Patrizia Frongia, Διδάκτωρ Ψυχιατρικής και Σχεσιακών Επιστημών, Κοινότητα Αποκατάστασης Υψηλής Φροντίδας, πρώην Πρόεδρος SIRTS, Μιλάνο, Ιταλία
Quello che con certezza
sta nella natura nella bellezza
quel che non ha ragione né mai ce l'avrà
quel che non ha rimedio né mai ce l'avrà
quel che non ha misura.[1]
Αυτό που με κάθε σιγουριά
είναι στη φύση, στην ομορφιά
αυτό δεν έχει λογική ούτε ποτέ θα βρει
αυτό δεν έχει γιατρειά ούτε ποτέ θα βρει
αυτό δεν έχει μέτρο.
Εισαγωγή
Φαίνεται να μην υπάρχει μια ομόφωνη και ολοκληρωμένη απάντηση στο ερώτημα τι είναι η επιθυμία και πιο συγκεκριμένα η σεξουαλική επιθυμία.
Η υποκειμενική φύση της επιθυμίας καθιστά δυσχερή, τόσο τον προσδιορισμό της, όσο και τη μέτρησή της ως ποσότητα. Παρά τη δυσκολία αυτή, έχουν γίνει αρκετές απόπειρες από μελετητές να οριστεί η έννοια αυτής της τόσο φευγαλέας και μεταβαλλόμενης ανθρώπινης διάστασης. Το ερευνητικό ενδιαφέρον για την επιθυμία και την έκφρασή της προκύπτει κυρίως από την κλινική εμπειρία με τα ζευγάρια. Τα ερωτήματα αφορούν κυρίως στην αποκωδικοποίηση της επιθυμίας, στην ιστορία της και στη σχέση της με διάφορες συναισθηματικές πτυχές.
Η ιστορία της επιθυμίας στα ζευγάρια δεν είναι μονόδρομη: για παράδειγμα, δεν είναι δεδομένο ότι σε ένα συγκρουσιακό ζεύγος εξαφανίζεται η ερωτική επιθυμία, όπως δεν είναι, επίσης, δεδομένο, ότι ένα ζεύγος με σταθερή συνοχή, διατηρεί σταθερή και την ερωτική του επιθυμία. Σε αυτό το κείμενο θα παρουσιάσω την ιστορία της επιθυμίας και θα προσπαθήσω να διατυπώσω μια σχεσιακή ερμηνεία του φαινομένου, βασιζόμενη σε αναστοχασμούς άλλων συγγραφέων και στα αποτελέσματα μιας σειράς ερωτήσεων, που χορηγήθηκαν σε ζεύγη κατά τη διάρκεια της θεραπείας τους.
Η ιστορία
Μιλώντας για επιθυμία δεν αναφέρομαι μόνο στη σεξουαλικότητα. Με τον όρο «επιθυμία» εννοώ εκείνη την κατάσταση του ζευγαριού, όπου ο κάθε σύντροφος διατηρεί τη συνεχή αναζήτηση του Άλλου, την ελκυστικότητά του, την ανεκπλήρωτη πείνα για την παρουσία του συντρόφου του.
Η πιο διαπιστευμένη ετυμολογία της λατινικής λέξης desiderium προκύπτει από το De Bello Gallico[2]: οι Desiderantes ήταν οι στρατιώτες που στέκονταν κάτω από τα αστέρια (De-Sidere) αναμένοντας όσους πολεμιστές δεν είχαν επιστρέψει από τη μάχη. Αυτό, λοιπόν, εκφράζει το ρήμα επιθυμώ (desiderare): στέκομαι κάτω από τα αστέρια και αναμένω.
Ο Mistura (La Terribile Tenerezza, 1991) αναφέρει ότι «Στην πλατωνική αντίληψη τα χαρακτηριστικά του έρωτα καθορίζονται εξ αρχής: “Έτσι, μια και ο Έρωτας είναι γιος του Πόρου και της Πενίας, να σε ποια κατάσταση βρίσκεται: πρώτα-πρώτα σε όλη τη ζωή του είναι φτωχός, έπειτα (ποιος έχασε την τρυφερότητα και την ομορφιά για να τη βρει αυτός, καταπώς νομίζει ο πολύς κόσμος!) ίσα-ίσα είναι σκληρός και ξερακιανός.”[3]Ο Έρως είναι έλλειψη, υποφέρει από την απουσία αυτού που επιδιώκει. “Όμως απ’ τη μεριά του πατέρα του πήρε τη συνήθεια να στήνει παγίδες στους ωραίους και τους αρχοντικούς· να είναι αντρειωμένος κι απόκοτος και δραστήριος, κυνηγός που δε βρίσκεις το ταίρι του· πάντα στήνει κάτι μηχανές, κυνηγά τη φρόνηση, το μυαλό του είναι θηλυκό· σ᾽ όλη τη ζωή του στοχάζεται κι είναι φοβερός πλανευτής και μάγος με τα βότανά του και σοφιστής·”[4].Ο Έρως είναι επιθυμία».
Η απουσία, η έλλειψη και το κυνήγι των αναγκών μας, φαίνονται να αποτελούν θεμελιώδεις προϋποθέσεις για την κατανόηση των διαδικασιών με τις οποίες οι σύντροφοι έλκονται και απωθούνται αμοιβαία. Η επιθυμία, γενικά, αποτελεί μια τάση προς την εκπλήρωση των ουσιωδών αναγκών του ανθρώπου, επομένως και της σεξουαλικής.
Για τον Levin (1994), η επιθυμία ενεργοποιείται από το αίσθημα της ανάγκης και της στέρησης και αποτελεί ένα νοητικό εργαλείο, δονούμενο από ποικίλης έντασης ερεθίσματα: εξωτερικά (μέσω των αισθητικών οργάνων) ή εσωτερικά (μέσω της φαντασίας, της συνειρμικής και νοητικής ικανότητας).
Ο Levin, εδώ, θέλει να τονίσει ότι η σεξουαλική επιθυμία είναι μια ανώτερη ψυχική λειτουργία. Δεν ερμηνεύεται με βάση μόνο ένα ορμονικό ή βιολογικό μοντέλο, αλλά πρέπει να γίνει αντιληπτή ως έκφραση της ικανότητας του ανθρώπου να προσδίδει νόημα στις συμπεριφορές και βαρύτητα στη σχεσιακή διάσταση. Η επιθυμία γεννιέται, πράγματι, από βιολογικούς, ψυχικούς και σχεσιακούς παράγοντες.
Πρέπει, επιπλέον, να ξεκαθαριστεί, ότι η επιθυμία και η αντίστοιχη σεξουαλική πράξη λαμβάνει μορφές που έχουν καθοριστεί, μεταξύ άλλων, ιστορικά και πολιτισμικά. Κάποια κομμάτια παρελθοντικών μορφών επιβιώνουν ως σήμερα και ενσωματώνονται σε πιο επίκαιρες και μετασχηματιζόμενες πολιτισμικές δομές. Μεταξύ των τελευταίων, τα δύο πιο σημαντικά είναι ο κοινωνικός κονστρουξιονισμός και η φεμινιστική διαλεκτική.
Σύμφωνα με την οπτική του Foucault (L’uso dei piaceri, 1984, σελ.150) ο Έλληνας άνδρας στην κλασική κοινωνία ανήκε μόνο στον εαυτό του, την ώρα που οι απαιτήσεις, οι αρμοδιότητες και οι ρόλοι των γυναικών μερίζονταν, σαφώς, με κριτήριο τις ανάγκες των ανδρών. Στο τέλος του λόγου «Κατά Νέαιρας», που αποδίδεται στο Δημοσθένη[5], ο συγγραφέας διατυπώνει ένα πασίγνωστο απόφθεγμα: «Τις εταίρες, όντως, τις έχουμε για την ηδονή, τις παλλακίδες για την καθημερινή περιποίηση του σώματός μας και τις γυναίκες για να μας γεννούν γνήσια παιδιά και να φυλάνε πιστά ό,τι βρίσκεται μέσα στο σπίτι»[6].
Αυτή η αντίληψη βρίσκεται πολύ μακριά από την τέχνη της συζυγικής απόλαυσης, όπως αυτή απαντάται -σύμφωνα με τον Van Gulick (1971)- στην αρχαία Κίνα. Εκεί συγκεντρώνονται υποδείξεις για την υπακοή, τον σεβασμό και την αφοσίωση της γυναίκας, συμβουλές ερωτικής συμπεριφοράς, που στοχεύουν στη μέγιστη δυνατή απόλαυση του συντρόφου της, και συστάσεις για τους καταλληλότερους τρόπους απόκτησης των βέλτιστων απογόνων. Η φράση του Δημοσθένη απέχει πολύ από την κουλτούρα που περιγράφει ο Van Gulick και που ξαναβρίσκουμε αργότερα στη χριστιανική ποιμενική, η οποία συνιστά μια κατάσταση αυστηρά μονογαμική, που θα απαγορεύει στον άνδρα να συμμετέχει σε οποιαδήποτε μορφή απόλαυσης πέρα από αυτήν που οφείλει να εξασκεί με τη νόμιμη σύζυγο. Ακόμη, όμως, και σε αυτή την περίπτωση, οι σεξουαλικές επαφές οφείλουν να στοχεύουν στην τεκνοποίηση, όχι στην απόλαυση. Το απόφθεγμα του Δημοσθένη μοιάζει να στηρίζεται σε ένα σύστημα που απ’ τη μια ποινικοποιεί τη νόμιμη σύζυγο, απ’ την άλλη τοποθετεί την απόλαυση έξω από τον γάμο.
Στην κλασική κοινωνία οι αμοιβαίες προσδοκίες των μελών του ζευγαριού είναι σαφείς: Οι γυναίκες σύζυγοι περιορίζονται από τη νομική και κοινωνική τους κατάσταση, η σεξουαλική τους δραστηριότητα τοποθετείται εξ ολοκλήρου στο εσωτερικό της συζυγικής σχέσης και ο σύζυγός τους αποτελεί τον αποκλειστικό ερωτικό παρτενέρ. Αντίστοιχα, και οι άνδρες έχουν τους κανόνες τους: Ο σύζυγος οφείλει να έχει επαφές με τη σύζυγο (τρεις τον μήνα αν είναι γόνιμη), ωστόσο δεν υποχρεούται να αποφεύγει την επαφή με άλλες γυναίκες, αρκεί να μην είναι παντρεμένες, αφού αυτές ανήκουν σε άλλους άνδρες. Ο γάμος δεν εμποδίζει σεξουαλικά τον άνδρα, παρά μόνο στον βαθμό που δεν επηρεάζει έναν άλλον άνδρα.
Γίνεται κατανοητό πως σε ηθικό επίπεδο δεν υπήρξε ποτέ για τους Έλληνες η υποχρέωση μιας αμοιβαίας συζυγικής πίστης, που αργότερα θα εισήγαγε στον γάμο ένα είδος σεξουαλικού δικαίου με ταυτόχρονα ηθική αξία, νομικές προεκτάσεις και θρησκευτικό κύρος. Στην έγγαμη σχέση δεν ίσχυε ο κανόνας του αμοιβαίου σεξουαλικού μονοπωλίου, που ορίζει τους δύο συζύγους ως αποκλειστικούς συντρόφους. Η σύζυγος ανήκε αποκλειστικά στον σύζυγο, αλλά ο σύζυγος ανήκε μόνο στον εαυτό του. Από τον άνδρα ήταν, ωστόσο, ζητούμενο να μετριάζει τη σεξουαλική του δραστηριότητα εφόσον είχε σύζυγο, αλλά η συμπεριφορά των έγγαμων ανδρών γινόταν αντικείμενο προσοχής, μονάχα στον βαθμό που αυτή επέφερε επιπτώσεις ως προς την ταυτότητα των νόμιμων κληρονόμων, που προέκυπταν από τη νόμιμη σύζυγο στα πλαίσια του οικογενειακού θεσμού.
Το σύστημα που ρύθμιζε τον τρόπο της σεξουαλικής απόλαυσης και την έγγαμη ηθική στην κλασική αρχαιότητα, επιβίωσε, με κάποιες διακυμάνσεις, μέχρι τη σύγχρονη εποχή (ανάμεσα σε διάφορες περιπτώσεις, θυμίζουμε ότι το 1951, μόλις πριν 61 χρόνια!, εξαφανίζονται στην Ιταλία οι οίκοι ανοχής με διάταγμα του Νόμου Merlin). Μονάχα στην πιο πρόσφατη, ή και σύγχρονη εποχή, τα δικαιώματα των γυναικών (κύριο ζητούμενο του φεμινιστικού κινήματος) εξισώνονται, μερικώς, με την κομμένη στα μέτρα του αρσενικού συζυγική ηθική. Και την ώρα που οι Master και Johnson διερευνούσαν τη θεραπεία των σεξουαλικών διαταραχών σε λειτουργική βάση, παρατηρώντας τις σεξουαλικές φάσεις σε πειραματικά εργαστήρια, οι συστημικοί πρωτοπόροι δήλωναν ότι τα προβλήματα εδρεύουν στις σχέσεις και το σύμπτωμα αποτελεί μια πράξη επικοινωνίας.
Στη δεκαετία του 1980 μπαίνει στο στόχαστρο της σκληρής επίθεσης του φεμινιστικού κινήματος η ιεραρχική και πατριαρχική οικογένεια σε ολόκληρη τη δυτική κοινωνία. Και, ταυτόχρονα, το αίτημα αυτοκαθορισμού του σώματος και της κοινωνικής θέσης της γυναίκας οδηγεί στη νομοθετική μέριμνα για το διαζύγιο, τον έλεγχο των γεννήσεων και την έκτρωση. Σταδιακά, τροποποιείται το παραδοσιακό οικογενειακό μοντέλο: από την οικογένεια με επίκεντρο τους ρόλους (όπου στο πλαίσιο ενός κυρίαρχου οικογενειακού θεσμού, του οποίου η συνέχεια δεν αμφισβητείτο ποτέ, αναλογούσαν σε κάθε μέλος σαφείς και καθορισμένοι ρόλοι), περάσαμε στην οικογένεια με επίκεντρο τα συναισθήματα (όπου οι ρόλοι είναι λιγότερο καθορισμένοι, με ρευστά όρια και εναλλάξιμοι). Ενώ, λοιπόν, τα ήθη των απολαύσεων, όπως τα είδαμε πριν, βασίζονταν στην ισχυρή ασυμμετρία στο ζευγάρι, με την υποταγή της γυναίκας στα του οίκου, αυτό που φαίνεται να διαμορφώνεται, σήμερα, είναι η δυνατότητα μιας σεξουαλικής, συναισθηματικής και συγκινησιακής ισότητας. Με την απελευθέρωση από τα δεσμά της αναπαραγωγικής υποχρέωσης και των έμφυλων στερεοτύπων συντελείται, σήμερα, μια αναδόμηση στη σφαίρα των ιδιωτικών σχέσεων, που βασίζεται, πλέον, στην αυτονομία του ατόμου. Ο Giddens ορίζει αυτόν τον τύπο προσωπικής σχέσης [intimità] ως «εύπλαστη σεξουαλικότητα». Από τη στιγμή, λοιπόν, που συγκροτούνται διαπροσωπικοί δεσμοί μεταξύ ίσων, η προσωπική σχέση μετατρέπεται σε μια γνήσια δημοκρατική εμπειρία, με επιδράσεις που επεκτείνονται σε ολόκληρο το κοινωνικό σύστημα. Ωστόσο, στην οικογένεια των συναισθημάτων (ο όρος βρίσκεται σε κείμενο του Charmet που εισάγει στην εργασία του Fornari για τους συναισθηματικούς κώδικες), μια επικείμενη κρίση στο ζευγάρι, είναι ένα πιθανό και προβλεπόμενο συμβάν: αν εκλείψει το συναίσθημα, τελειώνει και ο δεσμός, αφού οι συντροφικοί ρόλοι δεν είναι αρκετά ισχυροί ώστε να τον διατηρήσουν.
Τι συμβαίνει στις σχέσεις… Διάλογοι για την επιθυμία
Είμαστε φτιαγμένοι από σχέσεις. Καθένας από εμάς είναι μοναδικός στον κόσμο και ό,τι είμαστε καθορίζεται μέσα από τις σχέσεις μας με τους άλλους. (Frongia, 2020).
Με στόχο τη διερεύνηση της σεξουαλικής επιθυμίας σε διάφορα ζευγάρια σε θεραπεία και τον εντοπισμό των παραγόντων που την παρακωλύουν ή τη συντηρούν, προτάθηκαν τρία ερωτήματα γι’ αυτή και το παρελθόν της:
1. Τι είχε διεγείρει την επιθυμία σας στην αρχή της συναισθηματικής σας σχέσης;
2. Ποιοι είναι οι παράγοντες που, σύμφωνα με την εμπειρία σας, παρεμποδίζουν ή εξάπτουν την επιθυμία σας;
3. Έχετε ακριβή ανάμνηση από κάποια χαρακτηριστική ιδιότητα του συντρόφου σας, π.χ. κάποια συγκεκριμένη χειρονομία ή τον τρόπο που μιλάει;
Λέο και Μπέα
Λ.1 Μου άρεσε το σώμα της, οι εκφράσεις της… μου αρέσουν οι κοκκινομάλλες.
Λ.2. Η επιθυμία μου είχε μπλοκάρει στο παρελθόν, από εμπειρίες που είχαν να κάνουν με χρήση ουσιών, κοκαΐνης και αλκοόλ.
Λ.3. Μου αρέσει πολύ όταν βγαίνει από το λουτρό…
Μπ.1. Έχει υπέροχα χέρια, αυτό με διεγείρει.
Μπ. 2. Το παρελθόν του ήταν για μένα ανασταλτικό. Η σχέση του με τις ουσίες και το αλκοόλ.
Μπ.3. Ένα μέρος του σώματός του που μου αρέσει πολύ είναι η κλείδα… και το περπάτημά του… μου αρέσει πολύ.
Κάρλο και Τίνα
Κ.1. Αυτό που με σαγήνευσε αμέσως ήταν η πολύ λεπτή της μέση.
Κ.2. Το άγχος στη δουλειά έχει γίνει εμπόδιο στη σεξουαλική μας ζωή, αν και η επιθυμία δεν μας έλειψε ποτέ. Παλεύουμε μαζί για να προσπερνάμε τα προβλήματα, και αυτό είναι που μας δένει περισσότερο. Η σεξουαλική επιθυμία δεν λείπει ποτέ.
Κ.3. Η αυτονομία της, η ζωντάνια της, το ότι νοιάζεται για τις ανάγκες των υπολοίπων τις οικογένειας.
Τ.1. Η επιθυμία μου άναβε επειδή αυτός ήταν άπιαστος, εκεί που σε ψάχνει, την ίδια στιγμή φεύγει… είναι λίγο μυστηριώδης.
Τ.2. Το γεγονός ότι προέκυψε ένα μη προγραμματισμένο παιδί, ανέκοψε την επιθυμία του ενός για τον άλλον.
Τ.3. Το βλέμμα του, τα μάτια του, πάντα με συγκινούσε ο τρόπος που με αγγίζει.
Βάννι και Πάολα
Β.1. Το πανέμορφο βλέμμα της, το χαμόγελό της, το φως που έβγαζε, η τρυφερότητα, το χαμόγελο…
Β.2. Αντίθετα, αυτό που με μπλοκάρει είναι όταν δεν φροντίζει τον εαυτό της, όταν φοράει την πιζάμα, όταν ρουτινιάζει. Αν ο άλλος δε σε ακούει…. η επιθυμία πεθαίνει.
Β.3. Θυμάμαι το χέρι της, την απαλότητα στο χέρι της.
Π.1. Η όσφρηση, η μυρωδιά του, τα μεγάλα του χείλη… πολύ αισθησιακά… έχει κάτι πολύ πρωτόγονο για μένα… πολύ έντονη μυρωδιά.
Π.2. Ξενερώνω όταν τσακωνόμαστε ή όταν υπάρχει στρες στην καθημερινότητα, λειτουργεί πραγματικά σαν αντισυλληπτικό, εμποδίζει την επιθυμία… η επιθυμία, αντίθετα, απογειώνεται όταν υπάρχει ελεύθερος χρόνος.
Π.3. Σεξουαλικά... Τα χείλη… τα χέρια, η μυρωδιά… τα πάντα… είναι σαν να έχω τη γεύση του, μου έχει μείνει στο κεφάλι.
Ο Schnarch (2000) εντοπίζει στην επιθυμία μια λειτουργία-κλειδί στη σχέση του ζευγαριού, αναγνωρίζοντας σε αυτή ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του «μαζί».
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η σεξουαλική επιθυμία αποτελεί, για όλα τα έμβια όντα, το πιο σύνθετο κίνητρο για σεξουαλική συνεύρεση: Το κίνητρο είναι η βάση της επιθυμίας. Υποστηρίζει ότι η επιθυμία δημιουργείται μέσα από μια αίσθηση κενού (μια έλλειψη με την πλατωνική έννοια) και αποσκοπεί στο να αποδιώξει τη μοναξιά ή την απογοήτευση. Είναι, δηλαδή, παθητική και αντισταθμιστική. Στην πραγματικότητα, η επιθυμία γεννιέται ακόμα και μέσα από την αίσθηση της πληρότητας, οπότε, σε αυτή την περίπτωση, δεν προκύπτει από την ανάγκη αναγνώρισης, αλλά από την ανάγκη για έκφραση, να δείξει κανείς αυτό που είναι. Ο τύπος σεξουαλικότητας που γεννιέται από την αίσθηση πληρότητας, εξαρτάται από την αποκτηθείσα σεξουαλική ωριμότητα, όπως την ορίζει ο Clement. Πράγματι, αυτός ο τύπος επιθυμίας απαντάται σε έναν επαρκώς διαφοροποιημένο ενήλικα. Αυτό σημαίνει ότι η σεξουαλικότητα ενός ώριμου ανθρώπου φέρει ένα βαθύτερο νόημα και συνδέεται περισσότερο με μια προσωπική πορεία ωρίμανσης, παρά με τις σωματικές λειτουργίες.
Το ανθρώπινο είδος διαμόρφωσε την αίσθηση του εαυτού, την αυτοσυνείδηση και την ικανότητα να προσδίδει στα πράγματα νοήματα, χάρη στην εξελικτική ανάπτυξη του νεοφλοιού. Ο νεοφλοιός επηρεάζει, επίσης, τη σεξουαλικότητα και κατ’ επέκταση την επιθυμία, ρυθμίζοντας τις ορμές. Μέσα απ’ αυτό το πρίσμα, η έλλειψη σεξουαλικής επιθυμίας μπορεί να θεωρηθεί «φυσιολογική», δηλαδή ως μια φυσιολογική φάση στην εξέλιξη του ζευγαριού.
Αναλύοντας τις απαντήσεις που μας έδωσαν τα ερωτηθέντα ζευγάρια, η επιθυμία γίνεται αντιληπτή ως έκφραση ενός χαρακτηριστικού της προσωπικότητας του ατόμου, μια πάντα παρούσα ιδιότητά του: «Κ.2. Το άγχος στη δουλειά έχει γίνει εμπόδιο στη σεξουαλική μας ζωή, αν και η επιθυμία δεν μας έλειψε ποτέ. Παλεύουμε μαζί για να προσπερνάμε τα προβλήματα, και αυτό είναι που μας δένει περισσότερο. Η σεξουαλική επιθυμία δεν λείπει ποτέ». Σε άλλες περιπτώσεις υποτίθεται ότι εξαρτάται από συγκυριακές καταστάσεις, που με κάποιο τρόπο την προκαλούν και τη χαρακτηρίζουν: «Π.2. Ξενερώνω όταν τσακωνόμαστε ή όταν υπάρχει στρες στην καθημερινότητα, λειτουργεί πραγματικά σαν αντισυλληπτικό, εμποδίζει την επιθυμία… η επιθυμία, αντίθετα, απογειώνεται όταν υπάρχει ελεύθερος χρόνος». Από τις απαντήσεις συνεπάγεται ότι η σεξουαλική επιθυμία διαθέτει πολλές πτυχές και εκείνο που κάθε φορά εμείς παρατηρούμε εξαρτάται από το σχεσιακό πλαίσιο στο οποίο πραγματοποιείται η σεξουαλική πράξη. Σε πολλές περιπτώσεις, παρά τις συγκρούσεις, το άγχος, τη ρουτίνα, η επιθυμία παραμένει και εμφανίζεται στις επιθυμητές λεπτομέρειες του Άλλου, ο οποίος παραμένει αντικείμενο έλξης.
Η περίπτωση της Ανιέζε και του Λούκα
Η Ανιέζε κυνηγούσε πολύ τον Λούκα στα χρόνια πριν τον γάμο τους. Έχει πτυχίο Ιατρικής, μεταπτυχιακό στο Λονδίνο και εργάζεται σε ένα βρετανικό νοσοκομείο με κύρος. Η σχέση τους ήταν πάντα μοιρασμένη ανάμεσα στο Λονδίνο και σε μια πόλη της βόρειας Ιταλίας, όπου ο Λούκα εργαζόταν ως ηλεκτρολόγος μηχανικός. Αυτό μέχρι την ημέρα του γάμου τους -που τον επιθυμούσε ο Λούκα- και μέχρι τη γέννηση του παιδιού τους -που επίσης το επιθυμούσε ο Λούκα. Η Ανιέζε εγκαταλείπει τη θέση της στο νοσοκομείο και τους φίλους της στο Λονδίνο και μετακομίζει σε ένα χωριό στη νότια κοιλάδα του Πάδου. Λίγο μετά τη γέννηση του παιδιού, η Ανιέζε ανακαλύπτει ότι ο Λούκα διατηρεί σεξουαλική σχέση με μια συνάδελφό του. Γίνεται έξαλλη και τον κατηγορεί ότι με την εμμονή του την υποχρέωσε στον ρόλο της μάνας και της νοικοκυράς, ενώ αυτή εγκατέλειψε μια πολλά υποσχόμενη καριέρα στο εξωτερικό. Αμφισβητεί τα κίνητρα του Λούκα και τον κατηγορεί ότι νοιαζόταν μόνο να εκπληρώσει τις προσδοκίες των γονιών του, που τον ήθελαν παντρεμένο και πατέρα. Από την άλλη, ο Λούκα περιγράφει τη σεξουαλική του περιπέτεια σαν ένα χώρο ελευθερίας, μια κίνηση υπέρβασης απέναντι στην Ανιέζε και την οικογένειά του. Μετά από κάποιες συνεδρίες θεραπείας ζεύγους, η ηρεμία επιστρέφει στη σχέση των δύο συντρόφων που επικεντρώνονται πλέον στο μικρό παιδί, ωστόσο η επιθυμία και των δύο έχει εξαφανιστεί.
Τι έχει συμβεί;
Πως γίνεται η Ανιέζε και ο Λούκα, μέσα σε μια βελτιωμένη σχέση να εκδηλώνουν έλλειψη επιθυμίας;
Πρέπει, άραγε, η έλλειψη επιθυμίας να ερμηνευθεί, όπως προτείνει ο Kernberg (1995), ως μια υπερβάλλουσα επιθετικότητα στη σχέση; «Η επιθετικότητα εισχωρεί ακόμα και στην ίδια τη σεξουαλική επιθυμία. Το γεγονός της διείσδυσης, ενεργητικής και παθητικής, ενσωματώνει την επιθετικότητα στην υπηρεσία του έρωτα (…) αυτή η φυσιολογική ικανότητα να μετατρέπεται ο πόνος σε ερωτική διέγερση χάνεται όταν μια έντονη επιθετικότητα δεσπόζει τη σχέση» (σ. 25).
Ή, μήπως, έχει να κάνει, όπως προτείνει o Clement (2010), με το ότι η σεξουαλική πράξη αποτελεί ένα σημαίνον για άλλα σχεσιακά σημαινόμενα, όπως, για παράδειγμα, τη δυσαρέσκεια για τους ρόλους που διαμορφώθηκαν στο ζευγάρι, με αποτέλεσμα να εμποδίζεται ο ένας ή ο άλλος σύντροφος να αποδεχτεί τη θέση του στα πλαίσια της σχέσης;
Ή, μήπως, επιβεβαιώνεται το σύνηθες κλισέ, σύμφωνα με το οποίο «οι γυναίκες διακόπτουν τις σεξουαλικές σχέσεις με τους άνδρες που δεν αγαπούν πια και εδραιώνουν μια ριζική ασυνέχεια ανάμεσα σε μια παλιά και μια νέα ερωτική σχέση, την ώρα που οι άνδρες είναι ικανοί να διατηρήσουν μια σεξουαλική σχέση με μια γυναίκα ακόμα και αν η συναισθηματική τους δέσμευση βρίσκεται αλλού»; (Alberoni σε Kernberg, σ. 96)
Αυτό που συμπεραίνουμε είναι ότι η σεξουαλική επιθυμία σε σχέση με τον δεσμό του ζεύγους παρουσιάζει μια τελείως δική της λογική. Σεξουαλική επιθυμία και δεσμός ζεύγους είναι δύο ποιοτικά διαφορετικές διεργασίες και μόνο οι δύο σύντροφοι είναι σε θέση να βρουν διάφορους τρόπους εναρμόνισης της σεξουαλικής τους επιθυμίας με τον δεσμό τους. Στην περίπτωση του Λούκα και της Ανιέζε, ό,τι ισχύει για τη σχέση του ζευγαριού, δηλαδή η βελτίωση και η γαλήνη, δεν ισχύει για τη σεξουαλική τους επιθυμία, η οποία έχει μια δική της ιστορία με παρελθόν. Μεταξύ τους εγκαθίσταται μια συμβιβαστική σχέση, στην οποία και οι δύο αποδέχονται τους περιορισμούς της σεξουαλικής τους ζωής, αναδεικνύοντας τον δεσμό του ζευγαριού ως τη σημαντικότερη πλευρά της σχέσης τους.
Συμπεράσματα
Η επιθυμία παραμένει ένα μυστήριο, ακόμα και για τους κατόχους μιας αφήγησης της επιθυμίας, όπως θα έλεγε ο Foucault και -παραφράζοντάς τον- θα λέγαμε ότι η ψυχολογία δεν είναι σε θέση να προωθήσει μια αφήγηση για την επιθυμία, διότι είναι η ίδια η επιθυμία που οργανώνει την αφήγηση της ψυχολογίας.
Συνοψίζοντας, ας δούμε κάποια χαρακτηριστικά της επιθυμίας στο ζευγάρι, κάνοντας ορισμένες υποθέσεις:
-
Η επιθυμία, μάλλον, δε σχετίζεται με ένα αίσθημα γαλήνης στη σχέση του ζευγαριού.
-
Φαίνεται -παραδόξως- ότι η επιθυμία συνδέεται με το ρίσκο της απώλειας του συντρόφου ή, τουλάχιστον, με το ότι παρουσία του δεν είναι δεδομένη.
-
Επίσης, φαίνεται να σχετίζεται με την εικόνα που έχει ο ένας σύντροφος για τον άλλο.
-
Η οικονομία των αμοιβαίων προσδοκιών φαίνεται να επηρεάζει την επιθυμία, θετικά ή αρνητικά.
Μπορούμε να διακρίνουμε δύο σχολές σκέψης που αφορούν στην επιθυμία: Η μία υπέρ της ενσωμάτωσης και η άλλη υπέρ του διαχωρισμού.
Σύμφωνα με την πρώτη σχολή σκέψης, η επιθυμία ζωντανεύει όταν ενσωματώνεται στη σχέση δεσμού: Προκαλεί έκπληξη ότι εκπρόσωπος της υπόθεσης ενσωμάτωσης είναι ο ίδιος ο Kernberg: «Ο Μεξικανός ποιητής Octavio Paz ανέδειξε με εντυπωσιακή σαφήνεια αυτή την πλευρά του έρωτα: ο έρωτας ορίζει το σημείο τομής ανάμεσα στην επιθυμία και την πραγματικότητα. Ο έρωτας, [αναφέρει ο Paz], αποκαλύπτει την πραγματικότητα της επιθυμίας και δημιουργεί το πεδίο μετάβασης από το ερωτικό αντικείμενο στο αγαπημένο πρόσωπο. Αυτή η αποκάλυψη είναι σχεδόν πάντα οδυνηρή, καθώς το αγαπημένο πρόσωπο παρουσιάζεται τόσο σαν σώμα που διαπερνάται, όσο και σαν αδιαπέραστη συνείδηση. Ο έρωτας είναι η αποκάλυψη της ελευθερίας του άλλου» (σ. 50).
Η δεύτερη σχολή, η διαχωριστική, θεωρεί ότι η επιθυμία και ο δεσμός δεν οφείλουν να κινούνται παράλληλα: ο Clement (2010) υποστηρίζει ότι «η σεξουαλική Επιθυμία έχει μια δική της, εντελώς διαφορετική δυναμική. Δεν είναι μόνο αλλοπρόσαλλη, αναξιόπιστη, σύντομη και διφορούμενη, αλλά είναι και αντιφατική, παρουσιάζει τάσεις τόσο φυγόκεντρες όσο και κεντρομόλους, ταλαντεύεται ανάμεσα σε επιθυμίες συγχώνευσης, που ελαχιστοποιούν τις διαφορές, και σε τάσεις ενίσχυσης αυτών των διαφορών, λόγω της έλξης για το διαφορετικό. Στην ουσία [η επιθυμία] είναι ακραία παράλογη». Και ο Fonagy προσθέτει ότι «Η σχέση δεσμού και η σεξουαλικότητα συνδέονται από ένα παράδοξο. Ο δεσμός μπορεί εγγενώς να παρεμποδίσει την εμπειρία της σεξουαλικής διέγερσης. Μερικοί μελετητές (…) θεωρούν ότι η σεξουαλική διέγερση υποχρεωτικά εμπεριέχει την εκμηδένιση της αυθεντικής νοητικής εικόνας του συντρόφου. Αντιθέτως, ο δεσμός περιστρέφεται γύρω από τη δυνατότητα να φτάσει κανείς στην κατανόηση του εαυτού του μέσα από την αλληλεπίδραση με τον άλλον.»
Ένας μελετητής που υιοθετεί μια ιδιαίτερη άποψη για τη διαφοροποίηση της ανάπτυξης του εαυτού, στα πλαίσια μιας συντροφικής σχέσης, είναι ο Schnarch.
Σύμφωνα με αυτόν, η διαφοροποίηση συνδέεται με την ικανότητα να διατηρεί κανείς την αίσθηση του εαυτού του, ενώ βρίσκεται σε σχέση με σημαντικά άλλα πρόσωπα. Στο κείμενό του «Το πάθος στο γάμο. Σεξ και οικειότητα στις ερωτικές σχέσεις», αναφέρει:
«Τα επαρκώς διαφοροποιημένα άτομα μπορούν να βρίσκονται σε συμφωνία, χωρίς να αισθάνονται ότι “χάνουν τον εαυτό τους” και μπορούν να εκφέρουν διαφωνίες, χωρίς να αισθάνονται αποξενωμένα ή πικραμένα. Μπορούν να συνδέονται με άτομα που διαφωνούν και ταυτόχρονα να “γνωρίζουν ποιοι είναι”. Δεν χρειάζεται να εγκαταλείψουν το πλαίσιο για να διατηρήσουν την αίσθηση του εαυτού τους».
Η πορεία προς την ωριμότητα είναι μια διεργασία που ξεκινά από την εφηβεία και διαρκεί σε ολόκληρη τη ζωή. Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις που είτε διακόπτεται ή δεν λαμβάνει καν χώρα. Αν οι γονείς είναι οι ίδιοι ανεπαρκώς διαφοροποιημένοι, ενδέχεται να εγκαταστήσουν με τα παιδιά τους σχέσεις υπερβολικά συγχωνευμένες ή απόμακρες, που θα δυσχεράνουν την ανάπτυξη δικών τους δεξιοτήτων να σκέπτονται, να αισθάνονται και να δρουν για τον εαυτό τους.
Το σεξουαλικό παρελθόν που έχουμε σήμερα είναι το αποτέλεσμα ενός μεγάλου φάσματος επιλογών. Είναι το αφήγημα μιας ανάμνησης γεγονότων που καθορίστηκαν από συγκεκριμένες παρελθοντικές εμπειρίες. Η σεξουαλική επιθυμία μαθαίνεται, στο βαθμό που θα μετατραπεί σε προϊόν όλων αυτών των παρελθοντικών αποκτημάτων. Έτσι, η σεξουαλική επιθυμία ενσωματώνεται στο ευρύτερο μοντέλο ανάπτυξης του ατόμου, με αποτέλεσμα η έλλειψή της να θεωρείται όχι απλώς ένα σύμπτωμα, αλλά το επίκεντρο της σχέσης του ζευγαριού, το κριτήριο του βαθμού οικειότητας που οι σύντροφοι δύνανται να βιώσουν.
Ξεπερνώντας κάθε θεωρία, θα λέγαμε ότι η πραγματική μαγεία της επιθυμίας γίνεται βίωμα, όταν βρούμε κάποιον που θα συλλέξει και στη συνέχεια θα επιθυμήσει όλες τις πτυχές του εαυτού μας, ακόμα και όσες εμείς έχουμε απορρίψει, αποκρύψει, απωθήσει, πέρα από τον ορίζοντα της συνείδησής μας. Μέσα από αυτή την ευγνωμοσύνη, η επιθυμία γίνεται αγάπη.
Βιβλιογραφία
Clement, U. (2010). Terapia sessuale sistemica. Milano: Raffaello Cortina.
Caruso, A. (2015). Il sesso in terapia. Teorie e tecniche di terapia sessuale. Milano: Mimesis.
Charmet, G. (1987). La democrazia degli affetti. Milano: Raffaello Cortina.
Dettore, D., & Lambiase, E. (2011). La fluidità sessuale. La varianza dell’orientamento e del comportamento sessuale. Alpes Italia.
Foucault, M. (1984). L'uso dei piaceri. Milano: Feltrinelli.
Foucault, M. (1968). La cura di sé. Milano: Feltrinelli.
Frongia, P. (2020). Il “Sistema” Coppia: come si passa dall’ infatuazione all’amore. State of Mind ID. Articolo 173678.
Giddens, A. (2013).La trasformazione dell’intimità. Sessualità, amore ed erotismo nelle società moderne. Milano: Il Mulino.
Mistura, S. (1991). La terribile tenerezza. Roma: Borla.
Kenberg, O.F. (1996).Relazioni d’amore. Normalità e patologia. Milano: Raffaello Cortina.
Schnarch, D. (2001). La passione nel matrimonio. Sesso e intimità nelle relazioni d’amore. Milano: Raffaello Cortina.
Simonelli, C. (2006). Approccio Integrato in sessuologia clinica. Milano: Franco Angeli.
Απολλόδωρος (2008). Κατά Νέαιρας. Αθήνα: Στιγμή (Βιβλιοθήκη Αρχαίων Συγγραφέων.
Πλάτων (2004). Συμπόσιον. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Ζήτρος (Αρχαίοι Έλληνες Συγγραφείς).
[1]Oh che sarà, Fiorella Mannoia & Ivano Fossati
[2]Σ.τ.Μ: Ιούλιος Καίσαρας, Απομνημονεύματα περί του Γαλατικού Πολέμου
[3]Σ.τ.Μ: Πλάτων (2004): Συμπόσιον. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Ζήτρος (Αρχαίοι Έλληνες Συγγραφείς)
[4]Σ.τ.Μ: Ό.π.
[5]Σ.τ.Μ.: Το κείμενο έχει αποδοθεί στον Δημοσθένη, ωστόσο στην πορεία των χρόνων η πατρότητά του αμφισβητήθηκε και σύμφωνα με την πιο σύγχρονη φιλολογική έρευνα αποδίδεται, τελικά, στον Απολλόδωρο.
[6]Σ.τ.Μ.: Απολλόδωρος 2008, σ. 135.