Ε.Ε.Σ.ΣΚΕ.Ψ.Ο. - Επιστημονική Εταιρεία Επαγγελματιών Ψυχικής Υγείας

ΓΑΜΟΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΑΣ/ΑΓΑΠΗ

  • Κατερίνα ΘεοδωράκηΠαιδοψυχίατρος – Συστημική Ψυχοθεραπεύτρια
  • Νίκος Βαϊδάκηςπ. Αναπληρωτής Καθηγητής Ψυχιατρικής

Κατερίνα Θεοδωράκη, Παιδοψυχίατρος, Συστημική Ψυχοθεραπεύτρια

και

Νίκος Βαϊδάκης, π. Αναπληρωτής Καθηγητής Ψυχιατρικής

Η ισχυρότερη δύναμη που ωθεί τον άνθρωπο στη δημιουργία δεσμών είναι η αναπαραγωγική λειτουργία

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το άρθρο αυτό αποτελείται από 2 τμήματα.

Στο 1ο (μακροεπίπεδο), γίνεται προσπάθεια να δούμε την εξέλιξη του θεσμού του γάμου στο κοινωνικό επίπεδο, από τις λεγόμενες πρωτόγονες κοινωνίες (ή καλύτερα με βάση την σύγχρονη κοινωνική ανθρωπολογία, κοινωνίες χωρίς γραφή) που πέρασαν στον πολιτισμό, και πώς οι κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις άλλαξαν σταδιακά τον θεσμό του γάμου. Παρακολουθούμε τη δημιουργία, πορεία, εξέλιξη και μετασχηματισμό της οικογένειας και του γάμου, που άλλοτε προηγούνται και άλλοτε έπονται των οικονομικο-κοινωνικών αλλαγών. Τα δεδομένα προέρχονται, κυρίως, από ανθρωπολογικές και κοινωνιολογικές μελέτες, μας μεταφέρουν πίσω στον χρόνο και μας βοηθούν να δούμε τη μακρά πορεία εξέλιξης του ανθρώπου και της οικογένειας, με όλα τα θετικά της αλλά και τα αρνητικά της στοιχεία.

Στο 2ο τμήμα του άρθρου (μικροεπίπεδο), ο φακός εστιάζει στη σχέση του ζευγαριού, διερευνώντας τις έννοιες της αγάπης, του έρωτα, της φιλίας, του πάθους, του δεσμού ζεύγους και πώς αυτές διαμορφώνονται και επηρεάζονται από τις κοινωνικές αλλαγές και εξελίσσονται στον χρόνο. Στο τέλος γίνεται μια επισήμανση για το πώς η τεχνολογία εξαφανίζει την ετερότητα, φτιάχνοντας ένα καινούριο οικολογικό περιβάλλον, όπου οι μηχανές πραγματοποιούν εκπληκτικές επιδόσεις, αλλά πλήττεται καίρια η δυνατότητα των παιδιών να αναπτύξουν την ενσυναίσθηση, ευνοείται ο ναρκισσισμός και, άρα, μειώνονται οι δεξιότητες για κοντινές και οικείες σχέσεις.

Η ιστορική εξέλιξη του γάμου

Ο γάμος είναι ένας κοινωνικός θεσμός που αποτελεί το πλαίσιο εντός του οποίου γεννιούνται και κοινωνικοποιούνται οι άνθρωποι. Ο F. Engels στο βιβλίο του «Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους» εμπνέεται από τις έρευνες του Louis H. Morgan, (Ancient Society, London 1877) ο όποιος μελέτησε τους Ινδιάνους Ιροκέζους της Αμερικής, από όπου επηρεάστηκε και ο Μαρξ.

Σύμφωνα με την υλιστική αντίληψη, το καθοριστικό στοιχεία της ιστορίας είναι η παραγωγή και η αναπαραγωγή του είδους.

Στις συγγενικές ενώσεις των βορειοαμερικανών ινδιάνων, o Morgan βρήκε το κλειδί που μας λύνει τα αινίγματα -άλυτα ως τώρα- της αρχαιότατης ελληνικής, ρωμαϊκής και γερμανικής ιστορίας, σημειώνει ο Engels.

Η οικογένεια υπήρξε κοινωνικός θεσμός που έχει τη δική του ιστορία. Η ενασχόληση με την ιστορία της οικογένειας χρονολογείται από το 1861, τότε που εκδόθηκε το «Μητρικό δίκαιο» του Bachofen, ο οποίος διατυπώνει τους εξής ισχυρισμούς:

1. Οι άνθρωποι ζούσαν στην αρχή έχοντας αναπαραγωγικές σχέσεις χωρίς περιορισμούς (οι παλαιολιθικοί άνθρωποι πιθανόν ασκούσαν την αναπαραγωγική τους λειτουργία μόνο σε ορισμένη χρονική περίοδο όπως όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί).

2. Η καταγωγή λογαριάζεται από τη γυναικεία γραμμή, σύμφωνα με το μητρικό δίκαιο, διότι η πατρότητα δεν είναι σίγουρη.

3. Γι’ αυτό τον λόγο, σέβονταν τις γυναίκες που ήταν οι μοναδικοί σίγουροι γονείς.

4. Το πέρασμα στη μονογαμία περιέκλειε την παράβαση μιας παμπάλαιας θρησκευτικής εντολής (δηλαδή την παράβαση του δικαιώματος των υπολοίπων ανδρών πάνω σε μια γυναίκα). Μια παράβαση που έπρεπε να εξιλεωθεί/εξαγοραστεί με μια χρονικά περιορισμένη έκδοση της γυναίκας.

5. Ο Bachofen μελέτησε πολυάριθμα κείμενα της παλιάς κλασικής φιλολογίας, για να καταλήξει ότι ειδικά στους Έλληνες η εξέλιξη προς τη μονογαμία, και από το μητρικό στο πατρικό δίκαιο, γίνεται ως συνέπεια των θρησκευτικών παραστάσεων, μιας εισδοχής νέων θεοτήτων που εισήλθαν στο παλιό παραδοσιακό πάνθεον. Σύμφωνα με αυτό, ο Bachofen παρουσιάζει την Ορέστεια του Αισχύλου ως τη δραματική περιγραφή του αγώνα, ανάμεσα στο μητρικό δίκαιο που έδυε και το πατρικό που ανέτειλε. Οι Ερινύες που κυνηγούν τον Ορέστη, αντιπροσωπεύουν το μητρικό δίκαιο, ενώ η Αθηνά και ο Άρειος Πάγος, το πατρικό δίκαιο.

6. Ο άμεσος διάδοχός του Bachofen ήταν ο Mac Lennan, ο οποίος ως νομικός χώριζε τις φυλές σε εξωγαμικές και ενδογαμικές, και δημιούργησε μεταξύ τους μια άκαμπτη αντίθεση. Ο Mac Lennan γνώριζε τρεις μορφές γάμου: Την πολυανδρία, την πολυγαμία, τη μονογαμία. Όμως, βρίσκονταν όλο και περισσότερες ενδείξεις ότι σε ορισμένους λαούς, υπήρχαν μορφές γάμου όπου μια σειρά άνδρες κατείχαν μια σειρά από γυναίκες και ο Λόμποκ το 1870 παραδέχτηκε αυτόν τον ομαδικό γάμο.

Αμέσως μετά το 1871 εμφανίστηκε ο Morgan (Αμερικανός ανθρωπολόγος) με νέο αποφασιστικό υλικό. Ο Morgan, στο έργο του ANCIENT SOCIETY, απέδειξε ότι η ενδογαμία και η εξωγαμία δεν έχουν καμία αντίθεση μεταξύ τους. Ο Morgan χωρίζει τις βαθμίδες του πολιτισμού σε τρεις κύριες εποχές: 1) Την άγρια κατάσταση, 2) τη βαρβαρότητα και 3) τον πολιτισμό. Την καθεμιά από τις δύο πρώτες τη χωρίζει σε τρεις βαθμίδες, την κατώτερη, τη μέση και την ανώτερη, ανάλογα με την πρόοδο της παραγωγής των μέσων συντήρησης. Στην άγρια κατάσταση ο άνθρωπος είναι κατεξοχήν τροφοσυλλέκτης, ενώ στην εποχή της βαρβαρότητας ξεκινά η ανάπτυξη της γεωργίας και κτηνοτροφίας. Στην ανώτερη βαθμίδα της βαρβαρότητας ανήκουν και οι Έλληνες της ηρωικής εποχής (Ιλιάδα). Πολιτισμός θεωρείται από τον Morgan, η περίοδος που οι άνθρωποι μαθαίνουν να επεξεργάζονται παραπέρα τα φυσικά προϊόντα, που μαθαίνουν την καθαυτό βιομηχανία και την τέχνη.

«Η οικογένεια, λέει ο Morgan, είναι το ενεργό στοιχείο, δεν είναι ποτέ στάσιμη αλλά προχωρά από μια κατώτερη σε μια ανώτερη μορφή, στον βαθμό που η κοινωνία μετακινείται από μια κατώτερη σε μια ανώτερη βαθμίδα. Τα συστήματα συγγένειας, αντίθετα, είναι παθητικά και καταγράφουν προόδους μονάχα σε μεγάλα χρονικά διαστήματα». Το ίδιο συμβαίνει και με τα πολιτικά, τα νομικά, τα θρησκευτικά, τα φιλοσοφικά συστήματα, θα προσθέσει ο Μαρξ. Ενώ η οικογένεια εξελίσσεται και ξεφεύγει από τα πλαίσια του συστήματος συγγένειας, το σύστημα συγγένειας εξακολουθεί να υπάρχει με τη δύναμη της συνήθειας. Έτσι, συμπεραίνουμε από ένα ιστορικά κληρονομημένο σύστημα συγγένειας, ότι έχει υπάρξει η αντίστοιχή του μορφή οικογένειας, η οποία έχει πια εξαφανιστεί. Ο Morgan καταλήγει στο συμπέρασμα ότι υπήρξε μια «πρωτόγονη» κατάσταση, όπου μέσα στη φυλή επικρατούσαν αναπαραγωγικές σχέσεις χωρίς κανένα περιορισμό και για τα δύο φύλα. Τα ίχνη, όμως, που βρίσκουμε σήμερα, μας οδηγούν σε μια πολύ πιο κατοπινή μορφή, στον ομαδικό γάμο, μορφή όπου ολόκληρες ομάδες από άντρες και ολόκληρες ομάδες από γυναίκες κατέχουν αμοιβαία η μια την άλλη. Για να βγει ο άνθρωπος από την κατάστασή του αυτή και να παράξει πολιτισμό, χρειάστηκε να αντικαταστήσει την έλλειψη της αμυντικής ικανότητας του ατόμου με την ενωμένη δύναμη και συνεργασία της αγέλης.

Κατά τον Morgan, στην πρώτη φάση των χωρίς κανόνα σχέσεων, η οικογένεια οργανώθηκε με βάση την συγγένεια εξ’ αίματος, εδώ οι ομάδες γάμου χωρίζονται κατά γενιές. Σ’ αυτή τη μορφή οικογένειας υπάρχουν μόνο πρόγονοι και απόγονοι. Στη δεύτερη φάση έχομε την «πουναλουανή οικογένεια» (ο όρος αυτός προέρχεται από την λέξη «πουναλούα», που στη διάλεκτο της Χαβάης σημαίνει «στενός σύντροφος» και δημιουργήθηκε από τον Αμερικανό ανθρωπολόγο και εθνολόγο του 19ου αιώνα, L. Morgan) στην οποία, όλες οι γυναίκες ενός γένους, θεωρούνται παντρεμένες με όλους τους άντρες κάποιου άλλου γένους, και αντίστροφα, ενώ, συγχρόνως, αποκλείονται οι σεξουαλικές σχέσεις ανάμεσα σε αδελφή και αδελφό. Στο σύστημα αυτό αποκλειόταν να βρίσκονται στην ίδια ομάδα πατέρας και κόρη ή μητέρα και γιος. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι φυλές στις οποίες περιοριζόταν η αιμομιξία, εξελίσσονταν γρηγορότερα και πληρέστερα από τις άλλες. Εδώ, μπαίνει το σύστημα του γένους που προέρχεται άμεσα από την πουναλουανή οικογένεια, που αποτελεί τη βάση της κοινωνικής διάρθρωσης των περισσοτέρων «βαρβάρων» λαών της γης. Μόλις γίνει γεγονός η απαγόρευση των σεξουαλικών σχέσεων ανάμεσα στα αδέλφια, μετατρέπεται η ομάδα αυτή σε γένος, δηλαδή συγκροτείται σε κύκλο από συγγενείς εξ’ αίματος της γυναικείας γενεαλογικής γραμμής (με κοινή προμήτορα).

Η επόμενη εξελικτική φάση είναι η ζευγαρωτή οικογένεια, όταν ακόμα και μέσα στον ομαδικό γάμο γινόταν ένα κάποιο ζευγάρωμα για μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, όταν ο άντρας είχε μια κύρια γυναίκα ανάμεσα στις πολλές γυναίκες. Με την αύξηση των σεξουαλικών απαγορεύσεων γίνονται όλο και πιο αδύνατοι οι ομαδικοί γάμοι. Στη ζευγαρωτή οικογένεια (χαρακτηριστική μορφή οικογένειας στη φάση της βαρβαρότητας του Morgan) ένας άντρας ζει με μια γυναίκα, όμως η πολυγαμία μένει δικαίωμα των αντρών, ενώ από τις γυναίκες απαιτείται αυστηρή πίστη. Ο γαμήλιος δεσμός μπορεί να διαλυθεί και από τις δύο πλευρές και τα παιδιά ανήκουν, όπως και πρώτα, στη μητέρα μονάχα. Η γυναίκα, σε όλους τους άγριους και σε όλους τους βάρβαρους της κατώτερης και της μέσης περιόδου, εν μέρει ακόμα και της ανώτερης βαθμίδας, κατέχει μια θέση όχι μονάχα ελεύθερη αλλά και πολύ σεβαστή. Αυτό, βέβαια, προερχόταν από την αποκλειστική αναγνώριση μιας πραγματικής μητέρας, καθώς ήταν αδύνατο να γίνει γνωστός ο πραγματικός πατέρας. Στο ζευγάρωμα, η ομάδα είχε περιοριστεί στην τελευταία της ενότητα, στον ένα άντρα και στη μία γυναίκα. Η φυσική επιλογή και το ταμπού της αιμομιξίας, είχαν εκπληρώσει το έργο τους, αποκλείοντας όλο και περισσότερους από την κοινότητα του γάμου.

Εδώ, μπαίνουν σε ενέργεια κοινωνικοί και οικονομικοί παράγοντες. Οι ποιμενικοί λαοί αποκτούν σιγά-σιγά μια περιουσία από τα κοπάδια τους που αυξάνονται. Αυτή η περιουσία αρχικά ανήκε στο γένος. Όμως, από νωρίς θα πρέπει να αναπτύχθηκε η ατομική ιδιοκτησία στα κοπάδια. Αυτό ήταν μια μεγάλη αλλαγή για την κοινωνία που βασιζόταν στον ζευγαρωτό γάμο και στο μητριαρχικό γένος, επειδή στο μερίδιο του άντρα έπεφτε η εξεύρεση τροφής και τα αναγκαία μέσα εργασίας γι’ αυτή την εξεύρεση, επομένως και η ιδιοκτησία των τελευταίων, ζώων, τροφών, υποτακτικών (δεν ξέρουμε αν υπήρχαν δούλοι εκείνη την περίοδο). Τα παιδιά, όμως, στο μητρικό δίκαιο δεν κληρονομούσαν τον πατέρα, αλλά τη μητέρα, διότι ανήκαν στο γένος της μητέρας τους και η περιουσία του πατέρα έπρεπε να μείνει μέσα στο γένος του πατέρα. Αυτό έδινε στον άντρα μια πιο σημαντική θέση απ’ αυτήν της γυναίκας και δημιουργούσαν, απ’ την άλλη, το κίνητρο να ανατραπεί η παλιά σειρά διαδοχής, προς όφελος των παιδιών τους. Αυτό, όμως, δεν γινόταν όσο ίσχυε η καταγωγή από το μητρικό δίκαιο. Έτσι, εφαρμόστηκε η αντρική γραμμή καταγωγής και το πατρικό κληρονομικό δίκαιο. Η ανατροπή της μητριαρχίας ήταν μια κοσμοϊστορική απώλεια ισχύος του γυναικείου φύλου. Η γυναίκα έγινε το απλό εργαλείο για την παραγωγή παιδιών. Αυτό φαίνεται καθαρά στους Έλληνες της ηρωικής και, ακόμα περισσότερο, της κλασικής εποχής. Για να εξασφαλιστεί η πίστη της γυναίκας, δηλαδή η πατρότητα των παιδιών, παραδίδεται η γυναίκα χωρίς όρους στην εξουσία του άντρα. Με την πατριαρχική οικογένεια μπαίνουμε στην περιοχή της γραφτής ιστορίας. Η μονογαμική οικογένεια γεννιέται από τη ζευγαρωτή οικογένεια, στο πέρασμα από τη μεσαία στην ανώτερη βαθμίδα της βαρβαρότητας (κατά Morgan). Η πατρότητα, εδώ, πρέπει να είναι αδιαφιλονίκητη γιατί τα παιδιά θα γίνουν άμεσοι κληρονόμοι του πατέρα. Διακρίνεται από τον ζευγαρωτό γάμο με την πολύ μεγαλύτερη σταθερότητα του γαμήλιου δεσμού, που τώρα πια δεν λύνεται με αμοιβαία συναίνεση, αλλά μονάχα ο άντρας μπορεί να διώξει τη γυναίκα του. Η μονογαμία, εδώ, ισχύει μόνο για τη γυναίκα, όχι για τον άντρα. Εμφανίζεται σαν υποδούλωση του ενός φύλου από το άλλο. Σε ένα χειρόγραφό του, ο Μαρξ αναφέρει: «Ο πρώτος καταμερισμός της εργασίας είναι ο καταμερισμός ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα για την παραγωγή παιδιών». Συνυπάρχει με τη δουλεία και τον εταιρισμό (εταιρισμό ονομάζει ο Morgan τις εξώγαμες σεξουαλικές σχέσεις των αντρών με ανύπαντρες γυναίκες).

Και φτάνουμε στο αστικό συνοικέσιο της εποχής του Engels, που είναι «γάμος συναλλαγής». Με την πατριαρχική, και ακόμα περισσότερο με τη μονογαμική ξεχωριστή οικογένεια, η διεύθυνση του νοικοκυριού έχασε τον δημόσιο χαρακτήρα της και έγινε ιδιωτική υπόθεση. Η μορφή της οικογένειας αλλάζει, όπως αλλάζει η κοινωνία. Το γένος είναι κοινός θεσμός σε όλους τους βαρβάρους ως την είσοδό τους στον πολιτισμό, και κατάγεται από τη μοναδική προμήτορα της ιδρύτριας του γένους (γένος, φρατρία, φυλή). Πολλά γένη συνενώνονται στις φρατρίες και πολλές φρατρίες σχηματίζουν τη φυλή.

Στο καθεστώς του γένους η οικογένεια δεν ήταν ποτέ, και δεν θα μπορούσε να είναι, οργανωτική μονάδα γιατί ο άντρας και η γυναίκα ανήκαν αναγκαστικά σε διαφορετικά γένη. Η φρατρία ήταν ένα αρχικό γένος-μητέρα, χωρισμένο σε πολλά γένη-κόρες που τα συνένωνε. Στο ελληνικό καθεστώς της ηρωικής εποχής είναι ακόμα ζωντανή η παλιά οργάνωση των γενών, αλλά βλέπουμε και την αρχή της υπόσκαψής της. Το πατρικό δίκαιο με κληροδότηση της περιουσίας στα παιδιά, ευνοούσε τη συσσώρευση πλούτου στην οικογένεια και την έκανε πιο ισχυρή σε σύγκριση με το γένος. Επίσης, το καθεστώς των γενών είναι απολύτως ασυμβίβαστο με τη χρηματική οικονομία. Το γένος εμφανίστηκε στη μέση βαθμίδα της άγριας κατάστασης και φτάνει στην άνθησή του στην κατώτερη βαθμίδα της βαρβαρότητας (σύμφωνα με τον Morgan) .

 Η επινόηση του γάμου από έρωτα

Μέχρι τον μεσαίωνα, ο γάμος στην Ευρώπη δεν στηριζόταν, σχεδόν ποτέ, στο συναίσθημα. Στον γάμο σπάνια συνυπήρχε αγάπη και η ένωση αυτή ήταν πάνω από όλα γάμος συμφέροντος που τον κανόνιζαν οι οικογένειες, χωρίς να συναινεί πραγματικά το ζευγάρι. Στον Μεσαίωνα ο γάμος ήταν υπόθεση συλλογική και καθοδηγούνταν πέρα-ως-πέρα από την παράδοση. Επειδή ο γάμος συναπτόταν με κίνητρο το συμφέρον, π.χ. το να συνεταιριστούν δύο οικογένειες ήταν υπόθεση όλης της κοινότητας. Επίσης, η δυσλειτουργία στο ζευγάρι αντιμετωπιζόταν από όλο το χωριό.

Ο στόχος του γάμου ήταν, αφενός, να διασφαλιστεί η γενεαλογική συνέχεια, η μετάδοση του ονόματος και της οικογενειακής περιουσίας στον πρωτότοκο, αφετέρου, η παραγωγή εργατικών χεριών που θα συντηρούν και θα δουλεύουν στο αγρόκτημα.

Γενεαλογία, βιολογία και οικονομία είναι οι τρεις πυλώνες της οικογενειακής ένωσης. Το ζευγάρι δεν είχε κανένα περιθώριο ελευθερίας. Η γέννηση του συγχρόνου ρομάντζου συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τη μετάβαση από τον γάμο μέσω συνοικεσίου ή τον γάμο συμφέροντος, στον γάμο από έρωτα.

Ο M. Montaigne θα πει: «Ένας καλός γάμος, αν υπάρχει, αρνείται τη συντροφιά και τις συνήθειες του έρωτα. Προσπαθεί να μιμηθεί τις συνήθειες της φιλίας. Είναι μια τρυφερή κοινωνία ζωής, γεμάτη διάρκεια, εμπιστοσύνη και ένας άπειρος αριθμός χρήσιμων και ουσιαστικών αμοιβαίων εξυπηρετήσεων και υποχρεώσεων».

Ο M. Montaigne, λοιπόν, σύμφωνα με το πνεύμα της εποχής του (16ος αιώνας) διαχωρίζει το πάθος από τον γάμο. Μάλιστα, θεωρεί ντροπιαστικό και ατιμωτικό αυτό που για τη μεγάλη πλειονότητα των νέων σήμερα φαντάζει, αντίθετα, ως το απόλυτο ιδανικό, δηλαδή τον γάμο από έρωτα.

Παρόλ’ αυτά, υπάρχουν περιπτώσεις διάσημων προσώπων που ήταν ερωτευμένοι με τη γυναίκα τους τη ρωμαϊκή εποχή, όπως μαρτυρούν διάφοροι συγγραφείς της ρωμαϊκής περιόδου - Οβίδιος, Κικέρων, Σενέκας και άλλοι.

Όμως, πρέπει να σημειώσουμε ότι η ρωμαϊκή αρχαιότητα είναι πολύ κοντύτερα στη σύγχρονη εποχή απ’ ό,τι στον Μεσαίωνα, ο οποίος σημαδεύτηκε από μοναδικές οπισθοδρομήσεις σε όλα τα επίπεδα (καλλιτεχνικό, πνευματικό, όσο και στο επίπεδο των ηθών). Στο διάστημα μέχρι την εγκαθίδρυση της χριστιανικής θρησκείας, υπάρχουν πολλές ομοιότητες με τη σύγχρονη εποχή. Ωστόσο, δεν ξέρουμε αν αυτοί οι ρωμαϊκοί γάμοι, στους οποίους υπήρχε έρωτας μερικές φορές, ήταν γάμοι από έρωτα με την έννοια που του δίνουμε σήμερα.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχουν γάμοι από συνοικέσιο που οι άνθρωποι αγαπιούνται και γάμοι από έρωτα που οι άνθρωποι καταλήγουν να μισιούνται.

Με την έλευση της μισθωτής εργασίας και της αγοράς εργασίας, τα άτομα πηγαίνουν στις πόλεις και οι παραδοσιακές κοινότητες χάνουν την εξουσία που είχαν στα άτομα. Αποκτούν μια νέα ελευθερία από την κοινότητα, και, αφετέρου, μια υλική αυτονομία μέσα από τον μισθό τους. Έτσι, παρακάμπτονται τα εμπόδια της παραδοσιακής ζωής και σταδιακά εγκαθιδρύεται ο γάμος από έρωτα. Αυτό θα γίνει με διαφορετικό τρόπο και ρυθμό στις διάφορες τάξεις.

Το πέρασμα από το συνοικέσιο στην ελεύθερη επιλογή συντρόφου από έρωτα, αλλάζει τα δεδομένα σε όλα τα επίπεδα, κοινωνικά και πολιτικά. Το άτομο αποκτά νέα αξία. Οι τέσσερεις περίοδοι της οικογένειας, σ’ αυτή τη φάση, είναι οι εξής: Η πρώτη εποχή είναι η εποχή του παλαιού καθεστώτος, στην οποία ο γάμος δεν προέρχεται ούτε νομιμοποιείται με τον έρωτα. Η δεύτερη εποχή είναι η εποχή των αστών (1850-1950) όπου υπάρχει μία μίξη παραδόσεων και έρωτα, του παλιού και του μοντέρνου, ο γάμος γίνεται με συνοικέσιο, όμως αγαπιόμαστε και λίγο. Από το 1950 και μετά, μπαίνουμε σε μια άλλη εποχή της οικογένειας, όπου σχεδόν αποκλειστικά ο γάμος γίνεται από έρωτα. Μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο θα επέλθει η οριστική νίκη του γάμου από αγάπη, έναντι του γάμου από συνοικέσιο.

«Η επανάσταση του έρωτα» κατά τον Luc Ferry έχει κάποιες συνέπειες. Η πρώτη είναι η μεγάλη αύξηση του διαζυγίου. Σιγά-σιγά οι μισοί γάμοι διαλύονται. Μια άλλη συνέπεια είναι η γέννηση της οικειότητας στην ιδιωτική ζωής και η εμφάνιση της αγάπης για τα παιδιά, της γονικής αγάπης, που είναι συγχρόνως, και συχνά, χωρίς όρια. Σήμερα, ο θάνατος ενός παιδιού είναι από τα πιο σοβαρά γεγονότα. Η αγάπη που αναπτύσσεται στην ιδιωτική ζωή έχει συνέπειες και στη συλλογικότητα, με την ανάπτυξη άλλων αξιών, όπως της αλληλεγγύης, της φροντίδας για τον άλλο, της αδελφοσύνης, της συμπόνιας, του εθελοντισμού, την ανάπτυξη ενός δεύτερου ανθρωπισμού (αυτού της καρδιάς και του συναισθήματος). Η αγάπη προϋποθέτει μια αμοιβαιότητα στη σχέση με τον άλλο. Το πάθος έχει μια ορισμένη διάρκεια και πρέπει είτε να αποτύχει είτε να μεταμορφωθεί. Η γνήσια αγάπη που απορρέει από το ερωτικό πάθος, για να διαρκέσει μετά την εκτόνωση του πάθους, πρέπει να μετασχηματιστεί σε συνειδητή επιλογή. Ο έρωτας, δηλαδή, θα πρέπει να μεταμορφωθεί σε φιλία, για την οποία νιώθουμε χαρά επειδή ο άλλος υπάρχει απλώς και μόνο, θα πει ο Luc Ferry. Στην τέταρτη εποχή του γάμου, που ζούμε σήμερα, αλλάζουν οι ρόλοι των δύο φύλων, μειώνεται ή εξαλείφεται η πατριαρχική εξουσία, και οι σύντροφοι προσπαθούν να χαίρονται τη συμβίωση και ταυτόχρονα να μπορούν να είναι ο εαυτός του ο καθένας, διατηρώντας και ικανοποιώντας τις ατομικές τους ανάγκες, χωρίς να γίνεται η σχέση εξαρτητική.

Ταυτόχρονα, νέες μορφές οικογένειας κάνουν την εμφάνιση τους, όπως οι οικογένειες με γονείς ομόφυλων ζευγαριών, ανασυντιθεμένες οικογένειες, με γονείς και παιδιά από διαφορετικούς γάμους, μονογονεϊκές οικογένειες μητέρων με παιδιά από δότες σπέρματος κ.λπ. Ακόμα και οι λέξεις «πατέρας» και «μητέρα», ενδεχομένως στο μέλλον να καταργηθούν, στη θέση τους ήδη μπαίνουν οι όροι «γονέας 1» και «γονέας 2», στα αρχεία κάποιων σχολείων στην Ελλάδα.

Αυτές οι νέες μορφές οικογενειών αλλάζουν και τις δυναμικές των οικείων σχέσεων, με τρόπους που μπορεί, αφενός, να απελευθερώνουν τα άτομα, αλλά και να δυσκολεύουν μερικές φορές την αλληλεπίδραση και επικοινωνία, γιατί οι ρόλοι των συντρόφων, καθώς και οι γονικοί, επινοούνται μέσα σε αχαρτογράφητα νερά, χωρίς βιωματικές γνώσεις από τις προηγούμενες γενιές.

Έρωτας/Αγάπη και Δεσμός Ζεύγους

Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι διέκριναν τρεις, σχετικά χωριστές, έννοιες αυτού που σήμερα αποδίδουμε με τον όρο «αγάπη»: Έρως, αγάπη, φιλία.

Έρως σήμαινε, αρχικά, την παθιασμένη επιθυμία για ένα πρόσωπο ή αντικείμενο. Σήμερα, συνήθως θεωρείται ότι συνδέεται με τις σεξουαλικές σχέσεις, ενώ συχνά εικάζεται ότι έχει βιολογική βάση.

Η αρχαιοελληνική λέξη «αγάπη», αρχικά σήμαινε μια μορφή αλτρουιστικής, δοτικής και καθολικής αγάπης, που δεν είναι σεξουαλική. Το «αγαπάν» και την αγάπη οικειοποιήθηκαν οι χριστιανοί συγγραφείς, χρησιμοποιώντας αυτές τις έννοιες για την έλξη από την οποία απουσιάζει η ερωτική επιθυμία. (Dover, J.Κ., 1978). Για πολλούς ανθρώπους δεν υπάρχει τίποτε πιο ισχυρό από τη συναισθηματική κατάσταση που αποκαλούμε «αγάπη».

H λαϊκή γνώση αναφέρεται στο συναίσθημα για να ερμηνεύσει τι είναι ο έρωτας και χρησιμοποιεί την αγάπη ως το καλύτερο παράδειγμα για το συναίσθημα. Έτσι, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με συμπλεκόμενες έννοιες (Lamy L.).

Η «φιλία» αναφέρεται, συνήθως, στη βαθιά και στοργική εκτίμηση, σε μια έντονη πίστη και αφοσίωση προς τα μέλη της οικογένειας, τους φίλους ή τους εταίρους, την εθνοτική ομάδα, αλλά ακόμα και την προσήλωση σε μια ιδεολογία. Από αυτή την άποψη η έννοια της «φιλίας» αντανακλά την πλήρη δέσμευση του σώματος και των συναισθημάτων κατά την πράξη του σχετίζεσθαι με τους άλλους.

Οι τρεις κατηγορίες (έρως, αγάπη, φιλία) συχνά διαπλέκονται στις δημοφιλείς έννοιες της αγάπης. Μοιράζονται το κεντρικό θέμα της βαθιάς και συναισθηματικά φορτισμένης δέσμευσης (πρόσδεσης) προς τους άλλους.

Η σύγχρονη φιλοσοφική παράδοση επιδιώκει να ταξινομήσει την αγάπη με τέσσερις διαφορετικούς τρόπους ανάλυσης. Οι τέσσερις συνήθεις ταξινομήσεις της αγάπης είναι: (α) η αγάπη ως ένωση (η επιθυμία πραγματοποίησης ενός ενωτικού δεσμού, για παράδειγμα ερωτικού ή οικογενειακού), (β) η αγάπη ως κύριο μέλημα (δέσμευση, αφοσίωση, συναισθηματική επένδυση, συμπόνια), (γ) η αγάπη ως απόδοση αξίας (διακρίνοντας την «αληθινή» αξία ενός ατόμου ή μιας ιδέας ή αποδίδοντας στο άτομο ή στην ιδέα την υψηλότερη αξία), και (δ) η αγάπη ως πολύπλευρο συναίσθημα που ενδέχεται να περιλαμβάνει όλες τις παραπάνω ιδιότητες (Fouentes σελ. 238).

Ωστόσο, η αγάπη μπορεί να έχει και ανεπιθύμητες ενέργειες. Η αγάπη για τη δική μας ομάδα συνοδεύεται ολοένα και περισσότερο από το μίσος για τις άλλες ομάδες. Η πίστη στη δυνατότητα και στην ικανότητα της αγάπης, προσφέρει, επίσης, και τη δυνατότητα του μίσους, γεγονός που παίζει κεντρικό ρόλο στις συγκρούσεις μεταξύ των κοινωνιών (Fouentes σελ. 252).

Η Εξέλιξη του Δεσμού Ζεύγους

Η δίποδη βάδιση, η στενότητα της πυελικής διόδου και ο μεγάλος εγκέφαλος, αποτέλεσαν δύσκολο προσαρμοστικό πρόβλημα. Η συμβιβαστική λύση που βρήκε η εξέλιξη, είναι τα νεογνά μας να γεννιούνται τόσο αδύναμα, ώστε να χρειάζονται μακρά γονική μέριμνα και μεγάλο ενεργειακό κόστος, στα οποία μόνη της η μητέρα δεν μπορεί να ανταπεξέλθει. Οι άνθρωποι γεννιούνται πρώιμα με μη ανεπτυγμένο εγκέφαλο, χωρίς δυνατότητα να σταθούν, χωρίς δυνατότητα να κινηθούν, χωρίς δυνατότητα να ρυθμίσουν τη θερμοκρασία τους, χωρίς δυνατότητα να τραφούν. Αν δεν βάλουν ένα χεράκι ο πατέρας, τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, το νεογνό είναι καταδικασμένο (η συμβιωτική περιπέτεια Γ. Μανέτας). Οι αδυναμίες αυτές (ιδιαίτερα η αδυναμία να κρατηθούν από τη γούνα της μητέρας τους) συνοδεύτηκαν από: (1) ανατομικές τροποποιήσεις (2) ανάπτυξη συμπεριφορικών (3) ψυχολογικών μηχανισμών, για να εξασφαλίσουν καλύτερη και μακρύτερη φροντίδα των γονιών προς τα παιδιά τους.

Η εξέλιξη προίκισε τα παιδιά, όχι μόνο με νεανικά ανατομικά χαρακτηριστικά που ενεργοποιούν τις αντιδράσεις φροντίδας, αλλά, επίσης, με την ικανότητα να γελούν και να «κλαίνε», επειδή οι συμπεριφορές αυτές συμβάλλουν στην επιβίωση. Με παρόμοιο τρόπο η θεωρία της πρόσδεσης (attachment theory) υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι εφοδιάζονται γενετικά με τις συμπεριφορές πρόσδεσης, οι οποίες: προάγουν την εγγύτητα, εκλύουν την υποστήριξη σε κινδύνους και σε απειλητικές συνθήκες, συμβάλλουν στην επιβίωση των νεαρότερων.         

Από εξελικτικής και βιολογικής πλευράς υπάρχουν δύο τύποι δεσμών ζεύγους: Ο κοινωνικός δεσμός ζεύγους και ο αναπαραγωγικός/σεξουαλικός. Ο κοινωνικός δεσμός ζεύγους είναι μια ισχυρή συμπεριφορική και ψυχολογική σχέση ανάμεσα σε δύο άτομα, η οποία, από φυσιολογική και συναισθηματική άποψη, διαφέρει ποσοτικά και ποιοτικά από τις γενικές φιλίες ή άλλες σχέσεις. Ο αναπαραγωγικός/σεξουαλικός δεσμός είναι ένας συμπεριφορικός και ψυχολογικός δεσμός ανάμεσα σε δύο άτομα, με έντονο το στοιχείο της σεξουαλικής έλξης.

Στους ανθρώπους οι δεσμοί ζεύγους αναπτύσσονται μέσα από κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, σε συνδυασμό με τη φυσιολογική δραστηριότητα των ορμονών και των νευροδιαβιβαστών.

Οι δεσμοί ζεύγους, όπως διαμορφώνονται από το κοινωνικό πλαίσιο, εξελίσσονται συνεχώς. Οι ειδικοί αναγνωρίζουν στάδια εξέλιξης του ενός ατόμου (π.χ. επαγγελματικές μεταβολές), στάδια εξέλιξης του έτερου, στάδια εξέλιξης της σχέσης (π.χ. παρουσία ή απουσία παιδιών) και εξέλιξη του περιβάλλοντος (π.χ. οικονομικά, επιδημίες και πολλά άλλα). Κάθε στάδιο αντανακλά μεταβολές στον δεσμό ζεύγους και συνολικά τα στάδια οδηγούν σε αναπλαισίωση του δεσμού.

Στην πλειονότητά τους οι κοινωνίες, σήμερα, θεωρούν τον σταθερό δεσμό ζεύγους (γάμο) ως ένα ανθρώπινο ιδεώδες και διαθέτουν μια σειρά θεσμών, νόμων και πεποιθήσεων σχετικά με το πώς και γιατί θα πρέπει να τον επιδιώκει κανείς. Ο τρόπος, όμως, που κατανοεί κάθε κοινωνία τον γάμο περιλαμβάνει ή δεν περιλαμβάνει, υποχρεωτικά, αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «αγάπη» (Fouentes σελ 245).

Μερικοί συγγραφείς χρησιμοποιούν τη λέξη ορμή (drive) ως συνώνυμο του ενστίκτου: (α) ως τη ρίζα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, δηλαδή μια παρόρμηση που βοηθάει στην επιβίωση του ανθρώπου (β) ως την αναπαραγωγική ορμή για την επιβίωση του είδους. Το δεύτερο νόημα είναι αυτό μιας παρακίνησης–κινήτρου, μιας επιθυμίας, μιας λαχτάρας για αναπαραγωγική/σεξουαλική δραστηριότητα. Η πρωταρχική ορμή από την οποία αναδύεται ο έρωτας είναι χωρίς στόχο, ενώ η επιθυμία κατευθύνεται σε έναν στόχο (π.χ. σε σύντροφο). Η χωρίς αντικείμενο ανάγκη για έρωτα/πρόσδεση θα επικεντρωθεί σε έναν συγκεκριμένο σύντροφο, του οποίου η εικόνα συμπίπτει με το σενάριό μας για τον έρωτα.

Αργότερα, η αντικειμενοποίηση θα υποχωρήσει υπέρ μιας ιδέας ή ενός ιδανικού, «ο έτερος είναι πια μια έννοια στο φαντασιακό» και ως εκ τούτου το «συναίσθημα συνδέεται με την έννοια, όχι με το πραγματικό πρόσωπο». Όσο πιο κοντά είναι ο έρωτας στο φαντασιακό και στην εξιδανίκευση, τόσο βαθύτερος και διαρκής θα είναι. Η εξιδανίκευση φαίνεται ότι λειτουργεί στο γνωσιακό παρά στο συναισθηματικό επίπεδο. Κάθε σύντροφος αντιλαμβάνεται τον άλλο ως έχοντα μεγαλύτερη αξία από ένα τυπικό άνδρα ή γυναίκα, και καθένας προσδίδει μεγαλύτερη αξία στον άλλον σύντροφο, μεγαλύτερη από αυτή που ο ίδιος πιστεύει για τον εαυτό του.

Στη διαδικασία της ψυχολογικής ανάπτυξης, η ταυτοποίηση και επίγνωση των συναισθημάτων μας απαιτεί τον «Άλλο», την ικανότητα του «συναισθάνεσθαι». Μόνο η πρόσδεση επιτρέπει την επίλυση αυτού του παράδοξου της ανθρώπινης υπόστασης: Χρειάζομαι κάποιο άλλο για να γίνω ο εαυτός μου (Boris Cyrulnik).

Πρόσδεση και Αγάπη

Η εκτεταμένη περίοδος της παιδικής ηλικίας, η οποία άρχισε νωρίς στην εξελικτική μας γραμμή, ασκούσε εξαιρετική πίεση στις μητέρες (Fuentes).

Για να αντιμετωπίσουν αυτή την πίεση οι πρόγονοί μας αξιοποίησαν μια συνιστώσα της αναδυόμενης οικοθέσης τους: Την αυξημένη ικανότητά τους για επικοινωνία, συνεργασία και κοινωνικό συντονισμό. Έτσι οι πρώιμοι Homo έγιναν συνεργάτες στη φροντίδα των παιδιών τους.

Περισσότερο από κάθε άλλο είδος οι Homo, ανέπτυξαν ένα πρότυπο παρατεταμένης εγκεφαλικής ανάπτυξης και εκτεταμένης φροντίδας, εισάγοντας τα παιδιά σε έναν κόσμο εντατικής γνωσιακής και κοινωνικής διέγερσης.

Φυσικά, προηγήθηκαν αλλαγές στη συμπεριφορά. Οι πρόγονοί μας ανέπτυξαν ένα σύστημα συνεργατικής φροντίδας των παιδιών. Το σύστημα αυτό οδήγησε, εντέλει, σε αλλαγές στο επίπεδο της φυσιολογίας, που εφοδίασαν όλους τους ανθρώπους με την ικανότητα παροχής φροντίδας σε ευρεία κλίμακα. Το σύστημα συνεργατικής φροντίδας μείωσε τα βάρη της μητέρας και διεύρυνε τον κοινωνικό ορίζοντα και τις δυνατότητες μάθησης, τόσο για τους νέους όσο και για τους ενήλικες. Το σύστημα που δημιουργεί τον δεσμό μεταξύ μητέρας και βρέφους επεκτάθηκε στους ανθρώπους, σε ένα κοινωνικό και φυσιολογικό σύστημα δεσμού μεταξύ ατόμων κάθε ηλικίας και κάθε βιολογικού ή κοινωνικού φύλου.

Συνολικά, η αγάπη δεν είναι ένα μεμονωμένο πράγμα. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιούμε για να αποδώσουμε σχηματικά την εκπληκτικά πολύμορφη πραγματικότητα των ανθρωπίνων σχέσεων, δεσμών και δεσμεύσεων. 

Κοινωνική διαμόρφωση του έρωτα

Η κοινωνία (μέσα μαζικής ενημέρωσης, κινηματογράφος, θέατρο, λογοτεχνία κ.α.) προσφέρει ένα σενάριο στους επίδοξους εραστές και ερωτικές πεποιθήσεις (π.χ. ο πραγματικά ερωτευμένος υπερνικά όλα τα εμπόδια), επομένως ο έρωτας που παραμένει σταθερός θα καταλήξει, τελικά, να γίνει ανταποδοτικός. Η απόρριψη μπορεί να μεταφραστεί ως ένα στάδιο κατά το οποίο τα αισθήματα του ερωτευμένου πρέπει να δοκιμαστούν. Σε αυτή την περίπτωση η αρχική εντύπωση μπορεί να συνδυαστεί με το σενάριο μιας δυσλειτουργικής σχέσης. Η διεργασία αυτή μπορεί να διευκολυνθεί από το γεγονός ότι το κοινωνικό σενάριο για τον έρωτα εμπεριέχει εντάσεις και υφέσεις, συγκρούσεις και συμφιλιώσεις, χαρά και λύπη.

Πάθος και εγγύτητα

Η εγγύτητα (intimacy) συνεπάγεται: (1) αμοιβαία αποκάλυψη προσωπικών πληροφοριών, (2) μια ισχυρή ευνοϊκή πεποίθηση προς το άλλο πρόσωπο της σχέσης, (3) συναισθηματική επικοινωνία, λεκτική και εξωλεκτική, που προορίζεται να εκφράσει φροντίδα για το άλλο πρόσωπο.

Το πάθος θεωρείται μια διακύμανση του επιπέδου εγγύτητας (intimacy) (η πρώτη συνιστώσα της εγγύτητας). Αυτό σημαίνει ότι το πάθος θα βιώνεται πιο έντονο κατά την περίοδο που η εγγύτητα αναδύεται πιο γρήγορα. Όταν η εγγύτητα είναι σταθερή, ανεξάρτητα από το αν είναι υψηλή ή χαμηλή, το πάθος θα είναι σχετικά χαμηλό.

Ο έρωτας φαίνεται να βιώνεται με δύο όψεις, μία μακρόχρονη μορφή και μία αντίθετη μορφή, πιο έντονη συναισθηματικά, αλλά βραχύχρονη ως κύμα έρωτα.

Οι μακροχρόνιες συζυγικού τύπου σχέσεις αυξάνουν την οικειότητα, ενώ την ίδια στιγμή μειώνουν το πάθος του ενός συντρόφου για τον άλλο. Η οικειότητα είναι θεμελιώδες συστατικό της συντροφικής αγάπης (συντροφικός έρωτας, αρμονικός έρωτας) που αναπτύσσεται με τον χρόνο. Οι μακροχρόνιες συζυγικού τύπου σχέσεις αυξάνουν την οικειότητα, ενώ την ίδια στιγμή μειώνουν το πάθος του ενός συντρόφου για τον άλλο.

 Ο Έρωτας/Αγάπη στο πλαίσιο Δεσμού Ζεύγους

Βασικό συστατικό του έρωτα και της αγάπης φαίνεται να είναι η πρόσδεση (attachment). Η αγάπη προκαλεί πρόσδεση και η πρόσδεση προκαλεί αγάπη. Η πρόσδεση που οδηγεί στην αγάπη, διευκολύνει τη φροντίδα προς τον έτερο.

Η σεξουαλική έλξη συνδέεται συχνά με την αγάπη που, σε αντίθεση με το απλό σεξ, δεν απαιτείται για την αναπαραγωγή και, ως εκ τούτου, δεν έχει κύριες λειτουργίες ανταμοιβής. Η αγάπη προκαλεί πρόσδεση και διευκολύνει τη φροντίδα των απογόνων και έτσι υποστηρίζει τη διάδοση του γονιδίου.

Η ερωτική αγάπη μπορεί να θεωρηθεί ως προσπάθεια συνένωσης: Ανάγκης, συναισθήματος, επιθυμίας για έρωτα/αγάπη, αναγνώρισης ότι το άλλο πρόσωπο είναι συμβατό με το σενάριο του έρωτα που έχουμε στον νου μας. Ο καλύτερος σύντροφος θα είναι, στην πραγματικότητα, εκείνος που καταφέρνει καλύτερα να ενεργοποιήσει την έννοια του έρωτα/αγάπης στο μυαλό του συντρόφου. Στον βαθμό στον οποίο οι έννοιες του έρωτα/αγάπης και της συντροφικότητας αλληλεπικαλύπτονται στο μυαλό τους εραστών, θα μπορούσε να είναι καρποφόρες όσον αφορά στη συζυγική ικανοποίηση και σε άλλες παραμέτρους της σχέσης.

Αν η αυθεντική αγάπη, που ξεκινάει πάντοτε με το πάθος, με τον έρωτα, θέλει να «εξελιχθεί» και να διαρκέσει, πρέπει να μεταμορφωθεί σε εκούσια απόφαση, σε υπεύθυνη επιλογή, μόλις αρχίσει να αμβλύνεται το πάθος, πράγμα που μοιραία θα συμβεί. Πρέπει να επιλέξουμε τον άλλον, να αποφασίσουμε εκούσια να ζήσουμε μαζί του, πρέπει να επιχειρήσουμε να «δημιουργήσουμε» κάτι και να μην αφηνόμαστε στο πάθος (Luc Ferry, σελ. 394).

Η λογική θα πρέπει να εξετάσει πώς τα ανόμοια μπορούν να συσχετισθούν, η βιολογία πώς οι διαφοροποιημένες δομές και διαδικασίες εναρμονίζονται μέσα στον οργανισμό, η, δε, φυσιολογία του εγκεφάλου καθώς και η ψυχολογία, πώς ο νους ανακαλύπτει μια τάξη στις αντιθέσεις τις οποίες παρατηρεί.

Η ασυνείδητη βιολογική ορμή διαμορφώνεται από το κοινωνικό κανονιστικό πλαίσιο, το οποίο προσφέρεται από αναπαραστάσεις του έρωτα στους μύθους και στα γραπτά κείμενα και μορφοποιεί μια συναισθηματική κατάσταση, την οποία ονομάζουμε έρωτα.

Αν και η σύγχρονη τεχνολογία διαχώρισε την αναπαραγωγή από την ευχαρίστηση, το σεξ διατηρεί ακόμα την κοινωνικοποιό του δράση ως προσέγγιση του έτερου (Boris Cyrulnik).

Η τεχνολογία εξαφανίζει την ετερότητα. Φτιάχνει ένα καινούριο οικολογικό περιβάλλον, όπου οι μηχανές πραγματοποιούν εκπληκτικές επιδόσεις, αλλά δεν δίνουν στα παιδιά τη δυνατότητα να μάθουν τα τελετουργικά της αλληλεπίδρασης, τις μιμητικές εκφράσεις, τις σιωπές, τις διάφορες χειρονομίες που μας ευθυγραμμίζουν με τον άλλον. Σε τέτοιο περιβάλλον ανεπτυγμένης τεχνολογίας και συναισθηματικής νάρκης, η ενσυναίσθηση δεν αναπτύσσεται σωστά και ευνοείται ο ναρκισσισμός. Αυτή η αυξανόμενη μοναξιά είναι η πιο κακοήθης πληγή για τον σύγχρονο άνθρωπο του δυτικού πολιτισμού. (Boris Cyrulnik).

Επιλεκτική βιβλιογραφία

Engels F (1891), Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους, Εκδόσεις Θεμέλιο 2004.

Luc Ferry (2012), Επανάσταση της αγάπης, Εκδόσεις Πλέθρον.

Dover J.Κ. (1978), Η ομοφυλοφιλία στην αρχαία Ελλάδα, Μετάφραση: Π. Χιωτέλλη, Εκδόσεις Π. Χιωτέλλη. Αθήνα 1990.

Lamy L., Beyond Emotion: Love as an Encounter of Myth and Drive, Emotion Review 1–11, 2015.

Fuentes A (2019), Γιατί πιστέυουμε: Η εξέλιξη και ο ανθρώπινος τρόπος ύπαρξης, Μετάφραση: Θ. Παραδέλλης, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2023.

Μανέτας Γ., Η συμβιωτική περιπέτεια, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2023.

Boris Cyrulnik, Η αυτοβιογραφία ενός σκιάχτρου, Μετάφραση: Α. Πλεύρη, Εκδόσεις: Kέλευθος, Αθήνα 2010.

Baumeister RF, Bratslavsky E (1999), Passion, intimacy, and time: passionate love as a function of change in intimacy, Personality and Social Psychology Review 1999, Vol. 3, No. 1, 49-67.

Claude Levi-Strauss, Μύθος και νόημα, Εκδόσεις Καρδαμίτσα (1986).

Διαβάστε το επόμενο άρθρο:

ΑΡΘΡΟ 5/ ΤΕΥΧΟΣ 24, Απρίλιος 2024

Σχετικά με την επιθυμία στο ζευγάρι

Patrizia Frongia, Διδάκτωρ Ψυχιατρικής και Σχεσιακών Επιστημών, Κοινότητα Αποκατάστασης Υψηλής Φροντίδας, πρώην Πρόεδρος SIRTS, Μιλάνο, Ιταλία
Επόμενο >

ΚΑΝΤΕ ΜΙΑ ΔΩΡΕΑ

Υποστηρίξτε την έκδοση του ηλεκτρονικού περιοδικού "Συστημική Σκέψη & Ψυχοθεραπεία" κάνοντας μια δωρεά.Δωρεά