούν να κάνουν και χωρίς το κέντρο επανένταξης, αυτοί ήταν που είχαν φύγει. Οπότε, η ιδέα που επικράτησε ήταν, ότι το καλύτερο είναι να μην σου αρέσουν τα ψυχιατρικά πλαίσια και το να θεωρούν οι άλλοι ότι μπορείς να ζήσεις και χωρίς ψυχιατρική βοήθεια. Αυτό είναι πολύ χρήσιμο, προκειμένου να δραπετεύσει κανείς από το ψυχιατρικό σύστημα. Οπότε, ο Ciompi είπε ότι τα οξέα ψυχιατρικά προβλήματα των ενηλίκων είναι εν πολλοίς βιολογικά προσδιοριζόμενα, αλλά ίσως η χρόνια σχιζοφρένεια να είναι απότοκο του πώς φερόμαστε στους ανθρώπους με σχιζοφρένεια.
Ίσως γνωρίζετε για την ιδέα γύρω από την «πρώιμη άνοια», ότι δηλαδή τα πρώιμα συμπτώματα σχιζοφρένειας θα οδηγήσουν, τελικά, σε μια κατάσταση διανοητικής αναπηρίας. Η έρευνα του Ciompi αμφισβήτησε πολύ την ιδέα αυτή και έφερε στην επιφάνεια μια πολύ αισιόδοξη νότα σχετικά με την θεραπεία των ψυχωτικών ασθενών. Αλλά χρειάστηκε να φτάσει το 1975 μέχρι να έχουμε μια μεγάλη αντιπαράθεση, που οδήγησε στην επονομαζόμενη ψυχιατρική [ενν. δικαστική] έρευνα, και η απόφαση ήταν, «κάντε τα κρατικά νοσοκομεία μικρά», θα έπρεπε να ιδρύσουμε υπηρεσίες κοινοτικής ψυχιατρικής, προστατευόμενες κατοικίες, προστατευόμενη εργασία, πολύ κοντά στο σπίτι των ασθενών, και να σταματήσουμε τα μεγάλα άσυλα, και η διαδρομή ήταν συνήθως περίπου 100 χμ. από το σπίτι των ανθρώπων αυτών. Υπήρξε ισχυρή κριτική, ότι το ψυχιατρικό άσυλο εκείνη την εποχή ήταν ένα ίδρυμα με πολλή βία, και ότι λειτουργούσαν σαν ολοκληρωτικά ιδρύματα, που είναι δύσκολο κανείς να αποδράσει από αυτά, και η ρήση που αποδίδεται στον Franco Basaglia, ότι «η ελευθερία θεραπεύει», ήταν ένα σημαντικό σλόγκαν για την εποχή. Ξέρουμε ότι η ελευθερία από μόνη της δεν θεραπεύει, πρέπει να πληρούνται και κάποιες ακόμη προϋποθέσεις/ανάγκες, αλλά η ελευθερία είναι ένα σημαντικό μέρος [ενν. της θεραπείας]. Και οι άνθρωποι ξεκίνησαν να συμμετέχουν σε αυτό, προσπάθησαν να ωθήσουν τους ψυχιατρικούς ασθενείς ακόμη και να συμμετέχουν σε πολιτικές διαδικασίες. Και ίσως να πω, σε αυτό το σημείο, ότι είχα την τιμή, για ένα βραχύ διάστημα, να γίνω μέλος του διοικητικού συμβουλίου μιας μικρής ένωσης που προσπαθεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις, ώστε ψυχιατρικά μέλη να γίνονται μέλη των [ενν. διεπιστημονικών] ομάδων ψυχιατρικών πλαισίων. Αποκαλείται Ex-In, δηλαδή πρώην νοσηλευόμενος ασθενής, και τώρα υποτίθεται ότι θα μπορεί να γίνει συναδέλφός σας. Για να δούμε, πώς θα λειτουργήσει!
Οπότε, σήμερα, έχουμε περίπου 600 ψυχιατρικά νοσοκομεία στη Γερμανία, συνολικά, συνήθως σε απόσταση 20 με 100 χμ. από την κατοικία των ασθενών. Περίπου 50 από αυτά είναι τα παραδοσιακά αλλά εκσυγχρονισμένα κρατικά νοσοκομεία. Ως επί το πλείστον έχουν γίνει μικρότερα, αλλά είναι ακόμη αρκετά μεγάλα. Παλιότερα είχαν 1000 κλίνες, τώρα έχουν συνήθως περίπου 500. Και έχουμε, από τις δεκαετίες ’80-’90, μιας μορφής κοινοτικές ψυχιατρικές υπηρεσίες σε κάθε τομέα, που είναι μια περιοχή ακτίνας 30 χμ. Εκεί βρίσκει κανείς μια μικρή υπηρεσία κοινωνικής ψυχιατρικής, ως επί το πλείστον στελεχωμένη με κοινωνικούς λειτουργούς, κι έχουμε προστατευόμενες κατοικίες, για τους χρονιότερους ψυχιατρικούς ασθενείς, που ζουν εκτός νοσοκομείου. Έχουμε, ακόμη, προστατευόμενη εργασία, η οποία είναι πολύ αμφιλεγόμενη διότι συχνά είναι πολύ απλοϊκή δουλειά, και μονίμως αντιπαρατιθέμεθα, λέγοντας «δεν μπορούμε να δώσουμε πιο «κανονική» δουλειά στους ανθρώπους;». Και έχουμε και μέρη που άνθρωποι με χρόνια ψυχιατρική νόσο μπορούν να πάνε, μέσα στην ημέρα, και να συναντήσουν άλλους. Οι ψυχιατρικές νοσηλείες συρρικνώνονται διαρκώς. Σήμερα, θα μείνεις εκεί κατά μέσο όρο περίπου 2 με 4 εβδομάδες. Αλλά, φυσικά, πολλοί άνθρωποι θα έρθουν στο νοσοκομείο, θα πάρουν εξιτήριο, θα επιστρέψουν, θα ξαναπάρουν εξιτήριο...
Η στελέχωση των νοσοκομείων στη Γερμανία ήταν καλύτερη μάλλον στη δεκαετία του ’90. Είχαμε περισσότερους ψυχολόγους, μουσικοθεραπευτές, περισσότερους κοινωνικούς λειτουργούς από ποτέ, και καλύτερα εκπαιδευμένο νοσηλευτικό προσωπικό. Επί του παρόντος, η στελέχωση χειροτερεύει, πράγμα που έχει να κάνει με έναν αυξανόμενα νεοφιλελεύθερο τρόπο χρηματοδότησης του συστήματος υγείας μας, ο οποίος τα μετατρέπει σε κέντρα ημι-κερδοσκοπικού χαρακτήρα.
Ποσοτικά, νομίζω ότι το γερμανικό σύστημα είναι ένα καλό σύστημα. Έχουμε πολλούς οργανισμούς που είναι επαρκώς στελεχωμένοι. Εντούτοις, το πρόβλημα είναι ότι η συνεργασία ανάμεσα σε αυτούς τους οργανισμούς, σε επίπεδο τομέα, δεν είναι καλά οργανωμένη. Όλοι εργάζονται, λίγο έως πολύ, αποκομμένα. Οπότε, αν έρθεις ως ασθενής σε μια από τις κλινικές, σε νοσηλεύουν για 2 εβδομάδες, μετά βγαίνεις και αναζητάς υπηρεσίες ψυχικής υγείας από κάποιο άλλο πλαίσιο, μετά κάνεις εισαγωγή περνώντας από κάποιον άλλο, που συχνά σε αντιμετωπίζει σαν να μην είχε προηγηθεί συνεργασία με άλλους επαγγελματίες, εκτός κι αν ο ασθενής μιλήσει γι’ αυτό. Δεν είμαστε ευχαριστημένοι με αυτόν τον ανεπαρκή συντονισμό μεταξύ των υπηρεσιών. Αλλά έχουν γίνει πολλές απόπειρες να το επανεκκινήσουμε αυτό. Ακόμη και μέσα στα όρια των νοσοκομειακών ιδρυμάτων, θεραπευτικές προσεγγίσεις, όπως η φαρμακευτική αντιμετώπιση, η ψυχοθεραπεία και η κλινική κοινωνική εργασία, ίσως να μην είναι επαρκώς ενσωματωμένα. Πολλοί ψυχολόγοι/ ψυχοθεραπευτές εργάζονται σε μικρά ιδιωτικά γραφεία. Συχνά, δεν τολμούν να αναλάβουν τους πολύ βαριά ασθενείς, που κάνουν απόπειρες αυτοκτονίας, που καλούν στο τηλέφωνο μέσα στη νύχτα, που αυτοτραυματίζονται. Όλο αυτό θα ήταν πολύ βαριά δουλειά, για έναν μεμονωμένο ιδιώτη επαγγελματία.
Και τώρα, ας στραφώ στη συστημική θεραπεία. Εκτιμώ ότι έχουμε 25.000 συστημικά εκπαιδευμένους επαγγελματίες στη Γερμανία, σήμερα, ή και περισσότερους, τα τελευταία 30 χρόνια. Και έχουμε περίπου 120 εκπαιδευτικούς οργανισμούς, κάποιοι είναι μεγάλοι, πολλοί είναι πολύ μικροί, με 1, 2 ή 3 εκπαιδευτές. Η πλειονότητα των ανθρώπων που εκπαιδεύονται σήμερα είναι κοινωνικοί λειτουργοί, ακολουθούν οι ψυχολόγοι, μετά οι ιατροί, αλλά και μουσικοθεραπευτές, εργοθεραπευτές, και ούτω καθεξής. Έχουμε δύο επαγγελματικές ενώσεις, η μία είναι η DGSF (Γερμανική Εταιρεία για τη Συστημική Θεραπεία, τη Συμβουλευτική και την Οικογενειακή Θεραπεία), και έχει περίπου 6.000 μέλη τώρα, και η άλλη είναι η Συστημική Εταιρεία, που έχει περίπου 1.000 μέλη. Ας πω σύντομα για την DGS, μιας που την ξέρω καλά, καθώς ήμουν πρόεδρός της για 6 χρόνια. Καθώς «μεγαλώναμε», αναπτυχθήκαμε σε επίπεδο τοπικών ομάδων, στις οποίες συναντιούνται συνάδελφοι κάθε δύο, περίπου, μήνες, 15-20 άτομα κάθε φορά, και άλλοτε συζητούν περιστατικά, άλλοτε ενδιαφέρουσα βιβλιογραφία, άλλοτε για τα πολιτικά τεκταινόμενα που είναι σημαντικά για την ψυχοθεραπεία. Ιδρύσαμε, ακόμη, 25 ομάδες ειδικού ενδιαφέροντος, που σημαίνει μια για διαπολιτισμική θεραπεία, μια για εργασία με άπορους ασθενείς, μια για εργασία με πρόσφυγες, με ψυχικά τραυματισμένους ανθρώπους και ούτω καθεξής. Και ξεκινήσαμε να προτείνουμε οργανισμούς (π.χ. μέριμνας παιδιών ή ψυχιατρικής εφήβων) που δουλεύουν ιδιαίτερα καλά από την προσέγγιση των οικογενειακών συστημάτων. Είναι μόνο 15 έως τώρα, αλλά ελπίζω ότι σύντομα θα είναι 50. Και αυτό έχει πολύ να κάνει με το SYMPA, σήμερα, γιατί αυτή η ιδέα προέκυψε από την ιδέα του SYMPA να εκπαιδεύει ολόκληρους οργανισμούς και όχι μόνο μεμονωμένα τους επαγγελματίες.
Μέσα στην DGSF, έχουμε πρόσφατα αποφασίσει ότι θα μπορούσαμε να δοκιμάσουμε ως ψυχοθεραπευτές να πάρουμε θέση σε κάποια γενικά πολιτικά ερωτήματα, τα οποία αφορούν στη δουλειά μας. Πολλοί από εμάς εργαζόμαστε με άπορους ασθενείς. Και στη Γερμανία, όπως ίσως γνωρίζετε, κάποιοι από εμάς έχουν πολλά χρήματα, αρκετοί έχουν αρκετά χρήματα, και περίπου 2-3 εκατομμύρια έχουν πολύ λίγα χρήματα. Παίρνουν επιδόματα, κανείς δεν λιμοκτονεί, αλλά τα επιδόματα χορηγούνται υπό εξευτελιστικές συνθήκες. Οι άνθρωποι που ζουν με τη βοήθεια της πρόνοιας, αισθάνονται ότι έχουν κάνει κάποιο λάθος, ότι [ενν. οι άλλοι θεωρούν ότι] δεν τους αρέσει να δουλεύουν, ότι είναι τεμπέληδες, ότι είναι ανόητοι, και κάθε εβδομάδα πρέπει να επισκεφθούν το γραφείο ευημερίας. Είναι μια εξευτελιστική διαδικασία, με πολλές επιπτώσεις για οικογένειες με παιδιά που μεγαλώνουν μέσα σε αυτές. Συζητούμε, εάν μπορούμε να πάρουμε θέση απέναντι σε αυτό το είδος συστήματος πρόνοιας. Συζητούμε, ακόμη, εάν μπορούμε να πάρουμε θέση σχετικά με το πώς θα έπρεπε να υποδεχόμαστε τους πρόσφυγες, στη Γερμανία, και για το πώς οι εργασιακές συνθήκες για ανθρώπους σας εσάς κι εμένα θα έπρεπε να ρυθμίζονται στις σύγχρονες δομές [ενν. ψυχικής υγείας], όπου όλοι αισθανόμαστε ότι εργαζόμαστε σε πιο γρήγορους ρυθμούς, με μια αυξημένη υποκειμενική πίεση στο να κάνουμε τα πράγματα πραγματικά καλά.
Ένα από τα προβλήματά μας είναι ότι η θεραπεία οικογενειακών συστημάτων χρηματοδοτείται σε ενδονοσοκομειακή νοσηλεία, αλλά δεν παρέχεται σε εξωνοσοκομειακό πλαίσιο. Αυτό έχει να κάνει με τον γερμανικό νόμο που ρυθμίζει την ψυχοθεραπεία, ο οποίος είναι καλός για τους ψυχολόγους, αλλά όχι για την συστημική θεραπεία. Η προσέγγιση των οικογενειακών συστημάτων είναι πολύ ισχυρή, ακόμη και κυρίαρχη σε αρκετές κοινωνικές υπηρεσίες, και στην σχολική συμβουλευτική. Είναι συχνά διαθέσιμη στην ψυχιατρική παιδιών και οικογενειών, παιδιών και εφήβων, αλλά σπάνια στην ψυχιατρική ενηλίκων. Έτσι, πιστεύω ότι οι υπηρεσίες ψυχιατρικής ενηλίκων είναι ένα δύσκολο μέρος, και εκεί είναι που εισάγεται το SYMPA. Συμπερασματικά, νομίζω ότι στη Γερμανία υπάρχει μια ψυχιατρική φιλική προς την οικογένεια. Έχουμε ένα δομημένο σύστημα φροντίδας αρκετά κοντά στο σπίτι, κι αυτό είναι καλό. Και επίσης το «λογισμικό» για μια φιλική ψυχιατρική υπάρχει, έχουμε επαρκώς εκπαιδευομένους συστημικούς και άλλους ψυχοθεραπευτές. Αλλά το «λογισμικό» χρειάζεται να προσαρμοστεί στο «υλικό», με έναν δομημένο τρόπο, κι αυτός είναι ο λόγος που αναπτύξαμε το SYMPA ως πείραμα.
Ας δώσω ένα σύντομο ιστορικό της ανάπτυξης των οικογενειακών συστημάτων, στη Γερμανία. Μετά τον Β’ Π.Π., όλοι κοίταζαν προς την Αμερική. Οπότε, από τη δική μας οπτική, η συστημική θεραπεία της ψύχωσης ξεκίνησε στις ΗΠΑ. Ίσως γνωρίζετε για τη δουλειά της Frida Fromm-Reichmann, στο Chestnut Hill, στη Philadelphia. Εφηύρε την τρομερή ερμηνεία της «σχιζοφρενογόνου μητέρας», με την οποία ακόμη «παλεύουμε»! Ως ψυχαναλύτρια, έβλεπε ατομικά ασθενείς, έλεγαν τρομερά πράγματα για τις μητέρες τους, και αυτή ανέπτυξε –η ίδια δεν ήταν μητέρα-- μια θεωρία σχετικά με αυτό. Από τη μια πλευρά αυτό εγείρει ένα ενδιαφέρον για τις οικογένειες των σχιζοφρενών ασθενών, αλλά ήταν πολύ δύσκολο, καθώς κάθε μέλος της οικογένειας θεωρούσε ότι ήταν ένοχο για τη σχιζοφρένεια «εκείνης της κόρης», και ειδικά οι μητέρες. Το National Institute of Mental Health, από το ’50 ως το ’70, έκανε πολλή έρευνα στην οικογενειακή θεραπεία. Άνθρωποι όπως οι Lyman Wynne, Helm Stierlin, Murray Bowen και άλλοι, συνεργάστηκαν εκεί. Μπορεί να γνωρίζετε τον Gregory Bateson, και την ομάδα του Palo Alto, που στη δεκαετία του ’50 ανέπτυξαν τις ιδέες γύρω από τον διπλό δεσμό, την παράδοξη επικοινωνία στην οποία δεν επιτρέπεται να μιλήσεις για το παράδοξο κομμάτι της επικοινωνίας. Και ήταν στο San Jose που η Lοren Mosher ίδρυσε το Soteria House, μια μικρή μονάδα για ψυχιατρικά ασθενείς σε οξεία φάση, στην οποία νοσηλεύονταν με ελάχιστη ή καθόλου φαρμακευτική αγωγή, στην οξεία φάση, αλλά με πολύ εντατική προσωπική φροντίδα. Και ήταν στο Denver, στο Colorado, το 1968, που είπαν «Ας δεχθούμε μόνο κάθε δεύτερο ασθενή για νοσηλεία, και ας πάμε σπίτι, στον κάθε πρώτο, ας κάνουμε κατ’ οίκον νοσηλεία, και ας δούμε ποιος τα πηγαίνει καλύτερα». Βασικά, και οι δύο ομάδες ασθενών ανάρρωσαν εξίσου καλά, αλλά οι κατ’ οίκον νοσηλευόμενοι ασθενείς παρέμειναν καλύτερα κοινωνικά ενσωματωμένοι. Έμεναν συχνότερα με την οικογένεια στο μέλλον, πήγαιναν σπανιότερα σε ψυχιατρικά νοσοκομεία, μακροπρόθεσμα. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Ronald Reagan, ο μετέπειτα συντηρητικός πρόεδρος των ΗΠΑ, «εφηύρε» την ψυχιατρική μεταρρύθμιση στην California τη δεκαετία του ‘60, όχι για ανθρωπιστικούς λόγους, αλλά για οικονομικούς λόγους. Έβγαλε τους περισσότερους ασθενείες από τα νοσοκομεία, κοιμούνταν κάτω από γέφυρες, και η California έλυσε το οικονομικό της έλλειμμα.
Όμως, και στην Ευρώπη, η κοινωνική ψυχιατρική ξεκίνησε στο τέλος της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές του 1970. Στην Trieste, εκεί που εργαζόταν ο Franco Basaglia, στο Arezzo, στο Λονδίνο, στη Βέρνη. Σήμερα, είναι το κέντρο της βιολογικής ψυχιατρικής, αλλά τότε ήταν ένα κέντρο κοινωνικής ψυχιατρικής. Υπήρχαν, επίσης, μικρές πόλεις με μεγάλα νοσοκομεία, όπου μερικοί από τους ήρωές μας, του κινήματος της κοινωνικής ψυχιατρικής, όπως ο Klaus Doerner ή ο Asmus Finzen, εργάζονταν κατά τη δεκαετία του 1980, απο-ιδρυματίζοντας μακροχρόνια ασθενείς, από κρατικά νοσοκομεία.
Ψηλά στο Turku, στη Φινλανδία, μια ομάδα γύρω από τον Καθ. Altonen, ξεκίνησε να βλέπει νεαρά άτομα, στο πρώτο επεισόδιο της ψύχωσης. Επισκέπτονταν τα σπίτια τους. Ήταν επί το πλείστον ψυχοδυναμικοί ψυχοθεραπευτές και έπειτα έγιναν και συστημικοί θεραπευτές οικογένειας. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, η περίπτωση των πειραμάτων που αναφέρονται απο τη Lappland. Η Lappland είναι παγωμένη, πολύ ψηλά, λίγοι άνθρωποι ζουν εκεί, και έχουν πάρα πολύ χρόνο στη διάθεσή τους [γέλιο]. Οπότε, αποφάσισαν, όποτε ένα νεαρό άτομο γίνεται ψυχωτικό, δύο επαγγελματίες ψυχικής υγείας να πηγαίνουν σπίτι του. Ο ένας προερχόταν από το νοσοκομείο, και ο άλλος από εξωνοσοκομειακή δομή. Πήγαιναν σπίτι, ρωτούσαν «ποιος γνωρίζει το παιδί;», «ποιος τον συμπαθεί;», «ποιος θα ήθελε να συμμετάσχει σε μια συνεδρία;». Και έπειτα έκαναν μια συνεδρία με 2, 3, ίσως 20 ανθρώπους, για 2 ώρες, 3 ώρες, δεν έχει σημασία η διάρκεια, και συζητούσαν τι ξέρουν γι’ αυτόν, τι πιστεύουν, γιατί πιστεύουν ότι έγινε ψυχωτικός, τι πιστεύουν ότι πρέπει να γίνει με αυτόν. Και έμεναν για 2-3 ώρες, κι έπειτα συνήθως λαμβανόταν μια απόφαση. Η απόφαση μπορούσε και να είναι, να κάνουν άλλη μια συνεδρία, την επόμενη μέρα [γέλιο]. Οπότε, δεν υπήρχε βιασύνη να πάνε τον ασθενή στο νοσοκομείο, και στη Lappland δεν υπάρχει βιασύνη να του δώσουν νευροληπτική αγωγή, αλλά οι επαγγελματίες θα περιμένουν, θα κατανοήσουν, θα παρατηρήσουν, θα φροντίσουν. Ο Jaakko Seikkula έχει δημοσιεύσει έρευνα που δείχνει ότι το αποτέλεσμα της προσέγγισής τους, ειδικά ως προς τις μακροχρόνιες παραμονές στο νοσοκομείο, την παροχή επιπλέον υπηρεσιών, τη σχολική εγκατάλειψη κοκ., είναι καλύτερο από αυτό άλλων προσεγγίσεων. Ο Volkmar Aderhold και ο Nils Greve εισήγαγαν αυτή τη Σκανδιναβική προσέγγιση και στη Γερμανία, περί το 2000. Στη Νορβηγία υπάρχει ένα υπέροχο μέρος, το Modum Bad, ανάκτορο στο οποίο ο βασιλιάς συνήθιζε να κάνει διακοπές, και έχουν μια δομή ενδονοσοκομειακής νοσηλείας εκεί τώρα, όπου μπορείς να έρθεις με την οικογένειά σου για 4 εβδομάδες και να λάβεις πλήρη οικογενειακή ψυχοθεραπεία κι ένα σωρό ενδιαφέροντα πράγματα, ακόμη.
Τελικά, τρεις ακόμη επιρροές έχουν γίνει σημαντικές για εμάς. Η Dorothy Buck ήταν μια γυναίκα που στειρώθηκε στη ναζιστική Γερμανία, ως ψυχιατρική ασθενής. Αργότερα, έγινε ποιήτρια και καλλιτέχνης. Είπε, «θέλω να καταλάβω τις ψυχωτικές ιδέες μου σχετικά με αυτό», και καθώς ήταν καλή συγγραφέας, έγραψε βιβλία γι’ αυτό, και έγινε διάσημη. Γνώρισε έναν νεαρό ψυχολόγο, τον Thomas Bock, και ξεκίνησαν από κοινού σεμινάρια γύρω από την ψύχωση. Εκεί συναντιούνταν ψυχωτικοί ασθενείς, όχι σε οξεία φάση, και έρχονταν και συγγενείς τους κάποιες φορές, και κάποιοι επαγγελματίες. Και οι άνθρωποι έλεγαν ιστορίες, για το τί τους συνέβη, και προσπαθούσαν να νοηματοδοτήσουν την ιστορία. Η Soteria υπάρχει σήμερα στη Βέρνη, και στην Ελβετία, σαν μια μικρή ενδοσοκομειακή μονάδα, όπου μπορείς να αναβάλεις αποφάσεις σχετικά με τη λήψη ψυχοφαρμακολογικής αγωγής.
Τώρα, έρχομαι στο κυρίως θέμα: Το SYMPA. Το SYMPA είναι κατά βάση ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης. Ξεκινήσαμε το 2002, με σκοπό να εκπαιδεύσουμε ολόκληρο το προσωπικό σε τέσσερα νοσοκομεία. Τρία από αυτά είναι στη βορειοδυτική Γερμανία, ένα από αυτά είναι στην Ελβετία. Και το 2011 ξεκινήσαμε να το εφαρμόζουμε και σε ακόμη τέσσερα νοσοκομεία. Μέχρι σήμερα, έχουμε εκπαιδεύσει ανθρώπους σε οκτώ νοσοκομεία. Η φιλοσοφία του SYMPA είναι να συμμετέχουν οι οικογένειες στην ενδοσοκομειακή νοσηλεία. Τους θέλουμε ως ειδικούς για τον ασθενή, τον ξέρουν καλύτερα απ’ ότι εμείς, έχουν πολλές χρήσιμες πληροφορίες για την νοσηλεία. Και είναι επιβαρυμένοι και οι ίδιοι, έχουν περάσει δύσκολα. Οπότε, για εμάς, τα μέλη των οικογενειών έχουν έναν διττό ρόλο: Υποφέρουν, και χρειάζονται βοήθεια, αλλά είναι και ειδικοί ως προς το πώς να συνεργαστούμε με τον συγκεκριμένο ασθενή.
Η δεύτερη ιδέα είναι να αναστοχαστούμε ως προς το πώς συνεργαζόμαστε, και «είναι αυτό χρήσιμο για τον ασθενή;». Τρίτον, θέλουμε να δώσουμε επιρροή στον ασθενή και τους συγγενείς του, σχετικά με το πώς θα γίνει η θεραπεία, και το πώς μπορούν οι ενδοσοκομειακές νοσηλείες να γίνουν περισσότερο συνεργατικές και λιγότερο βίαιες. Στη Γερμανία, ένας στους τρεις ασθενείς δεν εισάγεται οικειοθελώς στο νοσοκομείο, εισάγεται αναγκαστικά. Μερικές φορές, αντιδρούν πολύ βίαια, με αποτέλεσμα να καθηλώνονται σε ένα κρεβάτι. Ελπίζουμε ότι μπορούμε να το ελαττώσουμε αυτό. Νομίζουμε ότι μερικές [ενν. θεραπευτικές] στάσεις είναι χρήσιμες. Θεωρούμε ότι η διάγνωση είναι χρήσιμη για την φαρμακευτική αγωγή και για να μιλά κανείς με άλλους επαγγελματίες, αλλά η διάγνωση δεν μας ενημερώνει άμεσα για το τί πρέπει να κάνουμε. Θεωρούμε ότι πρέπει πάντα να σεβόμαστε τους οικογενειακούς δεσμούς και τις συμμαχίες, ακόμη κι αν είναι παθολογικές. Ακόμη κι αν οι γονείς φαίνονται υπερπροστατευτικοί, ή παραμελητικοί, αν φαίνεται να επικοινωνούν «τρελά», έχουμε την άποψη ότι είναι οι καλύτεροι άνθρωποι για να συνεργαστούμε, και τους σεβόμαστε. Δεν θα έπρεπε να προσπαθούμε να πούμε «ξέχνα την οικογένειά σου, έλα σε εμάς, απαγόρευσέ τους να σε δουν», δεν το κάνουμε αυτό. Τελικά, θέλουμε να είμαστε αισιόδοξοι για την αλλαγή, αλλά όχι ασκώντας πίεση. Οπότε, η γενική ιδέα είναι «Ναι, πιστεύουμε ότι μπορείς να αλλάξεις, αλλά ίσως και να μην πρέπει να το κάνεις, πιστεύουμε ότι δεν πρέπει να γίνεις χρόνιος ασθενής, αλλά μπορεί και να συμβεί». Οπότε, στην πράξη, είμαστε υπέρ μιας ισχυρής, πραγματικής παρουσίας της οικογένειας στην κλινική, και επίσης, μιας ισχυρής «εικονικής», συμβολικής παρουσίας τους στο νοσοκομείο. Συχνά κάνουμε συνεντεύξεις γενεογράμματος, και αναρτούμε το γενεόγραμμα στον τοίχο, όταν συζητούμε με τον ασθενή. Συχνά θα χρησιμοποιήσουμε κυκλικές ερωτήσεις, θα κάνουμε μια αναπαράσταση της οικογένειας με μικρές κούκλες στο τραπέζι. Μπορεί να κάνουμε θεραπεία οικογένειας χωρίς την παρουσία της οικογένειας, που σημαίνει, ατομική θεραπεία, αλλά θα μιλάμε πολύ για την οικογένεια, στην κατ’ ιδίαν συζήτηση. Θα προσπαθήσουμε να εξερευνήσουμε προσεκτικά τι αναμένει ο ασθενής και η οικογένεια, από την θεραπεία. Θα εργαστούμε με τις υποκειμενικές τους θεωρίες, τις ερμηνείες που φέρνουν οι ασθενείς στη θεραπεία, και σπάνια θα κάνουμε κλασική ψυχοεκπαίδευση. Μερικές φορές, ναι, αλλά όχι συχνά. Και πάντα χρησιμοποιούμε ομάδες αναστοχασμού.
Ένας από τους στόχους μας είναι να διαπραγματευτούμε το θεραπευτικό σχεδιασμό και τα κρίσιμα γεγονότα, μέσα στο νοσοκομείο. Δηλαδή, πόσο μακρά πρέπει να είναι η θεραπεία, τι θα έπρεπε να γίνει και τι όχι. Κάποιοι άνθρωποι ίσως θέλουν απλώς να πάρουν ψυχοφάρμακα και όχι ψυχοθεραπεία. Κάποιοι, θέλουν μόνο ψυχοθεραπεία και όχι φάρμακα. Κάποιοι, δεν θέλουν τίποτα απ’ όλα αυτά. Κάποιοι θέλουν απλώς λίγες μέρες ξεκούρασης από το σπίτι, και να έχουν ένα κρεββάτι και φιλικούς ανθρώπους γύρω τους. Θα δούμε την ενδοσοκομειακή ψυχιατρική σαν ένα πολλαπλό φαινόμενο, με πολλές υπηρεσίες, αλλά δεν επιθυμούν όλοι όλες αυτές τις υπηρεσίες, κάθε φορά. Οπότε, ρωτάμε τι μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτούς, και συζητάμε τι θέλουν πραγματικά να κάνουν. Γιατί αν δεν επιθυμούν αυτά που έχουμε να προσφέρουμε, δεν θα συνεργαστούν. Τότε, η νοσηλεία τους θα είναι άχρηστη και περιττή.
Σκεφτόμαστε, ακόμη, γύρω από τη διάγνωση. Μπορείς να δεις τις ψυχιατρικές διαγνώσεις με δύο τρόπους: «Είναι σωστές;» (δηλαδή, «είναι σύμφωνα με τις συμβάσεις του DSM ή του ICD;») αλλά μπορείς και να ρωτήσεις «Πόσο χρήσιμες είναι;», «Κάνουν τη ζωή του ασθενή, των συγγενών, των επαγγελματιών, πιο εύκολη ή πιο περίπλοκη;» Για κάποιους ανθρώπους, το να γνωρίζουν ότι «έχω ΔΕΠΥ» είναι υπέροχο, γιατί «δεν εκνευρίζω τους άλλους επειδή είμαι κακός άνθρωπος, είναι μια αναπηρία που έχω». «Μερικές φορές είναι καλό να γνωρίζω ότι είμαι ψυχωτικός, γιατί μπορεί να πάρω κάποιο επίδομα/σύνταξη, μπορεί να πάρω άδεια, μπορεί ακόμη και να μου παρασχεθεί προστατευόμενη στέγη σε μια ακριβή πόλη, στην οποία δεν θα μπορούσα να αντέξω οικονομικά ένα διαμέρισμα. Το να είμαι σχιζοφρενής «στα χαρτιά» έχει πολλά πλεονεκτήματα. Αλλά ίσως στη σύντροφό μου δεν αρέσω και τόσο, αν είμαι σχιζοφρενής. Οπότε, θα μπορούσα να είμαι σχιζοφρενής στα χαρτιά, αλλά όχι στα μάτια της συντρόφου μου;» Μια φορά συνάντησα έναν 35χρονο δημόσιο υπάλληλο, έναν πολύ ευφυή άνδρα, η σύζυγός του ήταν κοινωνική λειτουργός, που εργαζόταν στην κοινωνική ψυχιατρική. Είχε το πρώτο του επεισόδιο στα 34, μπήκε στο νοσοκομείο, βγήκε από το νοσοκομείο, και ξεκίνησαν θεραπεία ζεύγους, μαζί μου. Ήταν και οι δύο πολύ μορφωμένοι και είχαν διαβάσει το βιβλίο μας, όπως και το βιβλίο του διευθυντή εκείνου του νοσοκομείου, το οποίο ήταν ένα πολύ ψυχοδιαγνωστικά και ψυχοφαρμακολογικά προσανατολισμένο νοσοκομείο. Συμμετείχε σε ένα ερευνητικό πρόγραμμα, στο πλαίσιο του οποίου το άλλο νοσοκομείο τον καλούσε κάθε 3 μήνες και του διάβαζαν έναν μακρύ κατάλογο συμπτωμάτων, και τον ρωτούσαν «Έχετε το τάδε, έχετε το δείνα κοκ.». Και μετά ήρθε στην επόμενη συνάντηση μαζί μου και είπε, «Ξέρετε, Dr. Schweitzer, νομίζω ότι είμαι πολύ ψυχωτικός γιατί μου έδωσαν αυτόν τον κατάλογο, και είχα 15 από τα 40 συμπτώματα, είπα ναι, οπότε μάλλον είμαι πολύ ψυχωτικός» [γέλιο]. Όταν ξαναπήγε πίσω [ενν. στο νοσοκομείο] μετά από ‘μένα, είπε «Συμπεριφέρομαι ψυχωτικά, μερικές φορές, σε ορισμένες περιστάσεις.» Μετά, επήλθε μια περίοδος που του προσφέρθηκε μια μεσαίου επιπέδου ηγετική θέση, αλλά η θέση αυτή απαιτούσε να ταξιδεύει αρκετά, και αυτό του προξένησε πολύ άγχος. Ρώτησα, «Τί σε κάνει τόσο αγχώδη;» Είπε, «Ξέρετε, ο πατέρας μου ήταν περιπλανώμενος έμπορος», «Ναι», είπα, «και τι μ’ αυτό;». «Έγινε πατέρας πολλών παιδιών από πολλές γυναίκες στην περιοχή μας» [γέλιο]. Είπα «Εντάξει.» Και είπε «Μου έμοιαζε πολύ» [γέλιο]. Ένας βόρειος τύπος, πολύ ψηλός, πολύ όμορφος, και προφανώς υπήρχε μια αγωνία μέσα του, ότι μπορεί και να μοιάζει στον πατέρα του περισσότερο απ’ όσο θα ήθελε. Ήταν πολύ αξιόπιστος, η σύζυγός του καθόταν δίπλα του, άκουγε, και είπα «Ίσως μπορείς να αναπτύξεις δύο διαφορετικές διαγνώσεις για δύο διαφορετικές περιστάσεις. Εάν δεν θέλεις να πάρεις αυτή τη δουλειά, πρέπει να πεις στον εαυτό σου «Είμαι πολύ σχιζοφρενικός», και να μην την πάρεις. Αλλά η σύζυγός σου δεν θέλει να πεις «Είμαι πολύ σχιζοφρενικός». Οπότε, μπορείς ίσως να πεις στη σύζυγό σου «Κάποιες φορές, έχω συμπεριφερθεί με έναν ψυχωτικό τρόπο.» [γέλια]. «Και ίσως μπορείς να χρησιμοποιείς άλλοτε τη μια διάγνωση, κι άλλοτε την άλλη».
Αυτό ήταν ένα σύντομο, αστείο παράδειγμα, αλλά υπάρχουν πολλά ακόμη. Πιστεύουμε ότι οι διαγνώσεις πρέπει να κρίνονται και από τις συνέπειές τους. Απαλύνουν την πίεση; Βοηθούν να βρεθεί ένα σπίτι ή μια σύνταξη; Βοηθούν να βρεθεί ένας εραστής, μια δουλειά... Μπορείτε επίσης να ρωτήσετε τον ασθενή, «Ποιος πρέπει να ενημερωθεί για τη διάγνωση; Θέλετε ο γενικός ιατρός να γνωρίζει; Ή θα προτιμούσατε να δώσουμε την επιστολή μόνο σε σας, και όχι στον ιατρό σας;»
Ακόμη, θέλουμε να διαπραγματευτούμε σχετικά με την φαρμακευτική αγωγή. Στη Γερμανία έχουμε μια παροιμιακή έκφραση, όταν θέλουμε να ταΐσουμε ένα μικρό παιδί: «Μια κουταλιά για τη μαμά, μια για το μπαμπά...», το λέτε κι εσείς;
[Από το ακροατήριο: «Ναι, το λέμε»]. «Μια για την αδελφή σου...» [γέλια], οπότε ίσως ένα χάπι να είναι για σένα, ένα για το σύντροφό σου, και το τρίτο για τη νοσηλεύτρια στο θάλαμο, που θέλει να έχει ένα ήσυχο βράδυ [γέλιο]. Πιστεύουμε ότι συχνά οι άνθρωποι παίρνουν κλασικά νευροληπτικά, με πολλές παρενέργειες, γιατί κάποιος άλλος το επιθυμεί πολύ, και δεν θέλουν να απογοητεύσουν το άτομο αυτό. Αυτή η οπτική ανοίγει πολλές πιθανότητες διαπραγμάτευσης. Μπορεί, κανείς, ως εκ τούτου, να φτάσει στη λήψη μιας καλής απόφασης. Και πιστεύουμε ότι αυτό θα μειώσει και ένα σημαντικό κομμάτι της σύγκρουσης για τα φάρμακα, μέσα στο νοσοκομείο.
Τέλος, όταν οι ασθενείς γίνονται επικίνδυνοι, καθηλώνονται, είτε με περισσότερα φάρμακα, είτε με μηχανική καθήλωση. Αυτή είναι, πάντα, μια πολύ δύσκολη κατάσταση. Οπότε, είναι χρήσιμο να ξεκαθαρίζει το προσωπικό στον ασθενή ότι εάν συμπεριφερθεί με έναν συγκεκριμένο τρόπο, θα χρειαστεί να τον περιορίσουν. Αλλά ίσως μπορούμε να βρούμε τρόπους να το αποφύγουμε, ειδικά στις ήρεμες φάσεις, ανάμεσα σε επιθετικές περιόδους. «Πότε γίνεσαι επιθετικός;» «Πώς ανταποκρίνεσαι στον καθένα;» και «τι μπορούμε εμείς να κάνουμε;». Εάν έρθετε σε ένα από τα νοσοκομεία που το προσωπικό έχει εκπαιδευτεί μέσω του προγράμματος SYMPA, μπορείτε να αναμένετε ότι: Στην πρώτη φάση, μετά την εισαγωγή, θα κουβεντιάσετε με τον υπεύθυνο της νοσηλείας σας, συνήθως τον ιατρό ή τον ψυχολόγο, ή μόνο με τον νοσηλευτή, και ίσως γίνει και μια συζήτηση με την οικογένεια, ώστε να ξεκαθαριστεί τί συνέβη, και τί μπορούμε να κάνουμε στο νοσοκομείο. Κανονικά, θα κάνουμε ένα γενεόγραμμα, το οποίο συνήθως γίνεται από νοσηλευτή, συνήθως κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης 30 λεπτών, ίσως 45 το πολύ. Αυτό το γενεόγραμμα θα μπει στο φάκελο του ασθενή. Τα μέλη του προσωπικού μπορούν να το βγάλουν από το φάκελο, κάθε μέλος της διεπιστημονικής ομάδας μπορεί να το βγάλει και να πει «Εντάξει, είναι το μόνο παιδί αυτού του γονέα», ή «έχει πέντε μεγαλύτερες αδελφές, δεν είναι και αξιοπερίεργο ότι είναι τόσο εξαρτητικός». Προσπαθούμε να αναπτύξουμε, μαζί με την οικογένεια, μια κατανόηση για το γιατί ήρθαν εδώ, σε αυτή την κατάσταση, και τι θα μπορούσε να κάνει ο καθένας μας για τη θεραπεία. Κατά τη μεσαία φάση, έχουμε ατομικά κάποιες συζητήσεις, ίσως ακόμη μια οικογενειακή συνέντευξη, ή συνέντευξη του ευρύτερου συστήματος [ενν. αναφοράς, του ασθενή], ομαδική θεραπεία... Δεν κάνουμε κλασική εποπτεία πια, με δέκα μέλη της ομάδας να μιλούν για έναν απόντα ασθενή. Προσκαλούμε τον ασθενή να έρθει στην δική του/της εποπτεία, ει δυνατόν μαζί με τα μέλη της οικογένειάς του. Έτσι, σήμερα, το κάνω έτσι συχνά σε ψυχιατρικά πλαίσια για εφήβους, έχουμε μιάμιση ώρα το πολύ, και συναντώ για 15 λεπτά την ομάδα, [ρωτάω] «Τι θέλετε από την εποπτεία;», μετά έρχεται η οικογένεια και το παιδί μέσα, μιλάω μαζί τους για μισή ώρα, το προσωπικό κάθεται μαζί, γύρω μας, ίσως 10 ή 12 άτομα, και μετά ζητάω να μοιραστούν τις ιδέες τους με την οικογένεια και μαζί μου, και μετά συνεχίζουμε. Ίσως φτάσουμε σε ένα κρίσιμο σημείο, όπως «Πόσο θα έπρεπε να παραμείνει; Πρέπει να επιστρέψει στο ίδιο σχολείο, ή να πάει σε κάποιο άλλο; Τι μπορούμε να κάνουμε ώστε να μην αυτοτραυματίζεται πλέον;» και θα εστιαστούμε σε αυτό και θα έχουμε από κοινού μια συζήτηση, ο ασθενής, η οικογένεια, και όχι όλο το προσωπικό, αλλά αρκετά μέλη του. Και θα προσπαθήσουμε να διαπραγματευτούμε σχετικά με τα φάρμακα, με τη διάγνωση. Στο τέλος, θέλουμε να κάνουμε μια συνέντευξη ενόψει του εξιτηρίου, θέλουμε... στη Γερμανία, γράφουμε σύντομες επιστολές στους ιατρούς σχετικά με τη διάγνωση, και προτάσεις για τη θεραπεία. Θέλουμε να δώσουμε αυτή την επιστολή στον ασθενή, πριν πάρει εξιτήριο, και να του δώσουμε την ευκαιρία να διαβάσει αυτό το χαρτί, και να μπορεί να πει «Αυτό δεν είναι σωστό, δεν νομίζω», ή, «Νομίζω ότι κάναμε κάτι διαφορετικό», ή «Θα πρότεινα... Ξεχάσατε μια πρόταση». Και μετά το συζητάμε, κρατάμε σημειώσεις, και μετά τελειώνει. Και ο ασθενής πρέπει να έχει ένα βαθμό επιρροής στο έγγραφο που παράγουμε σχετικά με αυτόν. Τέλος, συχνά οι άνθρωποι φεύγουν και επιστρέφουν σε κάποια άλλη στιγμή. Και εάν επιστρέψουν σε πολύ αναστατωμένη κατάσταση, είναι ευκαιρία να μιλήσουμε σήμερα [ενν. την ημέρα της συνέντευξης του εξιτηρίου], για το πώς θα πρέπει να τους φερθούμε, όταν την επόμενη φορά δεν μπορούμε να τους μιλήσουμε, διότι θα είναι σε μια πολύ αναστατωμένη κατάσταση και η συζήτηση θα είναι αδύνατη. Οπότε, μπορούμε να τους ρωτήσουμε, στο τέλος της μέρας αυτής, «Πώς πρέπει να σας αντιμετωπίσουμε την επόμενη φορά, εάν δεν μπορούμε να έχουμε μια ήρεμη κουβέντα;».
Τώρα, επιτρέψτε μου να έρθω στο θέμα της εκπαίδευσης. Προσωπικά, δεν εργάζομαι σε ψυχιατρικό πλαίσιο, σήμερα. Εργάζομαι σε ένα μικρό τμήμα που λέγεται «Ιατρική Ψυχολογία». Αλλά συνεχίζουμε να εκπαιδεύουμε, συνήθως κρατικά ή δημοτικά νοσοκομεία. Προσφέρουμε 18 ημέρες εκπαίδευσης, σε διάστημα 2 περίπου ετών. Και διαμορφώνουμε εκπαιδευτικές ομάδες των 25 ατόμων, από διάφορα επαγγέλματα και ιεραρχικές θέσεις. Μπορεί να βρεθεί ένας νεαρός νοσηλευτής και μια αρχίατρος, στην ίδια ομάδα. Ιδανικά, προσφέρουμε την εκπαίδευση όχι μόνο στο προσωπικό του νοσοκομείου, αλλά και στο προσωπικό των κοινωνικών υπηρεσιών που εργάζεται με τους ίδιους ασθενείς. Οπότε, γνωρίζονται κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης. Διδάσκουμε βασικές έννοιες της συστημικής οικογενειακής θεραπείας, στάσεις και τεχνικές, και διδάσκουμε ορισμένες ιδιαίτερες κλινικές πρακτικές, που έχουμε αναπτύξει. Οι συγκεκριμένες ψυχιατρικές τεχνικές περιλαμβάνουν νοηματοδοτήσεις της ασθένειας, πώς κρατάμε αρχείο από μια προοπτική εστιασμένη στη λύση, ή πώς καλούμε ασθενείς ως επόπτες μιας διεπιστημονικής ομάδας.
Το SYMPA απαιτεί χρόνο. Από που γλιτώνουμε αυτόν το χρόνο; Η αγαπημένη μας ιδέα είναι ότι εξοικονομούμε χρόνο από την αρχειακή τεκμηρίωση. Ένα νοσοκομείο έχει αναπτύξει ένα σύστημα από κοινού αρχειοθέτησης για νοσηλευτές και ιατρούς. Αυτό είναι αρκετά δύσκολο, γιατί παραβιάζονται ορισμένες αντιλήψεις των επαγγελματιών για το επάγγελμά τους. Στη Γερμανία, οι νοσηλευτές είναι πολύ υπερήφανοι που ανήκουν σε ένα ανεξάρτητο επάγγελμα, προσπαθούν να γίνουν ακαδημαϊκό επάγγελμα, οπότε χρειάζονται το δικό τους αρχείο, πράγμα που γίνεται κάπως γελοίο, στο πλαίσιο του SYMPA.
Όταν κάναμε αυτή την εκπαίδευση, το κάπνισμα επιτρεπόταν στις ψυχιατρικές μονάδες [γέλιο] και στην αρχή μου είχαν πει ότι μπορώ να διδάξω ό,τι θέλω, αλλά όχι για περισσότερο από 45 λεπτά [γέλιο] γιατί τότε η μισή ομάδα θα έπρεπε να βγει έξω για να καπνίσει ένα τσιγάρο. Τώρα, περίπου το 2006-2007, το κάπνισμα απαγορεύτηκε σε όλα τα νοσοκομεία, και σήμερα μπορείς να διδάξεις μεγαλύτερες διδακτικές ενότητες [γέλιο]. Η συνάντηση για ένα ποτό το βράδυ, ήταν ένα σημαντικό κομμάτι της εκπαίδευσης [γέλιο] και φυσικά πήραμε φωτογραφίες για να θυμόμαστε ποιοι ήμαστε. Υπάρχουν ερωτήσεις, μέχρι στιγμής;
Ερώτηση από το ακροατήριο: Μετά την πρακτική εξάσκηση, κατάφερε το προσωπικό, όλοι τους, να τηρήσει τα όσα διδάχθηκε;
J.S.: Σε καλά οργανωμένες κλινικές, ναι, σε κακά οργανωμένες κλινικές, όχι. Εξαρτάται κατά πολύ, από το κατά πόσο ο υπεύθυνος ιατρός συνεχίζει να τα υποστηρίζει. Οπότε, στη Γερμανία, εάν αλλάξει ο επικεφαλής του συστήματος, μπορεί να εισαγάγει ένα εντελώς νέο ύφος. Ναι, έχουμε μεγάλη διακύμανση, ειδικά μεταξύ των ιατρών. Μένουν μισό ή έναν χρόνο, και μετά έρχεται κάποιος άλλος. Επίσης, έχουμε μια ενδονοσοκομειακή διακύμανση, στο νοσηλευτικό προσωπικό. Μένουν για τρία χρόνια και μετά αλλάζουν μονάδα. Οπότε, χρειαζόμαστε συνεχιζόμενη εκπαίδευση. Αλλά έχουμε αρκετούς ανθρώπους στο νοσοκομείο, που μπορούν να το κάνουν αυτό. Είναι ενδιαφέρον ότι, από το πρώτο πρόγραμμα, πέντε ιατροί συνέχισαν και σε τετραετές εκπαιδευτικό πρόγραμμα, στο Ινστιτούτο Helm Stierlin, στη Heidelberg. Κάποιοι από αυτούς, είναι τώρα μέλη της εκπαιδευτικής ομάδας στα νοσοκομεία. Ακόμη, είχαμε είκοσι νοσηλευτές από ένα νοσοκομείο, που συνέχισαν και έγιναν συστημικοί σύμβουλοι. Σημειώστε ότι ένα νοσοκομείο έχει είκοσι συστημικούς συμβούλους στο νοσηλευτικό προσωπικό του! Έχουν διασπαρεί σε διάφορες μονάδες. Τέσσερις από αυτούς έγιναν εκπαιδευτές του εκπαιδευόμενου προσωπικού του SYMPA, πράγμα καταπληκτικό! Είναι πολύ πιο πειστικό, εάν πει ένας νοσηλευτής, «θα τα καταφέρουμε», είναι δέκα χρόνια, και μπορούμε να το καταφέρουμε ως νοσηλευτές. Είναι πολύ πιο πειστικό απ’ το να το πω εγώ.
Για όσους από εσάς ενδιαφέρονται για την έρευνα, ποια είναι τα αποτελέσματα; Ζητήσαμε έξι φοιτητές ψυχολογίας το 2003, και έξι το 2005, και από αυτούς ζητήσαμε να περάσουν 4 εβδομάδες σε έξι ψυχιατρικές μονάδες, ο καθένας εξοπλισμένος με μια κάμερα, με την οποία μαγνητοσκοπούσαν, και ρωτούσαν κάθε βράδυ το προσωπικό «Τι κάνατε με τον κ. Μίλερ, με τον κ. Μάγιερ, με την κ. Σουλτς;» Μετρούσαν ποιος μιλούσε σε ποιον, και με ποιον τρόπο. Οι συζητήσεις με τους ασθενείς αυξήθηκαν, οι συζητήσεις με μέλη των ευρύτερων συστημάτων [ενν. αναφοράς, των ασθενών] αυξήθηκαν, οι συζητήσεις με μέλη της οικογένειας αυξήθηκαν, αλλά συζητήσεις με μέλη της οικογένειας απόντα –δηλαδή, «μιλάω μόνο με τη μητέρα, αλλά όχι με τον ασθενή»--, αυτές μειώθηκαν. Και αυτό μας άρεσε.
Το RatingInventory of Solution-Oriented Inverventions είναι ένα ένα ενδιαφέρον εργαλείο. Δημιουργήθηκε από τον Guenther Schiepeck στο Salzburg, και τους συνεργάτες του. Κοιτάζει δύο σύντομα βίντεο αλληλεπίδρασης (συζήτησης) μεταξύ προσωπικού-ασθενή, τί συμβαίνει σε αυτές τις συζητήσεις. Στο σχήμα μπορείτε να δείτε ότι μετά την εκπαίδευση του 2005, υπάρχει μεγαλύτερη διαπραγμάτευση των διαδικασιών νοσηλείας/θεραπείας. («Θέλετε να μείνετε μια ακόμη εβδομάδα, ή θέλετε να πάτε σπίτι σήμερα;» «Μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι θα πάρετε αυτή την αγωγή, ή διαφωνούμε;») Στην αρχή, συνέβαινε μόνο στο 8% των σύντομων βίντεο, και στο τέλος συμβαίνει στο 36% τους.
Μια άλλη παρέμβαση, είναι ο προσανατολισμός στις υπάρχουσες εφεδρείες. Εδώ, ο θεραπευτής μπορεί να πει «Καταλαβαίνω ότι περνάτε δύσκολα, αλλά κάποια πράγματα σας πάνε και καλά, έτσι δεν είναι;» και να συζητήσουν για τα πράγματα που ακόμη λειτουργούν προς όφελος του ασθενή, που «πάνε καλά», τις εφεδρείες, τις ικανότητες, και μπορεί κανείς να δει ότι κι αυτός [ενν. ο προσανατολισμός στις εφεδρείες] αυξάνεται σημαντικά. Μερικές παρεμβάσεις δεν αυξάνονται, όπως για παράδειγμα η εναλλακτική σκέψη ως προς την χρησιμότητα της διάγνωσης. Αυτό χρειάζεται αρκετή εκπαίδευση. Το ωραιότερο πράγμα ήταν ότι μπορέσαμε να δείξουμε ότι το στρες στο προσωπικό μειώθηκε πολύ σημαντικά, στο Maslach Burnout Inventory, και ότι παραμένει μειωμένο ακόμη και 3 χρόνια μετά το πρόγραμμα εκπαίδευσης. Τον Ιούνιο 2006, ένας νεαρός συνάδελφος έκανε το γύρο του νοσοκομείου ρωτώντας «Τι πράγματα μάθατε να κάνετε;». Το γενεόγραμμα εισήχθηκε πολύ γρήγορα, αλλά δεν το κάνουν τόσο συχνά πια, γιατί απαιτεί περισσότερο χρόνο, και δεν είναι πάντα ξεκάθαρο τι μπορεί να κάνει κανείς με τα αποτελέσματα του γενεογράμματος. Οι οικογενειακές συζητήσεις υιοθετήθηκαν πολύ σταδιακά, αλλά συνεχίστηκαν, και η ομάδα αναστοχασμού συμβαίνει πολύ αργά, ειδικά εάν χρειάζονται πολλά άτομα, προκειμένου να συγκροτηθεί.
Πώς αναπτύσσονται οι επαγγελματίες; Οι νοσηλευτές λένε «αισθανόμαστε πιο σημαντικοί. Έχουμε μια πιο σημαντική λειτουργία με τους ασθενείς, τους συγγενείς και ακόμη και με τους άλλους επαγγελματίες.» Οι ψυχίατροι και οι ψυχολόγοι είναι αμφιθυμικοί, αναλόγως της αυτοεκτίμησής τους. Αυτοί με υψηλή αυτοεκτίμηση, λένε «έχουμε λιγότερη δουλειά και αυτό είναι υπέροχο, οι νοσηλευτές κάνουν πολλή από τη δουλειά που θα έπρεπε να κάνουμε εμείς, αλλά δεν έχουμε τον χρόνο να την κάνουμε». Αλλά κάποιοι από τους λιγότερο σίγουρους για τον εαυτό τους, λένε «Λοιπόν, γίνονται πολύ σημαντικοί εδώ σήμερα, και έχουν περισσότερη εμπειρία από εμάς, οπότε… [γέλια] μας αρέσει αυτό, πραγματικά;».
Θα μπορούσαμε, ακόμη, να δείξουμε ότι η συνεργασία στην ομάδα, στο Team Climate Inventory έγινε καλύτερη σε δύο από τις τέσσερις κλίμακες, αλλά αυτή η επίδραση δεν κράτησε ως το 2008, όταν τα μέλη της ομάδας άλλαξαν. Οπότε, μια καλή ατμόσφαιρα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από αυτά τα συγκεκριμένα μέλη, και δεν μεταφέρεται όταν νέα μέλη μπαίνουν στην ομάδα. Εάν ρωτούσα τι συνέβη στο τέλος, θα έλεγαν «Εισήχθηκε η συνέντευξη γενεογράμματος γιατί ήταν μια ευκαιρία να γνωρίσουμε τον ασθενή πιο εντατικά», ειδικά για το νοσηλευτικό προσωπικό. «Τον γνωρίζουμε από την καθημερινή επαφή, τον συναντάμε στη διάρκεια του δείπνου ή όποτε δίνουμε τα χάπια, αλλά τώρα πήραμε 30’ και τον ρωτήσαμε για τη μητέρα του, για τον πατέρα του, για τις σχέσεις του», και ειδικά οι νοσηλευτές είπαν ότι αυτό τους έδωσε μια διαφορετική οπτική.
Το ξεκαθάρισμα των προσδοκιών, ναι, συμβαίνει, και βρίσκουμε ότι οι ασθενείς παίρνουν περισσότερη ευθύνη για το τι θα συμβεί. Είναι συν-σκεπτόμενοι, περισσότερο από ποτέ. Και επίσης, αναπτύσσουμε περισσότερο ρεαλιστικούς στόχους. Έχουμε την τάση να έχουμε πολλές ιδέες, σχετικά με το τί θα έπρεπε να κάνει ο ασθενής, αλλά αυτό δεν τους απασχολεί. Οπότε, πρέπει να σταματήσουμε να έχουμε αυτούς τους μη-ρεαλιστικούς στόχους, και να βάζουμε πιο μικρούς. Γράφουμε τους θεραπευτικούς στόχους, για παράδειγμα «Ο κ. Μίλερ θέλει να είναι λιγότερο επιθετικός ενάντια στη γυναίκα του, και να μην χτυπά τα παιδιά του τόσο, πια.» Το γράφουμε αυτό σε ένα κομμάτι χαρτί, ο κ. Μίλερ το βάζει στην τσέπη του, και πηγαίνει για εργοθεραπεία, πηγαίνει στο εργασιακό θεραπευτικό πλαίσιο, και λέει «Αυτός είναι ο θεραπευτικός μου στόχος, το λέω για να το ξέρετε, και τώρα ας ξεκινήσουμε». Βρίσκουμε ότι γίνονται λιγότερες καθηλώσεις, όχι πολύ λιγότερες, αλλά λιγότερες, διότι το προσωπικό αισθάνεται λιγότερο προσβεβλημένο από τους ασθενείς, διότι κατανοούν περισσότερο τους λόγους [ενν. για τη συμπεριφορά τους]. Στους ασθενείς αρέσει πάρα πολύ που προσκαλούνται στις διασκέψεις συζήτησης περιστατικών. Όχι σε όλους. Κάποιοι φοβούνται πολύ. Δεν θέλουν να μιλήσουν μπροστά σε 15 ανθρώπους. Αλλά σε κάποιους αρέσει πάρα πολύ, και μετά λένε «Ουάου! Όλες αυτές τις σκέψεις που κάνατε για μένα, δεν [τις είχα σκεφτεί]!», οπότε κάνει κάποιος καλή εντύπωση στους ασθενείς του, προσκαλώντας τους στις διασκέψεις που αφορούν στη διαχείριση των περιστατικών.
Κάποια πράγματα συμβαίνουν σπάνια. Το διάβασμα των εξιτηρίων επιστολών δεν συμβαίνει τόσο συχνά, αλλά κυρίως γιατί οι επαγγελματίες δεν γράφουν την εξιτήρια επιστολή αρκετά νωρίς, δηλ. συνήθως γράφονται εντός μίας ή δύο εβδομάδων αφότου ο ασθενής έχει φύγει. Είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνεις. Και νομίζω ότι μια καλά δομημένη συστημική παρέμβαση στις μονάδες χρειάζεται ακόμη πολλή βελτίωση.
Εδώ, είναι ένα δείγμα των ασθενών που είχαμε στην πρώτη εφαρμογή του προγράμματος SYMPA. Βλέπετε, είναι κυρίως ασθενείς με σχιζοφρένεια, ασθενείς με συναισθηματικές διαταραχές, ασθενείς με αντίδραση προσαρμογής και κατά τρίτο λόγο, οριακοί ασθενείς με διαταραχές προσωπικότητας. Και τώρα, ιδού το πρόβλημά μας. Δεν μπορέσαμε να δείξουμε [ενν. στατιστικά] ότι τα αποτελέσματα της δεκαπενθήμερης νοσηλείας έγιναν σημαντικά καλύτερα. Βλέπετε, το μέγεθος της επίδρασης των διαφορών είναι μικρό. Οπότε, δεν είμαστε ευτυχείς γι’ αυτό το εύρημα, αλλά γίνεται αρκετά εύκολα ερμηνεύσιμο, καθώς αυτό το νοσοκομείο λειτουργούσε αρκετά καλά και πριν [ενν. την εκπαίδευση], οπότε η μείωση των συμπτωμάτων ήταν καλύτερη απ’ ότι σε άλλα νοσοκομεία, ήταν αρκετά προοδευτικά νοσοκομεία. Το δεύτερο πρόβλημα ήταν ότι οι ενδονοσοκομειακές νοσηλείες ήταν μεν αρκετά μεγάλες, ώστε να μπορούν να δείξουν μείωση συμπτωμάτων, αλλά χρειάζεται περισσότερος χρόνος για τη βελτίωση των σταθερών διαπροσωπικών στυλ [ενν. αλληλεπίδρασης], και της ποιότητας ζωής, και της κοινωνικής στήριξης, συνολικά. Μετά την παρέμβαση, ήμουν πολύ δυσαρεστημένος με τε τα εργαλεία μέτρησης που χρησιμοποιήσαμε. Τελικά, ξεκινήσαμε να αξιολογούμε μετά την δωδέκατη ημέρα της εκπαίδευσης, που είναι κάπως νωρίς, και τα θεραπευτικά αποτελέσματα είναι πολύ διαφορετικά ανά νοσοκομείο! Είχαμε ένα νοσοκομείο με πολύ καλά αποτελέσματα, και ένα με πολύ άσχημα αποτελέσματα. Αυτό είχε να κάνει με την εσωτερική οργανωσιακή ποιότητα των νοσοκομείων.
Οπότε, το συμπέρασμά μου, το 2008, ήταν ότι η εκπαίδευση SYMPA λειτουργεί, ότι όταν χρησιμοποιείται, οι κλινικές πρακτικές αλλάζουν, η συνεργασία στην ομάδα είναι καλύτερη, η συνεργασία ανάμεσα στους γιατρούς και τους νοσηλευτές αλλάζει, αλλά τα συμπτώματα δεν μπορούσαν ακόμη να επιδείξουν μια συνολικά βελτιωμένη έκβαση για τον ασθενή.
Εάν δούμε τις συνθήκες, τι χρειάζεται ώστε το SYMPA να γίνει σημαντικό; Χρειάζεται καλή «από τα πάνω προς τα κάτω» υποστήριξη από τους διευθυντές/διοικητές των νοσοκομείων, όχι μόνο από τον ιατρικό διευθυντή, την οποίαν είχαμε, αλλά και από τον προϊστάμενο νοσηλευτή και τον διοικητικό διευθυντή, την οποία δεν είχαμε πάντα. Και τα νοσοκομεία πρέπει να σκέφτονται καλά, πριν την έναρξη: «Το θέλουμε αυτό;» Οπότε, σήμερα, έχουμε μια περίοδο αρκετών μηνών στους οποίους διαπραγματευόμαστε με το νοσοκομείο, περιγράφουμε τι θα κάνουμε, και συζητάμε «Το θέλετε πραγματικά;».
Έχουμε διαπιστώσει, ότι το ύφος της διδασκαλίας μας έχει βοηθήσει πολύ, ειδικά τους νοσηλευτές. Οι νοσηλευτές φοβούνται ότι θα είναι πολύ «ακαδημαϊκό», και ότι θα έρθουν μερικοί ιατροί και ψυχολόγοι, που μιλούν «ακαδημαϊκή γλώσσα», θα δίνουν βαρετές ομιλίες, και στο τέλος δεν θα ξέρουν τι να κάνουν. Οπότε, χρειάζεται να δοκιμάσει κανείς ένα πολύ ζωντανό, βιωματικό στυλ. Και νομίζω ότι είναι καλό να υπάρχουν και νοσηλευτές, ιδιαίτερα στο εκπαιδευτικό προσωπικό.
Νομίζω ότι όσο καλύτερη συνεργασία είχαμε μεταξύ του νοσοκομείου και των εξωνοσοκομειακών υπηρεσιών, τόσο το καλύτερο, και είναι κάπως δύσκολη σχέση αυτή, στα γερμανικά νοσοκομεία, ανάμεσα στους ιατρούς και τους νοσηλευτές, και υπάρχει πολλή διαπραγμάτευση γύρω από το ποιος είναι υπεύθυνος για τι, ποιος μπορεί να κάνει τι, ποιος δεν μπορεί να κάνει τι, και εάν αυτό γίνει σωστά, όπως στο αγαπημένο μας νοσοκομείο, δουλεύει εξαιρετικά. Εάν υπάρχει ισχυρή σύγκρουση ανάμεσα στον νοσηλευτή προϊστάμενο και τον ιατρικό διευθυντή, αυτό θα κάνει το όλο πρόγραμμα πολύ πολυπλοκότερο.
Βαλέρια Πομίνι: Μπορούμε να ρωτήσουμε κάτι σχετικά με τα αποτελέσματα της έρευνας;
JS: Ναι.
Β.Π: Αξιολογήσατε καθόλου τις τάσεις σχετικά με την υποτροπή και την επανανοσηλεία, ή τις ημέρες επανανοσηλείας;
JS: Όχι, όχι αυτή τη φορά.
Β.Π: Ή τις δόσεις των νευροληπτικών, για παράδειγμα…
JS: Το κάνουμε τώρα αυτό, στο πρόγραμμα, αλλά τότε δεν το κάναμε.
Β.Π.: …γιατί μπορεί να δείτε κάποια διαφορά ως προς αυτές τις παραμέτρους.
JS: Έτσι νομίζω, έτσι νομίζω.
Ερώτηση από το ακροατήριο: Αναφέρατε πόσα νοσοκομεία συμμετείχαν στο SYMPA;
JS: Ναι. Το ερευνητικό πρόγραμμα είχε τρία μόνο νοσοκομεία, οπότε εκπαιδεύσαμε τέσσερα νοσοκομεία το 2005, οπότε, 2003, 2005, 2006, μετά κάναμε μια παύση, και από το 2011 ξεκινήσαμε ξανά να εκπαιδεύσουμε ακόμη τέσσερα νοσοκομεία.
Και εάν έχετε ακόμη λίγη προσοχή, έχω πλατειάσει, πρέπει να τελειώσω… Σύντομα, σχετικά με το νέο πρόγραμμα: Αυτό είναι το SYMPA για ασθενείς με διανοητική αναπηρία. Βλέπετε φωτογραφίες ασθενών με σοβαρή διανοητική αναπηρία, που ζουν στην περιοχή γύρω από το Μόναχο, στη Νότια Γερμανία, και βλέπετε ότι ζουν σε υπέροχα αλλά απόμακρα μέση, όπως σε πρώην καθολικά μοναστήρια, όπως αυτό εκεί. Υπέροχα χωριά, πολύ όμορφα από άποψη ποιότητας κατοικιών, αλλά φυσικά πολύ απομονωμένα. Και αυτό είναι το ψυχιατρικό νοσοκομείο στο Μόναχο, και αυτό ο λευκός κύκλος δείχνει ένα μικρό σπίτι, αυτό είναι το οίκημα για τους ασθενείς με διανοητική αναπηρία, έχει 16 κλίνες. Είναι μικρή μονάδα.
Εκεί, θέλουμε να δούμε εάν μπορούμε να βοηθήσουμε τη μείωση των περιστατικών επιθετικότητας, και να ελαττώσουμε τις σωματικές καθηλώσεις των ασθενών. Και θέλουμε να βοηθήσουμε τους επαγγελματίες που εργάζονται εκεί να παραμένουν περισσότερο σε αυτό το πλαίσιο, να παραμένουν περισσότερο υγιείς και να περνούν καλύτερα στη δουλειά τους. Αυτή η δουλειά είναι ιδιαίτερα σκληρή. Οι ασθενείς με διανοητική αναπηρία, όταν δεν μπορούν να καταλάβουν μια κατάσταση, κάποιοι από αυτούς μπορεί να σε χτυπήσουν, ή να αυτοτραυματιστούν, ή να χτυπήσουν το κεφάλι τους στην πόρτα, ή να καταστρέψουν έπιπλα. Και εάν είσαι παρών, ως επαγγελματίας, πρέπει να είσαι προσεκτικός, να μην χτυπηθείς και ο ίδιος. Οπότε, είσαι μονίμως φοβισμένος, «μπορεί να μου συμβεί κάτι;». Και εάν μπορείς να το αποφύγεις, πηγαίνεις κάπου αλλού. Συνεπώς, έχουν μεγάλη διακύμανση [ενν. ως προς το προσωπικό], και η δουλειά δεν είναι πάντα ελκυστική για καλά εκπαιδευμένους επαγγελματίες. Στην έρευνα, κοιτάζουμε θέματα όπως η επαγγελματική εξουθένωση του προσωπικού, το κατά πόσο μπορούν να εργαστούν στο πλαίσιο, η αίσθηση συνεκτικότητάς τους, και η εκτίμησή τους σχετικά με την συναισθηματική ατμόσφαιρα στον θάλαμο. Καταγράφουμε ακριβώς πόσα περιστατικά επιθετικότητας συμβαίνουν, πόσες καθηλώσεις συμβαίνουν, πόσο συχνά αλλάζουν οι φαρμακευτικές αγωγές, και πόσο συχνά οι άνθρωποι εναλλάσσουν περιβάλλοντα διαβίωσης, μεταξύ του νοσοκομείου και το σπιτιού.
Συμμετέχουν ένα νοσοκομειακό τμήμα, οκτώ στεγαστικές δομές ασθενών, και 75 επαγγελματίες ψυχικής υγείας που προέρχονται και από τους δύο τύπους ιδρυμάτων, πενήντα από τις στεγαστικές δομές και 25 από τα ψυχιατρικά πλαίσια. Ξεκινήσαμε την εκπαίδευση το 2014, θα τελειώσει τον Ιούνιο του 2016, και λαμβάνουμε συστηματικά μετρήσεις για την υγεία των εργαζομένων και τα περιστατικά επιθετικότητας. Θέλουμε να κάνουμε δύο επαναληπτικές μετρήσεις, το 2017 και το 2018. Επίσης, τώρα ξεκινήσαμε να παρακολουθούμε 16 ασθενείς, ως προς τα γεγονότα ζωής τους, επί έναν χρόνο. Ένα νέο μέλος της ομάδας, μια ψυχολόγος από το Μόναχο, θα ταξιδεύει, και ανά 3 μήνες θα επισκέπτεται τους ασθενείς και τις οικογένειές τους, και θα πραγματοποιεί μια συνέντευξη μαζί τους, ώστε να έχει εικόνα του τι συμβαίνει, ώστε να αναπτύσσουμε ιστορίες που δεν είναι μόνο «αριθμοί».
Εντάξει, νομίζω ότι έχω μιλήσει επί μακρόν, σας ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό το εύρος της προσοχής σας!
[χειροκροτήματα]