Εκδόσεις Επιλογή/Θύραθεν, Θεσσαλονική 2014
«Ο τόπος του εγκλήματος» είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό, και συγκλονιστικό στην ανάγνωσή του, βιβλίο που έχει τη ματιά του ιστορικού και πολιτικού, τη γλώσσα του ψυχαναλυτή και τη βαθιά ανθρώπινη οδύνη, καθώς στοχάζεται πάνω στη Γερμανία του ναζισμού.
Πώς ήταν δυνατόν να συμβούν όλα αυτά; Πώς ήταν δυνατόν κοινότοποι άνθρωποι (Hana Arend) να οδηγηθούν στο απόλυτο κακό; Αυτό το ερώτημα θέτει ο (Γερμανός) συγγραφέας, ερώτημα που έχει τεθεί 70 χρόνια τώρα από όλων των ειδών τους επιστήμονες, αλλά και από κάθε απλό άνθρωπο. Κι επίσης: Τι έγινε στη μεταπολεμική Γερμανία; Πώς οι Γερμανοί κοιτάχτηκαν αναδρομικά στον καθρέφτη, ποια εικόνα είδαν μέσα σ’ αυτόν;
Τα πυρηνικά ερωτήματα του έργου θεωρώ ότι αναδεικνύουν τέσσερα σημεία: διαπαιδαγώγηση, εξουσία, σιωπή, επανόρθωση.
Οι απαντήσεις του Titus Milech σχετίζονται με την εξερεύνηση της σύνθετης σχέσης του ατόμου με το οικογενειακό και κοινωνικό πλαίσιο, όπως και την κουλτούρα.
Κατά τον συγγραφέα η πρώτη απάντηση βρίσκεται στη διαπαιδαγώγηση που διακρίνεται από την αναζήτηση του ελέγχου πάνω στα πράγματα. Κυρίαρχη στην προτεσταντική-λουθηριανή γερμανική κουλτούρα είναι «η λατρεία των κατηχητών και των καθοδηγητών».
«Όντας παιδί πίστευα γενικά όλα όσα μου έλεγαν. Είμαι σίγουρος ότι εντελώς ασυνείδητα, υιοθετούσα την κυρίαρχη στάση του “να-μη-θέλεις-να-ξέρεις”».
«Η αρρώστια μου είναι η υπακοή».
«Ένα τέτοιο λοιπόν υποκείμενο, προκειμένου να μπορέσει να υπάρξει, χρειάζεται αναγκαστικά ένα στήριγμα ή μια ταύτιση. Ο ανύπαρκτος ή αδύναμος εαυτός θα “επιλέξει” αυτόματα να ταυτιστεί με ένα πρόσωπο ή και μια ιδεολογία που εκφράζει “δύναμη και μεγαλείο” κι έτσι θα συμμετάσχει σε ένα συλλογικό παραλήρημα μεγαλείου», που μας παραπέμπει στην ταύτιση με τον επιτιθέμενο και την παρανοειδή-σχιζοειδή θέση της Melanie Klein, «από τον ψευδή στον διασπασμένο εαυτό».
Ένας Βρετανός ψυχαναλυτής, ο Donald Meltzer, μίλησε για ένα είδος ναρκισσιστικής ταύτισης, την προσκολλητική ταύτιση. Αυτή ήταν μια διαδικασία ταύτισης που πραγματοποιείτο μέσα από τη μίμηση, με μια ρηχότητα, μέσα από «κατάποση», χωρίς ψυχικό χώρο. Εκεί ο χρόνος δεν υπονοείτο ως τετρα-διάστατος, έμοιαζε ακίνητος, δεν οδηγούσε πουθενά και στην πραγματικότητα δεν μεγάλωνες. Η γήρανση ήταν ένα είδος ατυχήματος, αποτέλεσμα κακού σχεδιασμού ή αμέλειας ή της επιθετικότητας των άλλων ανθρώπων. Κατά τον Meltzer αυτή η σύγχυση σε σχέση με τον χρόνο έχει να κάνει με αδυναμία κάποιου να εισέλθει στην καταθλιπτική θέση της Melanie Klein, που είναι μια μετάβαση από τον εγωκεντρισμό και ενασχόληση με τον εαυτό, την ασφάλεια και το βόλεμα, σε μια πρωταρχική έγνοια για το καλό των αντικειμένων του. Μπορεί κανείς να φανταστεί πώς σε έναν «μονολογικό κόσμο», ο αυτισμός δεν είναι πια αμιγώς μια έννοια της ατομικής ψυχοπαθολογίας, μια ψυχιατρική διάγνωση, είναι μια «μήτρα» για τη συμβολική κατασκευή ανθρώπινων σχέσεων και, θα μπορούσε κανείς να πει, της κυρίαρχης κουλτούρας σε μια δοσμένη εποχή (Meltzer, 1971).
Οι σκέψεις αυτές μας θυμίζουν την ταινία του Μάικλ Χάνεκε «Η λευκή κορδέλα» που παρουσιάζει πώς σε ένα μικρό γερμανικό χωριό, λίγο πριν την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η απάνθρωπη αγριότητα της παιδαγωγικής τύπου πατέρα Schreber του Φρόιντ οδήγησε μια ομάδα παιδιών να γίνουν δολοφόνοι, για να φανταστούμε πώς αυτοί οι ίδιοι θα γινόντουσαν, 10 χρόνια μετά, τα στελέχη των Ες-Ες και οι φύλακες του Ντόρα και του Μπούχενβαλντ.
Η δεύτερη απάντηση του συγγραφέα στα ερωτήματα που θέτει στο έργο του είναι η εξουσία. Κι εδώ χρειάζεται να περάσουμε από την κοινωνική ματιά στην ενδοσκόπηση. Η αφανιστική μαζική εξουσία της μπότας των ναζί έκρυβε από κάτω μικρούς ανθρώπους που ασκούσαν τη μικρή τους εξουσία, αφού ήθελαν να στραγγίξουν τον μαστό της μητέρας τους και να σκοτώσουν τον μικρότερο αδελφό τους Άβελ.
Ένα παράδειγμα: σε ένα μικρό χωριό της Κρήτης στη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής, ο γκαουλάιτερ της επαρχίας έμαθε ότι υπήρχε ένας Έλληνας φοιτητής που ήξερε σκάκι. Άρχισε να στέλνει κάθε μέρα ένα τζιπ, να οδηγεί τον φοιτητή στην κομαντατούρ για να παίξουν σκάκι. Στην πρώτη παρτίδα ο φοιτητής κέρδισε. Στη δεύτερη ο φοιτητής πάλι κέρδισε. Από κει και μετά το σκοτεινό, απειλητικό βλέμμα του Γερμανού έκανε τον φοιτητή να καταλάβει ότι έπρεπε να χάσει όλες τις επόμενες, μέχρι τέλους, παρτίδες σκακιού.
Το τρίτο στοιχείο στο οποίο εστιάζει ο συγγραφέας είναι η σιωπή. Λέει: «Ας μην ξεχνάμε πως η απόπειρα εξαφάνισης των ιχνών του, η άρνηση και η ελαχιστοποίησή του είναι αναπόσπαστα στοιχεία του εγκλήματος».
«Αν δεν τολμήσουμε να βουτήξουμε στο χάος των οικογενειακών μας ασυνειδήτων, με τίμημα ακόμη και να χάσουμε τα λογικά μας, δεν θα θεραπευτούμε».
Υπάρχει ένα ανέκδοτο που πάντα μου άρεσε πολύ. Ένα πούλμαν με Εβραίους τουρίστες πηγαίνει για επίσκεψη στο Μπούχενβαλντ. Είναι σούρουπο, ο οδηγός χάνει τον δρόμο. Σταματάει μπροστά σε ένα αγροτικό σπίτι και ρωτάει μια ηλικιωμένη γυναίκα: «Καλησπέρα, έχω ένα πούλμαν με Εβραίους, πάμε στο Μπούχενβαλντ, χάθηκα, μπορείτε να με βοηθήσετε;» Η γυναίκα απαντά: «Αχ, παιδάκι μου, πώς να σε βοηθήσω, εγώ έχω ένα “τόσο δα μικρό” φουρνάκι...». Είμαι σε μια κοινωνική εκδήλωση με φίλους, συμμετέχει και με μια Γερμανίδα (προοδευτική, διανοούμενη, καλλιτέχνιδα). Πώς μου έρχεται; Λέω το ανέκδοτο με το φουρνάκι. Η Γερμανίδα μου κάνει μια έξαλλη επίθεση. Οι φίλοι μου, αργότερα, μού είπαν ότι δεν έπρεπε να το πω αυτό, «ήταν φυσικό να θυμώσει η Γερμανίδα».Στο ερώτημα «γιατί άραγε ήταν φυσικό;», ο Titus Milech, μέσα από το βιβλίο του, μου έδωσε σημαντικές απαντήσεις.
DDR (Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία): Κι εκεί η απόλυτη σιωπή. Επαναστάτες, μαρξιστές-λενινιστές και προλεταριακοί διεθνιστές, 4 χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου (και 41 χρόνια ακόμα), δεν έλεγαν κουβέντα για το τι ήταν οι ίδιοι ή οι γονείς τους στη διάρκεια του ναζισμού. Το μόνο που έκαναν ήταν να επανορίσουν τον όρο «σύντροφος» αντικαταθιστώντας το χιτλερικό kamerad με το κομμουνιστικό genossen (όχι άρνηση της γερμανικής γλώσσας, όπως με τόσο πόνο έκανε ο Titus Milech, αλλά με μια απλή μεταμφίεση). Μήπως όμως και η Angela Merkel όταν, στο βιβλίο του «Ξεφλουδίζοντας το Κρεμμύδι», ο Gunder Grass ομολόγησε ότι είχε γίνει μέλος των Ες-Ες, δεν είπε «πάρτε του πίσω το νόμπελ!»;
Το τέταρτο: επανόρθωση ή επανορθωτική κατανόηση . Μπορεί να υπάρξει επανόρθωση; Λέει ο Titus Milech:
«Η πολιτική άποψη της μητέρας μου ήταν απλούστατη...» Ανάμεσα στα άλλα: _«Ο Χίτλερ...είχε αποκαταστήσει τη γερμανική περηφάνια πασχίζοντας να επανορθώσει την ταπείνωση της Συνθήκης των Βερσαλλιών». _
Υπάρχει μια πολύ σημαντική ανάλυση της Συνθήκης των Βερσαλλιών από τον Gregory Bateson, που, παραδόξως, συνηχεί με αυτήν της μητέρας του Titus Milech. Ανατρέχοντας στα λόγια του ας κάνουμε ένα «κυκλικό» ή συστημικό κλείσιμο, όχι με σκοπό να δοθεί άφεση στη «γερμανική τρέλα» αλλά για να συνδεθεί με το ευρύτερο, οικουμενικό, πλαίσιο:
«Πώς δημιουργήθηκε η Συνθήκη των Βερσαλλιών; Πρόκειται για μια μάλλον απλή ιστορία. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος τραβούσε σε μάκρος. Οι Γερμανοί φαινόταν να χάνουν. Στο σημείο αυτό ο George Creel, ένας άνθρωπος των δημοσίων σχέσεων -και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως αυτός ο άνθρωπος ήταν ο παππούς των μοντέρνων δημοσίων σχέσεων- είχε μια ιδέα. Η ιδέα ήταν πως πιθανόν οι Γερμανοί να παραδίδονταν αν τους προσφέραμε μια ανακωχή με ήπιους όρους. Έτσι λοιπόν συνέταξε δεκατέσσερα σημεία από ήπιους όρους, σύμφωνα με τους οποίους δεν θα υπήρχαν κατασταλτικά μέτρα ή αντίποινα. Αυτά τα Δεκατέσσερα Σημεία ο Creel τα προώθησε στον Πρόεδρο Wilson. Αν πρέπει να εξαπατήσεις κάποιον, καλύτερα να βρεις έναν τίμιο άνθρωπο να μεταφέρει το μήνυμα. Ο Πρόεδρος Wilson ήταν ένας σχεδόν παθολογικά τίμιος άνθρωπος και ανθρωπιστής. Επεξεργάστηκε τα σημεία σε έναν αριθμό ομιλιών: δεν θα υπήρχαν «προσαρτήσεις, εισφορές, τιμωρητικά βάρη…» και τα λοιπά. Και οι Γερμανοί παραδόθηκαν.
Εμείς, Βρετανοί και Αμερικανοί –ιδιαίτερα οι Βρετανοί– συνεχίσαμε, φυσικά, τον αποκλεισμό της Γερμανίας γιατί δεν θέλαμε να σηκώσει κεφάλι πριν υπογραφεί η Συνθήκη. Έτσι, για έναν ακόμη χρόνο οι Γερμανοί συνέχισαν να λιμοκτονούν.
Η Συνθήκη τελικά συντάχθηκε από τέσσερις άνδρες: Τον Clemenceau, τον «τίγρη» που ήθελε να συνθλίψει τη Γερμανία. Τον Lloyd George που ένιωθε ότι θα ήταν πολιτικά ωφέλιμο να πάρουν πολλές επανορθώσεις από τη Γερμανία, και κάποια εκδίκηση. Και τον Wilson που θα έπρεπε να συνεχίσει να κοροϊδεύεται. Όποτε ο Wilson αναρωτιόταν γι αυτά τα Δεκατέσσερα Σημεία του, τον έπαιρναν και τον γυρνούσαν στα νεκροταφεία του πολέμου και τον έκαναν να αισθανθεί ντροπή που δεν ήταν αρκετά θυμωμένος με τους Γερμανούς. Ο τέταρτος ήταν ο Οrlando, ένας Ιταλός. Αυτή η Συνθήκη ήταν μια από τις μεγαλύτερες προδοσίες στην ιστορία του πολιτισμού μας. Ένα ιδιαίτερα αξιοσημείωτο γεγονός που οδήγησε κατευθείαν και αναπόφευκτα στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως και (αυτό είναι ακόμα πιο ενδιαφέρον) στην ολοκληρωτική εξαχρείωση της γερμανικής πολιτικής ζωής. Αν υποσχεθείς κάτι στο παιδί σου και δεν το τηρήσεις, και μάλιστα τοποθετώντας το όλο θέμα σε υψηλό ηθικό επίπεδο, θα δεις ότι όχι μόνο το παιδί είναι πολύ θυμωμένο μαζί σου, αλλά και ότι οι δικές του ηθικές αξίες θα καταπέσουν όσο αισθάνεται το άδικο μαστίγωμα από αυτό που του κάνεις. Δεν είναι μόνον ότι ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν η κατάλληλη απάντηση ενός έθνους που το μεταχειρίστηκαν με αυτό τον τρόπο. Το πιο σοβαρό είναι ότι η ηθική κατάπτωση αυτού του έθνους ήταν αναμενόμενη από τέτοιου είδους μεταχείριση. Από την εξαχρείωση της Γερμανίας και εμείς επίσης εξαχρειωθήκαμε. Γι αυτό λέω ότι η Συνθήκη των Βερσαλλιών υπήρξε ένα σημείο καμπής σε στάσεις...
Δεν αμφιβάλλω πως αν ζητάγαμε από τον George Creel να δικαιολογήσει τα Δεκατέσσερα Σημεία θα παρέπεμπε στο γενικό καλό. Είναι πιθανόν αυτό το μικρό εγχείρημά του να έσωζε μερικές χιλιάδες ζωές Αμερικανών το 1918. Δεν ξέρω πόσες κόστισε στον Δεύτερο Παγκόσμιο, στην Κορέα και το Βιετνάμ. Θυμάμαι πως η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι δικαιολογήθηκαν από το γενικό καλό και από το να σωθούν ζωές Αμερικανών. Υπήρχε πολλή συζήτηση για μια “παράδοση χωρίς όρους”, ίσως επειδή δεν εμπιστευόμασταν τον εαυτό μας να τιμήσει μια υπό όρους εκεχειρία. Μήπως η μοίρα της Χιροσίμα καθορίστηκε στις Βερσαλλίες; … Αυτός που θέλει να κάνει το καλό σε κάποιον άλλον, πρέπει να το κάνει στις Μικρές Λεπτομέρειες. Το Γενικό Καλό είναι ο ισχυρισμός του αχρείου, του υποκριτή και του κόλακα... Το γενικό καλό μυρίζει υποκρισία στην ερχόμενη γενιά» (Bateson, 1972).
Όπως μπορεί κανείς να συμπεράνει από το βιβλίο του Titus Milech και «Το Συγκεκριμένο Κακό» (όπως ο Shoa) θα μπορούσε να είναι το αποτέλεσμα του δήθεν «Γενικού Καλού». Αλλά, επίσης, θα μπορούσε να είναι μια εκδραμάτηση του φασισμού που κουβαλάμε μέσα μας (Μανωλόπουλος, 2012). Και ακριβώς γι αυτό προτείνει ο συγγραφέας την ενδοσκόπηση του εσωτερικού μας «καλού» και «κακού»: ίσως έτσι μπορούν να βρεθούν κάποιες εσωτερικές επανορθωτικές δυνάμεις.
Κι εδώ, άλλη μια ιστορία από την Κρήτη της Κατοχής. Το μισό σπίτι της γιαγιάς μου το είχαν επιτάξει οι Γερμανοί κι ένας αξιωματικός με τρεις στρατιώτες το μοιράζονταν με τη γιαγιά μου και τις τρεις της κόρες (ανάμεσα τους και η μητέρα μου). Ο αδελφός της μαμάς μου (ο Γιάννης) σπούδαζε στην Αθήνα. Κάποια μέρα ο Φριτς (ένας από τους στρατιώτες) πήρε άδεια για να πάει στη Γερμανία. Και καθώς θα περνούσε από την Αθήνα, η γιαγιά μου του έδωσε δύο ντενεκέδες λάδι για να τους πάει στον γιο της τον Γιάννη. Ως καλός στρατιώτης και συγκάτοικος, ο Φριτς πήρε τους ντενεκέδες και όταν έφτασε στην Αθήνα αναζήτησε στο Θησείο, τη γειτονιά του Γιάννη, το σπίτι του. Άρχισε να ρωτάει περαστικούς πού είναι ο δρόμος όπου έμενε ο Γιάννης. Ακριβώς εκείνη την ώρα ο Γιάννης, μέλος του ΕΛΑΣ, μαζί με άλλους συντρόφους του, έκαναν σύσκεψη έχοντας μαζί τους και όπλα. Ένας πιτσιρίκος, τσιλιαδόρος, έτρεξε στο σπίτι του Γιάννη και ειδοποίησε ότι ένας Γερμανός στρατιώτης ψάχνει τον Γιάννη. Την ώρα που ο Φριτς έφτανε στο σπίτι, οι ΕΛΑΣίτες προσπαθούσαν να κρύψουν τα όπλα κάτω από τα στρώματα και να παραστήσουν ότι είναι συμφοιτητές που διαβάζουν, ο Φριτς όμως πρόλαβε να δει το όπλο που έκρυβε ο Γιάννης. Δεν είπε τίποτα, άφησε το λάδι, πήγε στη Γερμανία, γύρισε στην Κρήτη. Όταν είδε τη γιαγιά μου της είπε: «Γκιάννης, κακό παιντί, πολύ κακό παιντί Γκιάννης». Το ερώτημα είναι ποια ανθρώπινη πλευρά του Φριτς (ή ποια ανθρώπινη πλευρά της σχέσης του Φριτς με τη γιαγιά μου) τον έκανε να μην «καρφώσει» τον Γιάννη...
«Το ουσιώδες στη δική μας, στη δική μου γερμανική τρέλα και στη νοσηρή κατάσταση της δικής μου “συνηθισμένης γερμανικής οικογένειας” δεν είναι -ή δεν ήταν- τόσο η άγνοια της παθολογικής διάστασης της γερμανικής μας “κουλτούρας”-της ανοησίας, της έλλειψης ανοιχτού πνεύματος και των ανομολόγητων αγχών- ούτε η μη συνειδητοποίηση της άγνοιας αυτής, όσο η ακλόνητη πεποίθηση μας πως τα ξέρουμε όλα και έχουμε δίκιο πάντα εμείς.»
«Τη στιγμή που αρνούμαστε να “έχουμε” φόβους, μοιραία τους ενσαρκώνουμε. Γίνονται η ουσία της ύπαρξης μας και των πράξεων μας ... Θα μπορέσουμε κάποτε, εμείς οι Γερμανοί, ein-gehen auf uns und unsere Αngste να εισχωρήσουμε μέσα μας και μες στους φόβους μας, ohne ein-zu-gehen δίχως να διαλυθούμε, δίχως αυτό να μας πεθάνει; ... Ας δώσουμε χρόνο στους εαυτούς μας.»
Όντως, θα έλεγα, αυτή είναι μια σημαντική πρόταση για τους Γερμανούς - και όχι μόνο.
ΑΝΑΦΟΡΕΣ:
Bateson G. (1972). Steps to an Ecology of Mind. The University of Chicago Press. Chicago and London. Αναδημοσίευση στο: _Συστημική Σκέψη & Ψυχοθεραπεία, _ τ. 1,
Μανωλόπουλος, Σ. (1012). Ζούμε μια ζωή που δεν καταλαβαίνουμε. Συστημική Σκέψη & Ψυχοθεραπεία, τ.3.
Meltzer, D. (1971). Sincerity: a study in the atmosphere of human relations. In: On sincerity and other works, collected papers of Donald Meltzer. Edited by Alberto Hahn . Karnac.