Αν και δεν έχω γνωρίσει προσωπικά την Κατερίνα Μάτσα νιώθω να την ξέρω. Όταν εγώ ξεκινούσα ειδικότητα η Κ.Μ. βρισκόταν ήδη στην πρώτη γραμμή των κοινωνικοπολιτικών αγώνων για την ψυχική υγεία και ειδικότερα για την απεξάρτηση. Έπραττε και έγραφε. Τα γραπτά της εμπεριέχουν σχεδόν πάντα πράξη. Καταγράφουν έργο και δημιουργία μαζί με ιδέες και θέσεις.
Αυτό ισχύει και για το τελευταίο της βιβλίο
Όπως γράφει «Το έναυσμα για τη συγγραφή αυτού του βιβλίου που συμπυκνώνει κλινική παρατήρηση και εμπειρία πολλών δεκαετιών, δόθηκε την άνοιξη του 2012, όταν με εντολή των υπουργών Λοβέρδου και Χρυσοχοίδη διαπομπεύθηκαν τοξικομανείς οροθετικές γυναίκες. Μια πολιτική πράξη ακραίας βαρβαρότητας».
Ίσως η Κ.Μ. ενσυναισθάνθηκε, ως θεραπεύτρια, πολύ από την Ντροπή και το αίσθημα ταπείνωσης γυναικών με ανάλογα βιώματα (καθώς και τα βιώματα μιας εκ των αποπεμφθέντων). Αυτά τα βιώματα παρουσίαζει με σύντομο και περιεκτικό τρόπο.
Είναι όλες γυναίκες γιατί όπως λέει «...μολονότι η ντροπή αφορά και στα δύο φύλα…η σημερινή ανδροκρατική κοινωνία, με τα ενισχυμένα λόγω της κρίσης, κοινωνικά στερεότυπα σε βάρος των γυναικών, καταπιέζει και στιγματίζει διπλά την εξαρτημένη γυναίκα».
Η Κ.Μ. κάνει συγχρόνως μια ενδελεχή ανάλυση της ψυχοδυναμικής της Ντροπής, αναδεικνύοντας πάντα τη σύνδεση του «έσω» με το «ανάμεσα» και το «έξω». Επιχειρεί, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να τη διαφοροποιήσει απο την Ενοχή, πράγμα που δεν φαίνεται πάντα εφικτό παρ’ ότι η Ντροπή ανάγεται στο συναίσθημα που γεννιέται κατ’ εξοχήν από τη συνάντησή μας με τον Άλλο και νομίζω ότι ταιριάζει περισσότερο στην παραδοσιακό ελληνικό πολιτισμικό υπόβαθρο. Επιμένει στην κοινωνιογένεση της ψυχικής δυσφορίας και δυσλειτουργίας, πράγμα που πολλές φορές χρειάζεται να αναδεικνύεται κόντρα στην κυρίαρχη τάση «ιατρικοποίησης» και (ή) «ψυχολογικοποίησής» της.
Αυτό το βιβλίο είναι λοιπόν μια απόπειρα αντίστασης σε αυτήν ακριβώς τη βαρβαρότητα της κοινωνικής-πολιτικής ζωής μας.
Είναι όμως και ένα βιβλίο για συναισθήματα με επίκεντρο το συναίσθημα της Ντροπής. Συναίσθημα που ανάλογα με την ένταση, τη χρήση και τον τρόπο που βιώνεται, ταπεινώνει ή προστατεύει.
Τι είναι αυτό που ρυθμίζει αυτή τη ζωτική διακύμανση;
Ακολουθώντας μια πορεία ανάλυσης που εμπεριέχει στοιχεία της συστημικής κοσμοαντίληψης μας οδηγεί από το ατομικό-προσωπικό στο δια-προσωπικό και από εκεί στο συλλογικο-κοινωνικό. Η αντίστροφη πορεία, με αφετηρία ένα κοινωνικό γίγνεσθαι ελεγχόμενο απο την επιθυμία κυριαρχίας των ολίγων είναι αυτή που αναδεικνύει την Ντροπή ως συναίσθημα ταπεινωτικό, αποδιοργανωτικό και ακινητοποιητικό. Ακριβώς δηλαδή αυτό που βολεύει την άσκηση εξουσιαστικού ελέγχου, μέσω απόσυρσης στην παθητικότητα κάθε ατόμου –προσώπου -ενεργού (εν δυνάμει)πολίτη.
Όμως η Κ.Μ. έχει πρόταση για την αναστροφή της διαλυτικής πορείας αυτών των ανθρώπων. Πρόταση που λίγο ως πολύ είναι μια πρόταση στάσης ζωής για όλους τους ανθρώπους γιατί εμπεριέχει ανάδειξη αξιών ζωής όπως η αλληλεγγύη, η συμβολοποίηση (λεκτικοποίηση) της δυσφορίας και το μοίρασμά της, η εμπιστοσύνη στις ανθρώπινες δυνατότητες για ενεργητική διαμόρφωση των κοινωνικών όρων ύπαρξής τους.
Το πλαίσιο στο οποίο προσπαθεί -σε επίπεδο θεραπευτικής μονάδας για τοξικομανείς- να κάνει πραγματικότητα την πρόταση αυτή είναι το 18 ΑΝΩ.
Γράφει: «... Για να ξαναδώσει αξία στην ταυτότητά του πρέπει να αρνηθεί τα παλιά συστήματα αξιών που στιγματίζουν και ταπεινώνουν. Πρέπει να ενστερνιστεί και να υποστηρίξει στην πράξη νέες αξίες, καινούργια ιδανικά, να πάρει μέρος, με όποιον τρόπο αποφασίσει, στον συλλογικό αγώνα ενάντια στη βία που ταπεινώνει ... Μόνον έτσι μπορεί να κοπάσει η τρικυμία που υπάρχει μέσα του. Η δόμηση της νέας ταυτότητας προϋποθέτει την εγκαθίδρυση στην πράξη διαλεκτικών σχέσεων ανάμεσα στις ψυχολογικές διαδικασίες και στις κοινωνικές. Δεν πρέπει να γίνει αφαίρεση της κοινωνικής διάστασης της ατομικής ιστορίας.»
Το βιβλίο κλείνει με μια παρουσίαση της θεραπευτικής αξιοποίησης του Ψυχοδράματος απο τους Σταύρο Κεβόπουλο και Άντζελα Καλοζύμη και με το Επίμετρο του Σάββα Μιχαήλ που φωτίζει, με τον λόγο του, πτυχές της κοινωνικής και πολιτικής σημασιοδότησης της Ντροπής.
Με μια φράση, νομίζω ότι είναι ένα βιβλίο υπέρ της ανάδειξης της πίστης σε μια ενεργητική στάση που υπηρετεί τη Ζωή έναντι της παθητικής στάσης που οδηγεί σε συμβολικούς ή και πραγματικούς θανάτους.