Ε.Ε.Σ.ΣΚΕ.Ψ.Ο. - Επιστημονική Εταιρεία Επαγγελματιών Ψυχικής Υγείας

ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ, ΑΠΑΤΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑΤΑ (Η ΔΙΑΦΘΟΡΑ ΩΣ ΨΥΧΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗΣ ΤΩΝ ΟΡΙΩΝ ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ)

  • Σωτήρης ΜανωλόπουλοςΨυχίατρος- Παιδοψυχίατρος, Ψυχαναλυτής
  • διαφθορά
  • διαφοροποίηση
  • ατομικοποίηση
  • παθολογικός ναρκισσισμός

Βασίζεται στην εργασία που διαβάστηκε στην Ημερίδα της Εταιρείας Σπουδών με τίτλο «Μορφές διαφθοράς στον σύγχρονο κόσμο», που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα την Πέμπτη 27 Νοεμβρίου, 2014.


Περίληψη

Τα φαινόμενα της διαφθοράς είναι οικουμενικά. Σε αυτήν την εργασία η διαφθορά μελετάται ως μια εγγενής συνιστώσα της ανθρώπινης φύσης και ως μια εγκληματική παθολογία. Αυτό που ενώνει τις δύο αυτές εκφάνσεις της διαφθοράς είναι μια διαταραχή της σκέψης. Η διαταραχή της σκέψης αφορά την κυριαρχία του παθολογικού ναρκισσισμού και την κατάργηση των διαφορών μεταξύ εαυτού και άλλου. Με ριζικές διχοτομήσεις -αναγνώριση και ταυτόχρονα διάψευση- των συναισθημάτων που μας συνδέουν με τον εαυτό μας και τους άλλους, το άτομο αφαιρεί τον εαυτό του ως υποκείμενο των επαναλήψεων και των φαντασιώσεών του, με αποτέλεσμα να μην αισθάνεται καμιά ηθική ευθύνη για τον άλλον. Το ερώτημα δεν είναι πώς ένα σύστημα (άτομο, οικογένεια, ομάδα, κοινότητα) μπορεί να τιμωρήσει αλλά πώς να περιέξει τα φαινόμενα της διαφθοράς.

Λέξεις Κλειδιά : διαφθορά, διαφοροποίηση, ατομικοποίηση, παθολογικός ναρκισσισμός.

Τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με πολλές καταμετρήσεις το φαινόμενο της διαφθοράς έχει εξαπλωθεί οριζόντια, καταλύοντας τις διαφοροποιήσεις. Δίνει την εικόνα μιας επιδημίας που θέτει ενώπιόν μας την ιδέα μιας επανάληψης και μιας φαντασίωσης παντοδυναμίας. Ο Φουέντες στο «Κάθισμα του Αετού» θέτει το ερώτημα: γιατί οι πολιτικοί αφήνουν τόσα εμφανή ίχνη της διαφθοράς τους; Η απάντησή του: διότι αισθάνονται παντοδύναμοι. Αγνοούν τη πραγματικότητα. Θα πρόσθετα ότι θέλουν να αποκαλυφθούν, να εκτεθούν, να αφήσουν τους εαυτούς τους έκθετους και να επιδειχθούν.

Ο νευρολόγος Owen (2012), πρώην υπουργός εξωτερικών της Βρετανίας δανείστηκε από την αρχαία Ελλάδα την έννοια της Ύβρεως και περιέγραψε τους πολιτικούς που δείχνουν τεράστια αυτοπεποίθηση και δεν υπολογίζουν τους φραγμούς προκειμένου να επιτύχουν αυτό που θέλουν. Υπάρχουν μελέτες (κοινωνιολόγων, ιστορικών) του φαινομένου της «ενδημικής» και «διαρθρωτικής» διαφθοράς. Εγώ θα ασχοληθώ με ορισμένους τρόπους σκέψης που μας καθιστούν διαθέσιμους στην διαφθορά. Θα προσεγγίσω την διαφθορά με την καθημερινή μας αμφιθυμία: ως εγγενές φαινόμενο της ανθρώπινης φύσης και ως εγκληματική παθολογία.

Ο David Mamet στο έργο του « Οικόπεδα με Θέα » βάζει έναν μεσίτη να λέει σε έναν άλλο που αντιστέκεται να κάνουν μια «κομπίνα»: Δεν μπορείς να αρνηθείς. Με άκουσες! Άρα είσαι ένοχος κι εσύ. Το ότι άκουσε την πρόταση να στήσουν μια απάτη σημαίνει ότι ενέχεται κι αυτός. Έχει πρόθεση, άρα είναι ένοχος. Επειδή είναι εκεί και άκουσε την πρόταση της διαφθοράς έχει κι αυτός μερίδιο της σκέψης της, όπως έχει κανείς στην κατοχή του μια παράνομη ουσία, που κάποιος του έχωσε στην τσέπη. Είναι ένοχος επειδή άκουσε; Επειδή σιώπησε;

Έχουμε πολλά επίπεδα «σιωπής» που μας προστατεύουν από την πραγματικότητα.  Τα παιδιά μαθαίνουν νωρίς πόσο ευάλωτη είναι η ικανότητα των γονιών τους να τα συναισθάνονται. Πρέπει να τους ευχαριστήσεις για να σε φροντίζουν. Θεμέλιο της ανάπτυξης είναι η ικανότητα να λένε «όχι», να διακρίνουν το ευχάριστο και το δυσαρεστο, το μέσα και έξω, το πραγματικό και το φαντασιακό. Μαθαίνουν όμως νωρίς ότι είναι αναγκαίο αλλά επικίνδυνο να ακούνε, να μιλάνε, να συνδέονται, να αρνούνται, να διαφοροποιούνται, και να αποφασίζουν ποια είναι η πραγματικότητα. Η ικανότητα του βρέφους να δημιουργεί δεσμούς είναι έμφυτη: οφείλεται στη βιολογική του ανωριμότητα. Θα πέθαινε αν δεν μπορούσε να στείλει ένα σήμα για να ακουσθεί από τη μητέρα του, η οποία θα του δώσει σημασία, και έτσι αξία επικοινωνίας. Για τον Freud (1895), η ειδική αυτή πράξη είναι η αρχή της ηθικής.

ΙΙ

Εν αρχή είναι η πράξη. Η πράξη της ενόρμησης ξεκινά από το σώμα και μέσω του άλλου ποιεί τον εαυτό. Η πράξη είναι μια σύνδεση μεταξύ αυτού που κάνω στον άλλο έξω και αυτού που είμαι μέσα μου. Εάν η ανάγκη μου να πράξω και να εκφράσω τον εαυτό μου εμποδίζεται τότε αντιδρώ με βία. Στην αρχή το βρέφος είναι ο κόσμος όλος και πράτει χωρίς έλεος για τον άλλο. Βαθμιαία αποκτά σημασία το να χάσει τον άλλο, ο άλλος αποκτά νόημα, γίνεται δηλαδή αντικείμενό του. Αρχίζει να θέλει να επανορθώσει. Τότε αρχίζει η αγωνία: Παραλύει την πράξη του από φόβο μη χάσει τον εαυτό του ή μην κάνει κακό στον άλλο; Τολμά να κάνει  πράξη τη σκέψη για να ξέρει πόσο μακριά μπορεί να φτάσει;

Αν είναι αλήθεια ότι η βιολογία καθιστά τον άνθρωπο ζώον πολιτικόν και τη Πόλη φυσικό φαινόμενο, τότε πρέπει να δεχθούμε ότι αυτή η έμφυτη ικανότητα καθιστά τη διαφθορά φυσικό φαινόμενο. Από την αρχή της ζωής, αβοήθητοι, σε εξάρτηση από τους άλλους, έχουμε εγγράψει βαθειά μέσα μας την επαφή με την πραγματικότητα ως οδυνηρή και τραυματική και έχουμε καλλιεργήσει ένα μίσος προς την αλήθεια (Bion, 1965). Μερικές φορές είναι υγιές να κάνεις τα στραβά ματια. Το «ψεύδος» της μητέρας έχει μια θετική επίδραση, ντύνει το σώμα να μην είναι γυμνό, λέει στο αβοήθητο άτομο βρέφος πως δεν υπάρχουν πόλεμοι, πείνα, καταστροφές, οικονομική κρίση, κρατά ένα χρόνο αυταπάτης. Αργότερα το ίδιο το άτομο «ντύνει» την πραγματικότητα, την «πειράζει» για να την κάνει υποφερτή.

Η λέξη «σαγήνη», στη λατινική εκκλησιαστική γλώσσα σήμαινε ψέμα, προδοσία, διαφθορά. Στη γλώσσα της ψυχανάλυσης, η σαγήνη είναι πρωτογενής φαντασίωση, που καθιστά την παρουσία του άλλου μια επίδραση που δομεί τον ψυχισμό. Με το «ψεύδος» της μητέρας, της πρώτης σαγηνεύτρας, αφυπνίζεται το βρέφος στη ζωή, στο στήθος της (Freud, 1905· Laplanche, 1992). Το «ψεύδος» είναι η μεταφορά από το σώμα, την ανάγκη, το γάλα… στο στήθος, στην επιθυμία, στην αναπαράσταση, στη φαντασίωση, στον άλλο που γίνεται αντικείμενο του έρωτα, της επιθετικότητας, της γνώσης, της φιλίας μας. Το μωρό δικαιούται να ζήσει μια φάση νόμιμης αυταπάτης. Μετά από μια πραγματική ικανοποίηση στο στήθος, αφήνεται την επόμενη φορά να ανακαλέσει ψευδαισθητικά την ικανοποίηση ενώ πιπιλίζει το δάκτυλό του. Ενώ φαντάζεται το στήθος η μητέρα έρχεται και του το δίνει. Τότε το μωρό πιστεύει ότι αυτό δημιούργησε την παρουσία της και ό,τι υπάρχει στον κόσμο. Πιστεύει ότι ο κόσμος υπάρχει επειδή αυτό το επιθυμεί, αν σταματήσει να ψευδαισθητοποιεί την ικανοποίηση, να φαντάζεται, και να αισθάνεται ο κόσμος θα σταματήσει να υπάρχει. Σταδιακά, η μητέρα εισάγει την πραγματικότητα σε μικρές ποσότητες (Winnicott, 1971). Η νόμιμη αυταπάτη διατηρείται σε όλη τη ζωή μέσα στις ασυνείδητες διαδικασίες (φαντασιώσεις, όνειρα) σαν ένα δυναμικό «χαράς της ζωής», μια βασική εμπιστοσύνη, μια πίστη στην αθανασία. Η παντοδυναμία προβάλλεται στους γονείς. Βαθμιαία το παιδί εσωτερικεύει τις εξιδανικευμένες εικόνες των γονιών και οργανώνει τις λειτουργίες που ονομάζουμε Ιδεώδες του εγώ. Αυτές είναι μέρος του συνόλου των λειτουργιών που καλούμε Υπερεγώ. Αυτό που το παιδί προβάλλει μπροστά του ως ιδεώδες είναι «το υποκα­τάστατο για τον χαμένο παράδεισο της παιδικής του ηλι­κίας…». (Freud, 1914).

ΙΙΙ

Ο Hanly (1984) διέ­κρινε το ιδεώδες του εγώ από το ιδεώδες εγώ. Το ιδεώδες εγώ υποδηλώνει μια κατάστα­ση του  είναι  ενώ το ιδεώδες του εγώ μια κατάσταση του  γίγνεσθαι : "Το ιδεώδες εγώ …πιστεύει ότι του έχει δοθεί του ίδιου η εγγύηση μιας τε­λειότητας... Το ιδεώδες του εγώ, εν αντι­θέσει, αναφέρεται σε μια τελειότητα που οφείλει να επι­τευχθεί (στο μέλλον), αναφέρεται σε ένα (δυνητικά) πραγματοποιήσιμο αλλά όχι πραγματοποιημένο δυνα­μικό, είναι μια ιδέα τελειότητας προς την οποία το εγώ οφείλει να τείνει... Το ιδεώδες του εγώ εγκαθιστά σκο­πούς, στόχους, προθέσεις για δραστηριότητα του εγώ και πιο ειδικά για ωρίμανση... κρατά εμπρός στο εγώ ένα πεπρωμένο» (σ. 253). Στο τέλος της εφηβείας συνθέτουμε ένα ώριμο ιδεώδες του εγώ που ρυθμίζει την αυτοεκτίμησή μας, εσωτερικεύουμε την ηθική της κοινότητας, αυτοπροσδιοριζόμαστε, δεσμευόμαστε, υπερασπίζουμε το συμφέρον μας και το κοινό καλό. Πάντα υπάρχουν συγκρούσεις συμφερόντων αλλά αναγνωρίζουμε την πραγματικότητα, δηλαδή σεβόμαστε το δικαίωμα στη διαφορά του άλλου. Η αίσθηση της πραγματικότητας δομείται με ικανοποιήσεις και στερήσεις από την αρχική τελειότητα της ναρκισσιστικής ένωσης με τη μητέρα, όπου το βρέφος αισθάνεται ότι είναι ο κόσμος όλος. Αυτή την τελειότητα αναζητάμε στη διαφθορά. Όπου δεν αναγνωρίζεται η διαφορά επικρατεί η διαφθορά.

Υπάρχει μια σαφής ποιοτική διαφορά ανάμεσα στον θετικό ναρκισσισμό, την αγάπη και φροντίδα για το συμφέρον και την ευημερία του εαυτού, και στον παθολογικό ναρκισσισμό όπου επικρατεί ο φθόνος και η καταστροφή του ναρκισσισμού του άλλου. Η «ιδιοτελής κοινωνία», αποτελείται από άτομα ή ενώσεις ατόμων που δρουν για να ικανοποιήσουν προσωπικά τους συμφέροντα, εις βάρος των άλλων (Κουτσούκης, 1997).  Συνιστά μια μείζονα αντίσταση στην κοινωνία των πολιτών, που εργάζονται για το συλλογικό συμφέρον. Ο Μάρκοβιτς (2013), ακολουθεί τα ίχνη του οικονομικού εγκληματία στη «σκοτεινή τριάδα» του «παθολογικού ναρκισσισμού», της «ψυχοπαθητικότητας», του «μακιαβελισμού». Κοινό σημείο αυτών είναι: η ανικανότητα του ατόμου να συναισθανθεί τον άλλο, η μοχθηρία, η συναισθηματική ψυχρότητα και η χρόνια επιθετικότητα. Η απάτη υπόσχεται μια αιώνια βεβαιότητα. Αντίθετα, η ηθική είναι αβέβαιη, διότι συνδέεται με τα όρια του προβλέψιμου, με τις αυταπάτες. Γιατί να φαντάζεται κανείς με αλαζονεία ότι δικαιούται άπειρο πλούτο, θαυμασμό; «Διότι το αξίζω», απαντά. Αφού «είμαι ο κόσμος όλος». Δρα λοιπόν μια φαντασίωση παντοδυναμίας όπου κανείς πιστεύει ότι διχάζει τον εαυτό, αποβάλλει από μέσα του το ανεπιθύμητο οδυνηρό κομμάτι του και το τοποθετεί σε έναν άλλο ο οποίος έκτοτε θα λειτουργεί σαν αυτό (Bion, 1962). Είναι αποτέλεσμα αυτής της φαντασίωσης που οι ίδιοι  που κάνουν πράξεις διαφθοράς κατηγορούν το κατεστημένο και την εξουσία: είναι όλα «σάπια»!. Οφείλουμε να μελετήσουμε τις λειτουργίες των διχασμών, των μηχανισμών με τους οποίους αναγνωρίζουμε και ταυτόχρονα διαψεύδουμε μια τραυματική αντίληψη της πραγματικότητας. Οι διχασμοί εντός του ατόμου και εντός των ομάδων δίνουν στις συμπεριφορές της διαφθοράς την «άπιαστη» ιδιότητα να γλιστρούν διαρκώς από τον έλεγχο σκέψης: το ένα μέρος του εγώ δρα, το άλλο αγνοεί… δεν είναι εκεί να αναγνωρίσει [δηλαδή να εντοπισθεί σε] αυτό που κάνει.

IV

Είναι γνωστή η γοητεία που ασκεί ο ψυχοπαθητικός (αντικοινωνικός) χαρακτήρας στους «κοινούς θνητούς» με τη μεγαλομανία, την άνεση, την ελαφρότητα, την έλλειψη σεβασμού, την ανεμελιά απέναντι σε περιορισμούς των κοινωνικών ηθικών επιταγών, την απουσία δεσμεύσεων, την ευρυμάθεια, την προσήνεια, την κοινωνικότητα, την προσαρμοστικότητα, την ικανότητα να χειρίζεται καταστάσεις, να χειραγωγεί, να λέει ψέματα, να εξαπατά και να προκαλεί βλάβη στους άλλους για να επιτυγχάνει τους εγωιστικούς ωφελιμιστικούς στόχους του. Κάτω από αυτό το προσωπείο διακρίνεται η ανικανότητά του να αισθανθεί ενοχή. Επιφανειακά μετανοεί. Την αιδώ με την αρχαία έννοια δεν την αισθάνεται. Ναρκισσιτική ντροπή και συντριβή αισθάνεται στιγμιαία αλλά τη μετακυλύει αμέσως σε ένα θύμα του. Είναι δέσμιος της ανάγκης να επιδεικνύεται. Δεν μπορεί να μείνει πιστός σε κανέναν άλλον εκτός του εαυτού του. Στο κέντρο της παθολογίας είναι η ανικανότητά του να αισθανθεί ενοχή και επιθυμία επανόρθωσης. Ο ψυχοπαθητικός έχει ανάγκη να προκαλεί το περιβάλλον ώστε να αντιδράσει με ορισμένους τρόπους. Αναζητά ένα χαμένο αντικείμενο, έναν άλλο που είχε νόημα γι αυτόν. Αλλά το νόημα του άλλου, της μητέρας, έχει χαθεί. Επομένως, έχει χαθεί και η δυνατότητα του τρίτου, του πατέρα, ως ορίου. Μένει μόνο η υλική πλευρά της μητέρας, του στήθους που προσφέρει εκτόνωση της έντασης (τη βιώνει ως ανάγκη) αλλά όχι αληθινή εμπειρία ικανοποίησης μιας επιθυμίας που μπορεί να γίνει σκέψη. Ο άλλος είναι μόνο μια διεκπεραίωση, μια εξυπηρέτηση.

Ο Rangel (1985, σ. 166) στην υπόθεση Νiξον άκουσε στο επιχείρημα «όλοι το κάνουν αυτό», ότι «δεν έγινε και τίποτα», όλοι το ίδιο αισθάνονται, δεν διαφοροποιούνται, δεν υπάρχει ατομική ευθύνη. Τότε γινόμαστε ελαστικοί με τα πλαίσια, και λέμε, εντάξει, στο βάθος όλοι το ίδιο θέλουμε, άρα κι εμείς ίδιοι είμαστε.

Το ερώτημα όμως είναι πώς η νόμιμη αυταπάτη της αίσθησης της τελειότητας γίνεται παθολογική ναρκισσιστική πεποίθηση ότι οι άλλοι μας οφείλουν; Αυτή η αίσθηση  παρατηρείται σε στενές οικογενειακές σχέσεις. Ο νεποτισμός και η διαφθορά συνιστούν επαναλήψεις διαιώνισης στενών σχέσεων εύνοιας, καταργησης ορίων, μη διαφοροποίησης, ταυματικής έκθεσης στην παιδική ηλικία και θυσίας της αυτονομίας. Ο παθολογικός ναρκισσισμός είναι στο κέντρο της εξαπάτησης του ψυχοπαθητικού. Δεν μιλάμε για δολοφόνους. Μιλάμε για καθημερινούς ανθρώπους της διπλανής πόρτας. Σε μια διαφήμιση στους κινηματογράφους, πριν χρόνια, ένας νέος άνδρας, μόνος, κοιτάζει κατάματα το ακροατήριο και λέει ειρωνικά [κάπως έτσι]: 35% από σας κάνατε την εξής παράβαση [πχ. κλέβετε την εφορία], 25% κάνετε την άλλη παράβαση [πχ. απατάτε την/τον σύζυγό σας], 19% κοκ… Και όμως φαίνεστε όλοι καθημερινοί [ordinary] άνθρωποι. Αλλά κι εσείς νομίζετε ότι εγώ πίνω ένα καθημερινό Ουίσκι. Διαφήμιζε το Canadian Whisky.

Πολλοί από μας έχουμε ανάγκη να πιστεύουμε αυτά που μας λένε χωρίς να τα εξετάζουμε, χωρίς να τα καταλαβαίνουμε. Δίνουμε στον άλλο τη δίπλα θέση, του ναρκισσιστικού διπλού μας, για να μας διπλαρώσει.

V

Ο Freud (1896) παρατήρησε ότι στη νεύρωση η εσωτερίκευση της ενοχής και η ικανότητα αναγνώρισης της αυτομομφής είναι προστατευτική για τον ψυχισμό, διότι «θέτει στη συζήτηση», εισάγει στη συνείδηση, με την επανάληψη, ανεπεξέργαστα ίχνη προς παράσταση. Αυτή η προστασία απουσιάζει στην παράνοια  (σ. 184). Η ανάγκη να προδώσεις τον άλλο, και να τον εξαπατήσεις, συνδέεται με τη παράνοια (Jacobson, 1969). Αυτός που στην παιδική ηλικία έχει εκτεθεί τραυματικά εκθέτει τον εαυτό του και τους άλλους σε τραυματισμούς.

Ο Green (1986, σ. 101) υποστήριξε ότι μια λανθάνουσα παράνοια βρίσκεται στη βάση ενός πολιτισμού. Η ταυτότητα μιας κουλτούρας επιβεβαιώνεται μέσα από την απόρριψη των μη αποδεκτών στοιχείων. Αυτή η κοινωνική παράνοια μπορεί να συναντήσει την ατομική παράνοια, με αποτέλεσμα να κοπούν οι συνδέσεις αισθήσεων του σώματος, λέξεων, νοημάτων, και αντικειμένων, που καθιστούν εφικτή την ενοχή.

Ο παρανοϊκός πάσχει από ελλειμματικό φυσιολογικό αυτοερωτισμό και απουσία του ναρκισσιστικού διπλού. Του λείπει το βλέμμα της μητέρας που καθρεπτίζει. Γι αυτό «θεραπεύει» την παράνοια με την επιδειξιομανία (Botella, 2005). Την ανάγκη να αποκαλυφθούν, επιδειχθούν, έχουν όσοι κάνουν πράξεις διαφθοράς. Υπάρχει ένα συνεχές μεταξύ διαφθοράς-παράνοιας-έλλειψης βλέμματος της μητέρας-παθολογικού ναρκισσισμού-προδοσίας-επιδειξιομανίας. Για τον Erlich (2013) η διαφθορά συνδέεται με τα δυναμικά της παράνοιας. Η διαφθορά σε μια κοινωνία είναι ισοδύναμο της παλινδρόμησης του παρανοϊκού. Οι θεσμοί μπορούν να γίνουν καθαρές καλλιέργειες διαφθοράς.

Γιατί μόλις αρχίζει ένας θεσμός να οργανώνεται αρχίζει η «παραοικονομία» του, και η διαφθορά, ως αναπόσπαστο κομμάτι της ισορροπίας του; Στην οργάνωση των θεσμών και του κράτους συγκλίνουν και αποκλίνουν ατομικές, διαπροσωπικές και θεσμικές επαναλήψεις και φαντασιώσεις βίας, κυριαρχίας, νομιμοφροσύνης, υποταγής, εξέγερσης, διαφθοράς. Τα πλαίσια των θεσμών απορροφούν τα αδιαφοροποίητα ίχνη, μας δίνουν την ασφάλεια ενός ελεύθερου χώρου, για να λειτουργούμε.

Ο Bleger (1967) μελέτησε αυτά τα «ψυχωτικά» (με την έννοια ότι σε αυτά δεν διαφοροποιούνται ο εαυτός από τον άλλο) πρωτόγονα ίχνη ως μια παραοικονομία του ψυχισμοιύ αλλά και των θεσμών στα πλαίσια των οποίων κατατίθενται  ως απαραίτητο, για την οικονομία της λειτουργίας του θεσμού, υλικό. Αν τα πλαίσια είναι ευέλικτα και μπορούμε να τα αναταράσσουμε, τα αμεταβόλιστα ίχνη κινητοποιούνται και δίνουν υλικά προς επεξεργασία και δημιουργία νέων συμβολικών αναπαραστάσεων, γεγονός που ανοίγει την προοπτική μας για το μέλλον. Αν τα πλαίσια είναι δύσκαμπτα, τα αδιαφοροποίητα ίχνη ζητούν αυτό-κατευνασμό στην «τελειότητα» της βρεφικής παντοδυναμίας, σε αθώες πράξεις όπως ένα ποτήρι ουίσκι ή σε πράξεις διαφθοράς, αποφεύγοντας την οδύνη της εργασίας του πένθους της απώλειας της παντοδυναμίας, και της συμβολοποίησης.

Η οργάνωση των ορίων κάθε συστήματος με νόμους, είναι ένα «πείραμα» που ορίζει το πεδίο του με μια ορισμένη λογική. Αυτή η οργάνωση αυτόματα συνεπάγεται ότι ένα μεγάλο μέρος των στοιχείων του αφήνεται έξω, στο περιθώριο, στην «παρανομία», στην «παραοικονομία», και εκδηλώνεται σε πρακτικές μαγείας, σε θεωρίες συνομωσίας, σε ενναλλακτικές «θεραπείες» (διαθερμίες, θετικές ενέργειες, ξεμάτιασμα, κλπ) για σοβαρές σωματικές ασθένειες.

Η οργάνωση των ορίων σημαίνει μια επιλογή, μια άρνηση που διακρίνει τι είναι έξω και τι είναι μέσα, τι υπάρχει στην πραγματικότητα. Σε περιπτώσεις θετικού ναρκισσισμού [καλοήθους αγάπης για το συμφέρον του εαυτού] επικρατούν τα μεταβατικά αντικείμενα του πολιτισμού (καλές τέχνες, καλή πολιτική, κλπ) όπου συνυπάρχουν δημιουργικά τα αντίθετα, και πραγματοποιούν μια νόμιμη αυταπάτη, όπως στα όνειρα, χωρίς να καταστρέφουν την επαφή με την πραγματικότητα. Σε συνθήκες παθολογικού ναρκισσισμού επικρατεί ο φθόνος, η καταστροφικότητα για τη διαφορά που έχει ο άλλος και τότε η οργάνωση των ορίων ενός θεσμού δεν είναι δημιουργική, είναι διαστροφική, δηλαδή διαψεύδει την παραγματικότητα (Winnicott, 1971, Green, 1986).

Οι θεσμοί αυτο-οργανώνονται με επαναλήψεις και φαντασιώσεις ατόμων και ομάδων, με διαυγείς καταστατικές διατάξεις. Εναρμονίζονται, όμως, με το σύνολο της κοινωνίας; Ενισχύουν τις λειτουργίες δοκιμασίας της πραγματικότητας, τις ηθικές δεσμεύσεις και τα ιδανικά όλων μας; Σε περιπτώσεις μεγάλης απόκλισης κυριαρχεί ο κυνισμός των ελίτ. Τότε, η παλινδρόμηση εντός του θεσμού διαλύει τους δεσμούς γνώσης της πραγματικότητας και κατακερματίζει τους δεσμούς μεταξύ αναγκών, αξιών, πιστεύω και προσδοκιών. Η επιθετικότητα διηθεί τα πάντα. Είτε προβάλλεται έξω δημιουργώντας εχθρούς (ακραίες ομάδες μίσους), είτε στρέφεται στο εσωτερικό των θεσμών ως διαφθορά (κυκλώματα απάτης).

Το θέμα της διαφθοράς δεν αντιμετωπίζεται αν μπούμε σε μια λογική καταδίωξης. Χρειάζεται να σκεφθούμε πώς ως άτομα, συστήματα, οικογένειες, κοινότητες, μπορούμε να αναγνωρίζουμε, να συμβολοποιούμε, να αντέχουμε την επαφή μας με την πραγματικότητα και να εμπεριέχουμε το φυσικό φαινόμενο της διαφθοράς των δεσμών (Sher, 2010).

Διαφθορά σημαίνει ότι οι ανάγκες και οι επιθυμίες μας μπορούν να ικανοποιηθούν χωρίς να υπόκεινται σε κανονιστικούς, συμφωνημένους ελέγχους. Απαιτεί παλινδρομημένες καταστάσεις σε πιο πρωτόγονους τρόπους λειτουργίας, που συνυπάρχουν ταυτόχρονα με πιο ώριμους. Τα δυναμικά τους πρέπει να τα δούμε με μια ανοχή της «καταθλιπτικής» αμφιθυμίας στο πλαίσιο, πρώτον: μιας φυσικής και εγγενούς τάσης του ανθρώπου να διαφθείρει τους δεσμούς του με τους άλλους, και την ικανότητα να λέει όχι και να οργανώνει τον κόσμο του, και δεύτερον: στο πλαίσιο του παθολογικού ναρκισσισμού, του φθόνου της διαφοράς του άλλου, των διχασμών και της παλινδρόμησης της ομάδος.

Βιβλιογραφικές αναφορές

Bion, W. R. (1962).  Learning From Experience , London: Tavistock.

Bion, W.R. (1965).  Transformations: Change From Learning to Growth , London: Tavistock.

Bleger, J. (1967). Psycho-analysis of the psycho-analytic frame.  _International Journal of Psychoanalysis, _ 48: 511-519.

Botella, C. και Botella,S. (2005):  The Work of Psychic Figurability. Mental States Without Representation. ΜεεισαγωγήτουMichael Parsons. Hove & New York: Brunner-Routledge.

Erlich, S. (2013). The Couch in the Marketplace. Psychoanalysis and Social Reality. London: Karnac.

Freud, S. (1895): Project for a Scientific Psychology,  Standard Edition 1 .

Freud, S. (1896). Further remarks on the neurospsychoses of defence.  S. E. 3.

Freud, S. (1905): Three Essays in the Theory of Sexuality,  S.E. 7 .

Freud, S. (1914): On Narcissism: An introduction.  S. E. 14.

Green, A. (1986)  _On Private Madness. _ London: Hogarth Press.

Hanly, C. (1984): Ego ideal and ideal ego.  International Journal of Psychoanalysis , 65:253-261.

Jacobson, E. (1969).  _The Self and the Object World, _ New York: International Universities Press.

Κουτσούκης, Κ. (1997).  Παθολογία της Πολιτικής. Όψεις της Διαφθοράς στο Νεοελληνικό Κράτος.  Αθήνα: Παπζήση.

Laplanche, J. (1992). Seduction, translation, drives. A dossier edited by John Fletcher & Martin Stanton.Translated by Martin Stanton.London: Psychoanalytic Forum, Institute of Contemporary Arts London.

Μάρκοβιτς, Γ. (2013). Στα Ιχνη του Οικονομικού Εγκληματία. Εγχειρίδιο Θεωρίας και Πρακτικής. Θεσσαλονίκη: Univesity Studio Preess.

Owen, D. (2012). The Hybris Syndrome. Bush, Blair and the Intoxication of Power. London: Methuen.

Rangel, L. (1985). Defense and resistance in analysis and life. In H. P. Blum (Ed)  _Defese and Resistance. Historic perspectives and Curret Concept. _ New York: international university press.

Sher, M. (2010). Corruption. Aberration or an inevitable part of human condition? Insight from a ‘Tavistock’ Approach.  Organizational and Social Dynamics , 10: 40-55.

Winnicott, D.W. (1971):  Playing and reality , London: Tavistock.

Διαβάστε το επόμενο άρθρο:

ΑΡΘΡΟ 9/ ΤΕΥΧΟΣ 6, Απρίλιος 2015

Βιβλιοπαρουσίαση: Titus Milech Ο ΤΟΠΟΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ

Κάτια Χαραλαμπάκη, Ψυχίατρος –Συστημική Ψυχοθεραπεύτρια
Επόμενο >

ΚΑΝΤΕ ΜΙΑ ΔΩΡΕΑ

Υποστηρίξτε την έκδοση του ηλεκτρονικού περιοδικού "Συστημική Σκέψη & Ψυχοθεραπεία" κάνοντας μια δωρεά.Δωρεά