Καθώς περνούν τα χρόνια πληθαίνουν οι κριτές που μας καταδικάζουν, διαπιστώνει ο Σεφέρης εκφράζοντας τον αναστοχασμό του και την πικρία του και συμπληρώνει: «Είναι πιο μεγάλος ο πόνος όταν νιώθεις ξένος στον ίδιο σου τον τόπο».
Μισός αιώνας πέρασε και συμβαίνει το ιστορικό παράδοξο, να φτάσουμε στο σημείο να επικαλούνται το Πολυτεχνείο («ήμουν κι εγώ εκεί») και να το τιμούν πλέον και οι απόντες, ως ιστορικό γεγονός, γιατί έγινε η υπερηφάνεια της χώρας μας και του απανταχού ελληνισμού και ένα από τα παγκόσμια γεγονότα του νεολαιίστικου κινήματος και να το μισούν και να το πολεμούν πιο πολλοί δεξιοί και φασίστες.
Ήταν εκεί που φωνάζαμε όλοι οι εξεγερμένοι, όχι μόνο οι φοιτητές αλλά και οι εργάτες και οι αγρότες και οι μαθητές, «έξι χρόνια είναι πολλά δεν θα γίνουνε εφτά», «ή τώρα ή ποτέ», «απόψε πεθαίνει ο φασισμός».
Πέρα από την ιστορία που γράψαμε, χωρίς να το γνωρίζουμε εκείνες τις τρεις μέρες, η εξέγερση της 17 Νοέμβρη του 1973 έγινε και συμβολικό γεγονός που δείχνει τον δρόμο της συνέχειας του αγώνα στους νέους, έγινε και σταθμός ανεφοδιασμού για να πάρουν εφόδια, πετώντας από πάνω τους τα βάρη του παρελθόντος. Το Πολυτεχνείο δεν έχει ιδιοκτήτες, ανήκει σε όλους εκείνους που συνεχίζουν να αγωνίζονται, γιατί όποιος αγωνίζεται δεν έχει καιρό να απογοητευτεί.
Το Πολυτεχνείο είναι το αγκάθι στα μαλακά μιας υπνωτισμένης κοινωνίας. Είναι επικίνδυνο, δείχνει τον δρόμο εκεί στην Πατησίων, στέκει όρθιο, προτρέπει στην εξέγερση και στην καθημερινή αφύπνιση και εμπνέει, γιατί δεν έγινε κάποτε και άπαξ, είναι ζώσα μνήμη, αντιστέκεται στη φθορά του χρόνου και σε κάθε μορφή εξουσίας, το κρατάνε μέσα τους και το κουβαλάνε πάνω τους οι πάνω από 1103 τραυματίες και οι πάνω από χίλιοι πεντακόσιοι συλληφθέντες εκείνη τη νύχτα.
Οι νεκροί δεν σκοτώθηκαν άδικα, είναι πάνω από τριαντατέσσερεις καταγεγραμμένοι με όνομα και επώνυμο και αυτοί που δεν θα τους μάθουμε ποτέ, γιατί η χούντα τους «έθαψε» τρομοκρατώντας τους γονείς τους και τους συγγενείς τους. Στο βιβλίο «30+1 Το Πολυτεχνείο ζει», αναφέρονται τα ονόματά τους.
Τιμούμε τους νεκρούς μας, είναι η παράδοση του πολιτισμού μας από αρχαιοτάτων χρόνων. Η πολιτική, ο πολίτης, η πολιτεία, το «πολιτεύεσθαι» δεν είναι απλώς λέξεις ομόρριζες και ξεχωριστές, είναι ο πολιτισμός μας, είναι η Δημοκρατία της καλημέρας, δεν είναι μέρος, δεν είναι τσόντα, είναι το όλον της ύπαρξής μας και το απόστημα της ζωής μας και ο έρωτας ο «ανίκατε μάχαν» δεν κρατάει πολύ. Γιατί αν κρατήσει θα καταντήσει ευχάριστη ατίμωση, εξ’ ου και δεν αφήνει το παράθυρο ανοιχτό στην αγάπη.
Το Πολυτεχνείο είναι της εξέγερσης κοινωνικοπολιτισμικό γεγονός, θα μείνει ως παρακαταθήκη για πάντα. Το φωνάζουν οι νέοι όταν βγαίνουν στους δρόμους: «Το Πολυτεχνείο δεν τελείωσε το ‘73, ψωμί-παιδεία-ελευθερία». Το νοσταλγούν τα παιδιά, νοσταλγούν αυτό που δεν έζησαν. Είναι η ελπίδα για το αύριο, γιατί αν δεν το προλάβουν δεν θα το συναντήσουν ποτέ.
Το Πολυτεχνείο είναι το χθες, το σήμερα και το αύριο… Όσοι προσπάθησαν να το διαβάλουν να το διαστρεβλώσουν, να το συκοφαντήσουν να το εκμεταλλευτούν και κάποιοι να το καπηλευτούν, έγινε μπούμερανγκ και έσπασαν τα μούτρα τους.
Δεν ήμασταν ήρωες και, αλλοίμονο, σε μια χώρα που έχει ανάγκη από ήρωες, ανέφερε ο Μπρεχτ. Μας βάλανε σε ένα βάθρο για να μας γκρεμίσουν από εκεί και να γίνει ο πάταγος μεγάλος και εκκωφαντικός. Δεν το κατόρθωσαν 50 χρόνια τώρα. Το αντίθετο συνέβη, μας έκαναν δρόμους και πλατείες «ηρώων Πολυτεχνείου».
Δεν μπορούμε να πούμε πως δεν φοβηθήκαμε, όταν μας ρωτάνε τα παιδιά, «μπροστά στα τανκ, στους φαντάρους και στους σκυλιασμένους αστυνομικούς». Μοιραστήκαμε τον φόβο και τον υπερβήκαμε. Κρατούσε ο ένας τον άλλο από το μπράτσο, κάναμε τα τραγούδια και τα συνθήματα γροθιές τη στιγμή που πυροβολούσαν και σκότωναν οι ελεύθεροι σκοπευτές από το Ακροπόλ και από τους γύρω δρόμους, που είχαν στήσει οδοφράγματα οι συναγωνιστές μας.
Η συλλογικότητα, η συντροφικότητα και η αλληλεγγύη μας ένωσαν και έγιναν η υπέρτατη δύναμη μας. Δεν κάναμε μια στροφή στην Πατησίων να μπούμε στο Πολυτεχνείο και να το καταλάβουμε. Ήταν το αποκορύφωμα του αγώνα μας, που άρχισε μέσα από τις παρέες μας, τους έρωτές μας, από το κίνημα στην Αμερική ενάντια στον πόλεμο, από το Γούντστοκ και από το «φράουλες και αίμα» της κατάληψης του Πανεπιστημίου, που όταν ήρθαν στη χώρα μας οι ταινίες, παίχτηκαν στους κινηματογράφους μια μέρα, ή και από τον Μάη του ‘68. Μα πιο πολύ από την πίστη μας στην ελευθερία, στη ζωή και από το όραμα να αλλάξουμε τον κόσμο.
Αρχίσαμε να αυτοοργανωνόμαστε, σε φοιτητικές επιτροπές αγώνα στις σχολές μας, από το 1969. Είχε φανεί να αντιδράει ο κόσμος ο δημοκρατικός, στην κηδεία του Σεφέρη το 1971, που τη μετατρέψαμε σε διαδήλωση από την οδό Κηδαθηναίων όπου έγινε η ακολουθία, μέχρι το πρώτο Νεκροταφείο, με συνθήματα τραγούδια και «το περιγιάλι το κρυφό» που το είχε μελοποιήσει ο Θεοδωράκης. Και, μάλιστα, δυο χρόνια πριν φάνηκε τι θα ακολουθούσε, στην υποχρεωτική εκδήλωση των μαθητών στο Παναθηναϊκό Στάδιο την 21η Απριλίου το 1969, που οργάνωσε η χούντα για να τιμήσει την πολεμική αρετή των Ελλήνων με το σύνθημα «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών». Τα ου ου και τα γιουχαϊσματα των μαθητών δεν άφησαν τον δικτάτορα Παπαδόπουλο να βγάλει τον λόγο του.
Όταν η χούντα πίστεψε πως με τα στρατοδικεία, με τις φυλακές, με τα βασανιστήρια με τις εκτοπίσεις των αγωνιστών της αντίστασης, διαλύοντας τις οργανώσεις που από την πρώτη στιγμή την πολέμησαν με προκηρύξεις και δυναμικές ενέργειες, πίστεψε πως επεβλήθη η «τάξις και η ασφάλεια» … Τότε, η νεολαία, παρόλα αυτά, παρά τις συλλήψεις και τα βασανιστήρια, άρχισε να οργανώνεται σε τοπικούς συλλόγους πανελλαδικά, που βοήθησαν να υπάρξει γνωριμία και συντονισμός εναντίον των εγκάθετων διορισμένων στα διοικητικά συμβούλια των σχολών.
Οι εκλογές που διεκδικούσαμε από το 1972, με υπογραφές φοιτητών και με τις προσφυγές στα πρωτοδικεία, ήταν το μέσον και ο αποφασιστικός μας τρόπος να πολεμήσουμε τη χούντα και το σύστημα που γεννάει χούντες και όσους, ντόπιους και ξένους, στήριξαν τη δικτατορία.
Στις δύο κολόνες της πύλης του Πολυτεχνείου γράφτηκε από τα χέρια και το πινέλο του φοιτητή της σχολής Καλών Τεχνών Γιάννη Καϋλη από το Δίστομο, που τον Φλεβάρη του 1974 τον δολοφόνησαν, παρουσιάζοντας τον θάνατό του ως αυτοκτονία. Εκεί, στα Εξάρχεια, στην οδό Δερβενίων, παλέψαμε να διώξουμε τον τρόμο και το σκοτάδι από τις σχολές μας, που οι προσκυνημένοι στην πλειοψηφία καθηγητές μας, μαζί με το σπουδαστικό της ασφάλειας και τους χαφιέδες που είχαν επιβάλει και τους κυβερνητικούς επίτροπους, πρώην στρατηγούς, που είχαν τοποθετήσει στις σχολές μας.
Δημιουργήσαμε φοιτητικό κίνημα, λειτουργήσαμε αυθόρμητα, εν πολλοίς, όταν μας στράτευσαν, κόβοντας την αναβολή μας με το νόμο 1347 το Φλεβάρη του 1973, μετά τη δίκη των έντεκα, του πρώτου Πολυτεχνείου. Οι συμφοιτητές μας κατέλαβαν τη Νομική τον Φλεβάρη και τον Μάρτη, φωνάζοντας το σύνθημα «Φέρτε τα αδέλφια μας πίσω». Είχαμε ξανοιχτεί στην ελληνική κοινωνία, αψηφώντας τις συλλήψεις, τρομοκρατώντας τους τρομοκράτες. Το αυθόρμητο της νιότης αυτοοργανώθηκε στην κατάληψη του Πολυτεχνείου μετά από οκτώ μήνες Η αυτοοργάνωση του φοιτητικού κινήματος, στη διάρκεια της κατάληψης του Πολυτεχνείου, δημιούργησε την άμεση δημοκρατία του Σόλωνα, του Κλεισθένη και του Περικλή, που μαθαίναμε στο σχολείο. Η ουτοπία μας έγινε πραγματικότητα και βρήκε τον τόπο της στον χώρο του Πολυτεχνείο.
Μια μειοψηφία ήμασταν, πέντε χιλιάδες φοιτητές στους εβδομήντα χιλιάδες των σχολών της Αθήνας. Το ίδιο έγινε στη Θεσσαλονίκη και στην Πάτρα. Δεν ήταν όλος ο ελληνικός λαός, γι’ αυτό φωνάζαμε «Συμπαράσταση λαέ» και από τον ραδιοφωνικό σταθμό και «Πώς είναι δυνατόν να κοιμάστε όταν σκοτώνουν τα παιδιά σας». Μια μεγάλη ενότητα γίναμε, οι συνελεύσεις των σχολών έγιναν καθημερινές..
Δημιουργήσαμε τη Συντονιστική Επιτροπή με ανακλητούς εκπροσώπους. Μιλούσαμε για ελευθερία και δημοκρατία στην πατρίδα μας, που γέννησε τη δημοκρατία, το θέατρο και την τραγωδία. Η ανακοίνωση της συνέλευσης των εργατών ήταν η προέκταση της δικής μας και έφτασε στα γιαπί και στους εργαζομένους. Η συνέλευση των μαθητών, που την είχαν κοπανίσει από τα σχολεία τους, ήταν ο δυναμίτης της ελπίδας μας. Το Πολυτεχνείο έγινε το κάστρο μας, αισθανθήκαμε ελεύθεροι πολιορκημένοι όπως στο Μεσολόγγι οι αγωνιστές του 1821, γι’ αυτό και η έξοδός μας έγινε με τανκ.
Με τον ραδιοφωνικό σταθμό σπάσαμε τη μοναξιά μας μέσα στο κέντρο της Αθήνας και ακουστήκαμε παντού. Το «Εδώ Πολυτεχνείο» έγινε το δικό μας όπλο φωνάζοντας «αδέλφια μας στρατιώτες, είμαστε άοπλοι, είμαστε άοπλοι, το μόνο μας όπλο είναι η πίστη μας στην ελευθερία και στη δημοκρατία. Μη χυθεί αίμα ελληνικό» και με τον εθνικό ύμνο, όπως δεν έχει ειπωθεί ποτέ. «Εδώ Πολυτεχνείο - εδώ Πολυτεχνείο, σας μιλά ο ραδιοφωνικός σταθμός των ελεύθερων φοιτητών των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων». Σήμερα είναι η αλφαβήτα για τα παιδιά μας, όπως παλιά μαθαίναμε «Λόλα να ένα μήλο» στο σχολείο.
Κάθε χρόνο, στα σχολεία, το Πολυτεχνείο το γιορτάζουν, το Υπουργείο Παιδείας το έκανε αργία, έλα όμως που δεν είναι μια επέτειος, δεν είναι απλώς μια αργία. Κάναμε την πρώτη διαδήλωση, ανήμερα, πήγαμε εβδομήντα χιλιάδες στην Καισαριανή να αποτίσουμε φόρο τιμής στους διακόσιους εκτελεσμένους από τους Ναζί με το σύνθημα “ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ”. Το “ΟΧΙ” της αντίστασης στη χώρα μας είναι διαχρονικό, έρχεται από τον Μαραθώνα, φτάνει στο 1821 και από εκεί στο 1941 και στο 1973. Δεν χώρεσε και δεν χωράει στην αγκαλιά του “ΝΑΙ” της υποταγής...
Εδώ στη χώρα μας, πέρα από την οικονομική κοινωνικοπολιτική και πολιτισμική κρίση, βιώσαμε και την προδοσία της Κύπρου, που τον Ιούλιο του 1974, με το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, την εισβολή της Τουρκίας. Ο Λεύκιος Ζαφειρίου, συμφοιτητής, συναγωνιστής, ποιητής, ορμώμενος εκ Κύπρου, συμμετείχε στο Πολυτεχνείο και έζησε την προδοσία, όταν κατέβαιναν οι Κύπριοι να πολεμήσουν με ένα πολεμικό πλοίο και τους εμπόδισε να φτάσουν ο τότε αρχηγός του ναυτικού.
Η μάνα του, που ήταν ποιήτρια μάχιμη από τη Λάρνακα, στα τριαντατρία της χρόνια αυτοπυρπολήθηκε, στο όνομα του Γρηγόρη Αυξεντίου και έγραψε τον Μάρτη του 1977 ο Λεύκιος:
“Έτσι καθώς ξεπηδούν
στις πλαγιές μια μια
οι άσπρες σημαδούρες της άνοιξης
η σεπτή σου μορφή
προβάλλει
περιχυμένη φως ιλαρό
προτομή με δυο δάκρυα
πεταλούδας στα μάτια
από τα δακρυγόνα
του χρόνου“
Και... τον Ιούνη του 1979 γράφει το ποίημα:
Αρνητικό για τον «Άρη Βελουχιώτη», για το Πολυτεχνείο και για τον Τσε, τον Τσε Γκεβάρα:
«Τα γεγονότα στοιβάζονται
όπως τα τρόφιμα στο ψυγείο
ξεπέφτουν στην ψύξη
ίσως κι αντέξουν στην από δρεπανηφόρα
άρματα πορεία του χρόνου
στροβιλίζονται στο ανατομικό τραπέζι
της ιστορίας τα γεγονότα
μαζί κι οι φίλοι
που άρχισαν να ενδίδουν
στην υποψία του «καλώς διάγομεν» —
τα εβδομηντατρία στο Πολυτεχνείο κρατούσαμε
τσίλιες για τη λευτεριά
τώρα λουφάζουμε σε περσικούς τάπητες
και παρδαλές πολυθρόνες
σε παραδεισένιες πλαζ συζητάμε
για τακτική αγώνα μ’ ανάπηρη
τη θέληση
και ξεκοιλιασμένες τις ιδέες —
ο Τσε κραδαίνει πεισμωμένες
γροθιές
η γλυκιά μορφή του Τσε
αρχάγγελος με πύρινα σπαθιά
την ώρα της ανάκρισης
ο Τσε πάνω από τις φτωχογειτονιές
της Λατινικής Αμερικής —
Τσε Γκουεβάρα
χρονιά ύστερα από την ουράνια περιφορά
στην πλατεία Τρικάλων
της κεφαλής του Άρη».
Και ο Ευαγώρας Παλλικαρίδης φίλος του Λευκίου, γράφει στο μνήμα του Δημητράκη Δημητριάδη, του μικρού ανθοπώλη επτά χρονών που τον σκότωσαν οι Εγγλέζοι με μια σφαίρα στο μέτωπο γιατί τόλμησε να φωνάξει «Ένωσις, ένωσις, ένωσις»:
-Κι εσύ σκλαβόπουλο, γιατί θλιμμένο στέκεις και θωρείς;
-Όπλο δεν έχω καπετάνιο.
-Να τις κοτρώνες αρκετές για σένα τον μικρούλη κι αρπάζει ο ήρωας ο μικρός ο πιο μικρότερος απ’ όλους κοτρώνες να φέρει Λευτεριά.
Κι εγώ έγραψα «Πονάω άρα υπάρχω», στο «Αχ Μουρλοσκοτωμένο» και στο τελευταίο μου βιβλίο «Δεν αδειάζουμε να πεθάνουμε».