Περίληψη
Στις μέρες μας, και κάτω από τις μεγάλες κοινωνικές και οικονομικές πιέσεις που έφερε η πλανητική οικονομική κρίση, το κλινικό έργο και η συνεργασία με ασθενείς γίνονται όλο και περισσότερο πιεσμένα και σύμπλοκα. Παράλληλα με τις κλινικές προκλήσεις που, ήδη, υφίστανται στο πεδίο της φροντίδας ψυχικής υγείας, πολλά νέα κοινωνικά προβλήματα και πρακτικά ζητήματα προστίθενται, σε όλες τις δημόσιες δομές υγείας. Σε αυτό το άρθρο μπορεί κανείς να έχει μια πρώτη εικόνα για προβλήματα που έχουν εισαχθεί πρόσφατα στην άσκηση της ψυχιατρικής στην Ελλάδα, μέσω της αφήγησης προσωπικών εμπειριών μιας ειδικευόμενης στην Ψυχιατρική. Διερευνάται, περαιτέρω, ο ρόλος της εκπαίδευσης στην ψυχοθεραπεία ως τρόπος να αντιμετωπισθούν οι πολλαπλές και σκληρές προκλήσεις που συνεχώς αναφύονται στην καθημερινή πρακτική.
Λέξεις κλειδιά: ψυχιατρική ειδίκευση, εμπειρία ασθενούς, οικονομική κρίση στην Ελλάδα, εκπαίδευση στην ψυχοθεραπεία
Αντί Εισαγωγής
Η συνάντηση των δυο πλευρών.
Οι ειδικευόμενοι βρισκόμαστε συνήθως στην πρώτη γραμμή επικοινωνίας και εξυπηρέτησης των ατόμων με θέματα ψυχικής υγείας που προσέρχονται στις ψυχιατρικές υπηρεσίες. Η πρώτη επαφή με τα άτομα αυτά και τις οικογένειές τους, η ανοιχτή ακρόαση των προσωπικών τους προβλημάτων και συμπτωμάτων, η συστηματική καταγραφή τους υπό τη μορφή ιστορικού και η αναζήτηση ενός κατάλληλου θεραπευτικού πλάνου αποτελούν τα πρώτα κλινικά βήματα στη συνάντηση των δυο πλευρών. Η προσπάθεια που γίνεται εστιάζεται στην προσπάθεια συνομιλίας και συνδιαλλαγής ανάμεσα στο αίτημα του ατόμου που προσέρχεται και την απάντηση που καλείται να δώσει ο θεραπευτής. Σε αυτή τη συνάντηση, ως ειδικευόμενοι, έχουμε για εφόδιο μια πράγματι εξαιρετικά μακροχρόνια παιδεία και κατάρτιση, με επιστημονικές γνώσεις και κλινικές περιγραφές, αλλά την ίδια στιγμή μια μάλλον περιορισμένη εκπαίδευση και βιωματική εξοικείωση σε ότι αφορά βασικές ψυχολογικές αρχές και αρχές επικοινωνίας με τον ασθενή.
Ωστόσο, στη συνάντηση με τον ασθενή σύντομα διαπιστώνουμε την εξής πρόκληση: -η γλώσσα και οι αντιλήψεις που έχουν οι ασθενείς έρχονται συχνά σε αντίθεση σε σχέση με τη γλώσσα, τις αντιλήψεις ή τα πλαίσια που υιοθετούνται από τους «ειδικούς» ψυχικής υγείας. Συνήθως, οι ασθενείς μιλούν και δίνουν έμφαση στην ψυχική οδύνη και δυσφορία, ενώ οι ειδικοί στη διάγνωση και τη θεραπεία της νόσου. Η εμπειρία της αρρώστιας (sickness) μεταφράζεται από τους «ειδικούς» σε ανωμαλία της δομής και της λειτουργίας, ενώ τα πλαίσια -κοινωνικά ή οικογενειακά, οι παράγοντες στρες, η προσωπικότητα και οι στρατηγικές επιβίωσης του ατόμου ή της οικογένειας- συχνά απορρίπτονται ως τυχαίες συγκυρίες. Η κατανόηση της εμπειρίας του ασθενούς περνά σε δεύτερο πλάνο σε σχέση με τη φαινομενολογική περιγραφή της ψυχοπαθολογίας, με αποτέλεσμα να χαθεί μια πολύτιμη ευκαιρία για δόμηση μιας σταθερότερης και ισχυρότερης θεραπευτικής σχέσης και συμμαχίας. Τα πράγματα επίσης, γίνονται ακόμη πιο σύνθετα στις περιπτώσεις παρουσίας συμπτωμάτων επί απουσίας νόσου, όπως με τα ιατρικώς ανεξήγητα συμπτώματα, π.χ. τις διαταραχές σωματοποίησης και μετατροπής, που δεν δύνανται να απαντηθούν και να κατανοηθούν από ένα αυστηρά βιοϊατρικό μοντέλο.
Στο σημείο αυτό η ψυχοθεραπευτική ευαισθητοποίησή μας ως ψυχιάτρων συμβάλλει στην καλύτερη προσέγγιση της εμπειρίας του ασθενούς. Η τοποθέτηση των αφηγήσεων των ασθενών σε πρώτο πλάνο, η προσπάθεια μετάφρασης της εμπειρίας της αρρώστιας και η δημιουργία κοινής γλώσσας και σημείου επικοινωνίας είναι οι προϋποθέσεις για την δημιουργία μιας σταθερής θεραπευτικής σχέσης. Έτσι, η εκπαίδευση αυτή έρχεται να συμπληρώσει -και όχι να ανταγωνιστεί- την επιστημονική κατάρτιση των ψυχιάτρων, παρέχοντάς τους εφόδια για την κατανόηση των δυναμικών γύρω από την ψυχική πάθηση αλλά και την αναζήτηση τρόπων καλύτερης συνεννόησης και συνεργασίας. Ίσως επειδή οι άνθρωποι δεν υπάρχουν ξεχωριστά από σχέσεις –ούτε και τα συμπτώματα, όπως υποστήριξε άλλοτε η ερευνητική ομάδα του Bateson. Tα συμπτώματα συχνά απευθύνονται σε «κάποιον», έναν «παραλήπτη», είτε στην εξωτερική πραγματικότητα είτε στην ενδοψυχική πραγματικότητα του ατόμου.
Οικονομική κρίση
- η αλλαγή της πραγματικότητας στις κλινικές και στο εφημερείο
Πολύ περισσότερο στις μέρες μας, και κάτω από τις μεγάλες κοινωνικές και οικονομικές πιέσεις που έχει επιφέρει η διεθνής οικονομική κρίση, η συνεννόηση και η συνεργασία με τους ασθενείς γίνεται ακόμη πιο σύνθετη και σύμπλοκη. Στις κλινικές προκλήσεις, που έτσι κι αλλιώς υπάρχουν στο χώρο της ψυχικής υγείας, προστίθενται καθημερινά πολλά νέα κοινωνικά προβλήματα αλλά και πρακτικά θέματα λειτουργίας σε όλα τα δημόσια πλαίσια υγείας, με αποτέλεσμα τον κλυδωνισμό και την αστάθεια των ίδιων των πλαισίων. Να αναφερθώ ενδεικτικά σε κάποιες από τις πρόσφατες δονήσεις στο χώρο εργασίας, όπως η απότομη αλλαγή του τρόπου ασφάλισης των ασθενών και συνταγογράφησης φαρμάκων χωρίς επαρκή ενημέρωση, οι περικοπές των μισθών και οι απλήρωτες εφημερίες των εργαζομένων, αλλά και ακόμη παραπέρα το κλείσιμο κάποιων από τις δομές ψυχικής υγείας.
Οι κανόνες των πλαισίων βρίσκονται σε μια διαρκή ρευστότητα και το αύριο είναι όχι μόνο άγνωστο και απρόβλεπτο αλλά και η πραγματικότητα που ζούμε είναι συνυφασμένη με το φόβο της στέρησης. Σε αυτή την πραγματικότητα, θεραπευόμενοι, θεραπευτές κι εκπαιδευόμενοι, βιώνουμε μια αίσθηση μετεώρισης, αφημένοι αναγκαστικά στη συνεχιζόμενη αλλαγή των κανόνων και χωρίς συχνά καν τον αναγκαίο χρόνο προσαρμογής. Καθημερινά, είμαστε σε μια συνεχή εγρήγορση αναμονής για την επόμενη νέα ανακοίνωση ή απόφαση που θα σταλεί με ένα απρόσωπο φαξ την επόμενη μέρα.
Ειδικότερα σε ό, τι αφορά ορισμένες εμπειρίες από το Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής (ΨΝΑ), όπου πριν από λίγο καιρό ολοκλήρωσα την ειδικότητά μου, η κρίση άφησε και συνεχίζει να αφήνει έντονα το αποτύπωμά της. Το ΨΝΑ και οι δομές που ανήκουν σε αυτό, καλείται να εξυπηρετήσει το μεγαλύτερο τμήμα του ψυχιατρικού πληθυσμού της χώρας, συμπεριλαμβανομένων και των πιο ευάλωτων κοινωνικά ομάδων που πλήττονται τα μέγιστα –όπως άτομα με χρόνια ψυχικά νοσήματα, με σημαντικές κοινωνικοοικονομικές δυσκολίες καθώς και ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού των ατόμων με προβλήματα εξάρτησης. Παράλληλα, το ψυχιατρικό νοσοκομείο κουβαλά μεγάλο μέρος του βάρους ενός ιστορικού στοιχήματος για την Ψυχιατρική στην Ελλάδα, εκείνο της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης, της μετακίνησης από το «άσυλο» στην κοινότητα, ένα στοίχημα που αυτή τη στιγμή πιέζει ασφυκτικά τόσο ασθενείς όσο και εργαζόμενους. Ως νέοι επαγγελματίες εκπαιδευόμαστε στην κατεύθυνση του ομαλού «περάσματος» χρονίων ασθενών στην κοινότητα αλλά με αμηχανία ζούμε σήμερα καθημερινά με το φόβο και την πίεση του ενδεχόμενου «αδειάσματος» χρονίων ασθενών στην κοινότητα, με επακόλουθες, τότε, τις δυσμενείς συνέπειες για την εξέλιξη της υγείας τους αλλά και τις κοινωνικές συνέπειες που αυτό συνεπάγεται.
Στις εφημερίες ολοένα και αυξάνεται ο αριθμός των ανθρώπων με θέματα ψυχικής υγείας που είναι άστεγοι ή που οι οικογένειες τους αδυνατούν πλέον να τους φροντίσουν, καθώς αγωνίζονται εργασιακά για τη δική τους επιβίωση. Σε εξωτερική βάση προσέρχονται όλο και πιο συχνά ασθενείς που δηλώνουν ανασφάλιστοι ή και κάποιοι που διέκοψαν τη φαρμακευτική αγωγή γιατί δεν είχαν χρήματα να καλύψουν τα έξοδα, ενώ παρατηρείται αύξηση προσέλευσης χρηστών ουσιών και αλκοόλ, ακόμη και μεταξύ ηλικιωμένων. Στο ίδιο κοινωνικό πλαίσιο, μετανάστες πρώτης αλλά και δεύτερης γενιάς παρουσιάζονται στα ιατρεία με ποικίλα ψυχολογικά και ψυχιατρικά ζητήματα τα οποία διαπλέκονται μεταξύ άλλων και με θέματα ρατσιστικών διακρίσεων και bullying στο χώρο εργασίας ή το σχολείο. Επίσης, άνεργοι και άτομα που πρόσφατα απολύθηκαν κι έρχονται στο νοσοκομείο με οξεία αντίδραση στρες ή σοβαρή αντίδραση προσαρμογής, σε σύγχυση σχετικά με το τι ακριβώς θα επιθυμούσαν ως βοήθεια. Γιατί πράγματι η ιατρικοποίηση κοινωνικών προβλημάτων όχι μόνο δεν προσφέρει λύσεις αλλά και επιτείνει τη σύγχυση για όλους –θεραπευτές και θεραπευόμενους.
Την ίδια στιγμή, οι εργαζόμενοι στο χώρο της ψυχικής υγείας καλούμαστε πλέον σε καθημερινή βάση να απορροφήσουμε και να διαχειριστούμε όλη την ένταση, το θυμό και την ανασφάλεια που δημιουργεί αυτό το ορμητικό κύμα των ανακατατάξεων. Συχνά, ερχόμαστε αντιμέτωποι και με τη διάχυτη έλλειψη εμπιστοσύνης των ασθενών στο σύστημα και συνεπώς και στους ιατρούς ως εκπροσώπους του συστήματος. Τη στιγμή μάλιστα που το ήδη ασθενές δίκτυο κοινωνικών υπηρεσιών εξαντλείται πλήρως κάτω από το βάρος των νέων απαιτήσεων και η ευθύνη των πολλαπλών αιτημάτων για υποστήριξη μετακυλίεται πάνω στον ειδικευόμενο και τον εργαζόμενο στην πρώτη γραμμή επαφής με το γενικό πληθυσμό. Επακόλουθα αυτών είναι η εμφάνιση αισθημάτων αδυναμίας, ματαίωσης και έλλειψης αποτελεσματικότητας με ορατό, μεταξύ άλλων, και τον κίνδυνο επαγγελματικής εξουθένωσης (burn out). Μια επιπλέον δυσκολία για τους ειδικευόμενους ψυχιάτρους είναι πως τη στιγμή που οι ίδιοι αντιμετωπίζουν άμεσα την απειλή της ανεργίας και της εργασιακής ανασφάλειας στο θεραπευτικό τους ρόλο καλούνται να ενσταλάξουν στους ασθενείς ελπίδα και αίσθηση προοπτικής για το μέλλον.
Οι ειδικευόμενοι αναρωτιούνται καθημερινά και ως προς την τύχη του δεύτερου μισού της ταυτότητάς τους, του ρόλου τους δηλαδή όχι μόνο ως εργαζομένων αλλά ως εκπαιδευόμενων. Οι κλινικές απαιτήσεις και ο φόρτος εργασίας ολοένα και αυξάνονται, όπως επίσης και η δυσκολία προάσπισης του εκπαιδευτικού χρόνου όταν οι διαρκώς νέες ανάγκες στις κλινικές και τα ιατρεία δεν καλύπτονται από κάποιον άλλον. Επίσης, σε ότι αφορά την εκπαίδευση, αναπόφευκτα οι συνέπειες της κρίσης συμπαρασύρουν μαζί τους και τις δυνατότητες κι ευκαιρίες εκπαίδευσης, αφού, λόγω της αισθητής και, δυστυχώς, συνεχιζόμενης μείωσης των μισθών περιορίζουν και τις δυνατότητες για παρακολούθηση σεμιναρίων, συνεδρίων, αλλά εκπαιδευτικών προγραμμάτων ψυχοθεραπείας για όσους ενδιαφέρονται να αναπτύξουν περαιτέρω την κατάρτισή τους. Κι εδώ έγκειται, ίσως, πολύ περισσότερο αυτή την περίοδο, η ιδιαίτερη εκπαιδευτική αξία των προγραμμάτων ψυχοθεραπείας σε δημόσια πλαίσια. Η βασική ψυχοθεραπευτική ευαισθητοποίηση κι εκπαίδευση των νέων λειτουργών ψυχικής υγείας φαίνεται να είναι ακόμη πιο επιτακτική υπό τις παρούσες συγκυρίες.
Κρίση κι εκπαίδευση ειδικευομένων
- «στρατηγικές επιβίωσης για θεραπευτές»
Η ενίσχυση της φαρέτρας των «στρατηγικών επιβίωσης για θεραπευτές» δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει και την καλλιέργεια της περιέργειας, της επιθυμίας, της φαντασίας, της δημιουργικότητας και του αυτοσχεδιασμού, έννοιες οι οποίες απασχόλησαν και απασχολούν το χώρο της ψυχοθεραπευτικής εκπαίδευσης. Στο νου μου αυθόρμητα δεν μπορούν παρά να έρθουν λέξεις-σημεία που συνάντησα κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής μου στην ψυχοθεραπεία ως ειδικευόμενη, όπως εκείνες της ενσυγκράτησης, της περίεξης, της συνήχησης και αυτοαναφοράς, της αφήγησης, των ρόλων και του σχετίζεσθαι στην ομάδα, και άλλες πολλές -όχι μόνο έννοιες αλλά και βιώματα ακόμη περισσότερο- που αποκόμισα κατά τη διαδρομή εκπαίδευσης σε δημόσια προγράμματα και σεμινάρια ψυχοθεραπευτικής εκπαίδευσης.
Σε αυτή την κοινωνική συνθήκη, ως ειδικευόμενη στο νοσοκομείο και τις ψυχιατρικές δομές του ΨΝΑ, μία από τις διεξόδους που βρήκα απέναντι σε αυτές τις απαιτητικές και απογοητευτικές συνθήκες υπήρξε η δυνατότητα εκπαίδευσης στην ψυχοθεραπεία. Μία αρχικά άγνωστη διαδρομή που όσο προχωρούσε αποκάλυπτε δυνατότητες κι εκπλήξεις. Στο τελείωμα της ειδικότητας ο απολογισμός έδειξε πολύ περισσότερα από όσα στην αρχή γνώριζα ότι υπάρχουν -μια σειρά από ευκαιρίες ψυχοθεραπευτικής εκπαίδευσης τόσο στο νοσοκομείο και τις εξωτερικές δομές του ΨΝΑ όσο και στο πανεπιστημιακό πρόγραμμα του «Αιγινητείου» Νοσοκομείου σε ορισμένα σεμινάρια του οποίου η συμμετοχή ειδικευομένων και από άλλα νοσοκομεία είναι ανοιχτή. Έτσι, στο τέλος της ειδικότητας, η αποτίμηση της εκπαιδευτικής μου διαδρομής περιελάμβανε την ολοκλήρωση του εκπαιδευτικού προγράμματος οικογενειακής ψυχοθεραπείας του ΨΝΑ και την παρακολούθηση του κύκλου σεμιναρίων στην ψυχοδυναμική ψυχοθεραπεία, καθώς και στη λακανική προσέγγιση της ψύχωσης. Παράλληλα, υπήρξαν κλινικές ευκαιρίες συμμετοχής σε θεραπευτικές ομάδες τμημάτων απεξάρτησης και ομάδες ψυχοθεραπείας και ανάληψη θεραπειών υπό εποπτεία ψυχοδυναμικής κατεύθυνσης. Μια πράγματι γεμάτη εκπαιδευτικά διαδρομή που αποδείχθηκε πολύτιμη για την καλύτερη κλινική προσέγγιση των ασθενών, ακόμη κι εκείνων με ιδιαιτερότητες στην προσωπικότητα τους αλλά και ιδιαιτερότητες της οικογενειακής ομάδας ή ιστορίας της οποίας αποτελούσαν μέρος.
Ειδικότερα την περίοδο που διανύουμε, όπως εγώ το βίωσα, οι ομάδες ψυχοθεραπευτικής εκπαίδευσης και οι ομάδες εποπτείας, από όποια κατεύθυνση ή σχολή κι αν προέρχονταν, λειτούργησαν και λειτουργούν όχι μόνο ως χώροι εκπαίδευσης αλλά και ως χώροι ενσυγκράτησης και περίεξης, συντελώντας ταυτόχρονα στην ενίσχυση των συνεκτικών δεσμών στην εργασιακή ομάδα. Γνωρίζω πως σε χώρες του εξωτερικού λειτουργούν, επίσης, τα τελευταία χρόνια, ειδικές υποστηρικτικές ομάδες για ειδικευόμενους ψυχιάτρους αλλά και ιατρούς άλλων ειδικοτήτων, τα balint groups, που διευκολύνουν την διερεύνηση και αντιμετώπιση «δύσκολων» περιπτώσεων και γενικά λειτουργούν υποστηρικτικά για τους ειδικευόμενους. Οι ομάδες αυτές θα ήταν χρήσιμο να καθιερωθούν και στη χώρα μας, τόσο για τους ειδικευόμενους ψυχιατρικής όσο και για ιατρούς άλλων ειδικοτήτων που κινδυνεύουν περισσότερο από σύνδρομο επαγγελματικής εξουθένωσης (burn out) όπως σε τμήματα επειγόντων, μονάδες εντατικής θεραπείας, ογκολογικά τμήματα και τμήματα Αids. Οι νέοι επαγγελματίες -και όχι μόνο- έχουν ανάγκη από υποστηρικτικά συστήματα και ομάδες στις δομές εργασίας τους. Μια τέτοια ανάγκη αναδεικνύεται ακόμη καθαρότερα στις σημερινές συνθήκες που επιβλήθηκαν από την οικονομική κρίση και που δημιουργούν την εξής παράδοξη εικόνα: από τη μία μια κάθετη αύξηση των αναγκών στον ψυχιατρικό και γενικό πληθυσμό και από την άλλη μια συνεχή αποδυνάμωση των ειδικών ψυχικής υγείας ως εργαζομένων αλλά και αποσταθεροποίηση των πλαισίων εργασίας τους στο δημόσιο σύστημα υγείας.
Αντί επιλόγου
Μετά την πρόσφατη δυνατή μπόρα και τις καταιγίδες που συνεχίζονται, υπάρχουν στιγμές στη δουλειά που το πλοίο μοιάζει ακυβέρνητο. Σύγχυση, αμηχανία, ανασφάλεια και αβεβαιότητα για το μέλλον είναι, νομίζω, συναισθήματα που μοιράζονται όχι μόνο οι νέοι ψυχίατροι αλλά και οι μεγαλύτεροι και πιο έμπειροι ειδικοί. Συχνά, μάλιστα, στους μεταξύ τους εξωτερικούς διαλόγους μπαίνουν στην παγίδα της σύγκρισης και σύγκρουσης σχετικά με το ποιός πλήττεται περισσότερο -οι νεότεροι αντιμέτωποι με τη βία της ανεργίας και την έλλειψη προοπτικής ή οι παλαιότεροι αντιμέτωποι με τη βία των περικοπών και την απειλή της συνέχειας σε όσα χτίστηκαν ως τώρα; Για ποιόν άραγε να είναι πιο δύσκολο; Για αυτόν που ξεκινά από τα γκρεμισμένα ή για εκείνον που τα βλέπει να γκρεμίζονται;
Η ψυχοθεραπευτική ευαισθητοποίηση έρχεται να ενισχύσει τη δυνατότητα του εσωτερικού διαλόγου ανάμεσα στις πολλαπλές εσωτερικές φωνές, όπως στα πολυφωνικά τραγούδια όπου οι πολλαπλές φωνές συνοδεύουν ή αντιτίθενται μεταξύ τους με έναν διαλογικό τρόπο. Ίσως μια απάντηση στο παραπάνω ερώτημα θα ήταν πως είναι δύσκολο και για τους δύο αλλά με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με την οπτική θέασης του κοινού προβλήματος. Ωστόσο, ζούμε σε μια ιστορική συγκυρία που μας βάζει όλους (θεραπευτές και θεραπευόμενους, εκπαιδευτές κι εκπαιδευόμενους) στο ίδιο πλοίο και σε αναζήτηση κοινής πορείας και χάρτη -ενός χάρτη αναγκαίου για την κατανόηση της διαδρομής, των εμποδίων αλλά και των βασικών κοινών στόχων και προοπτικών προκειμένου να επιβιώσουμε ως ομάδα επαγγελματιών και ως κοινωνία.
Πολύ περισσότερο από άλλοτε οι ειδικευόμενοι και νέοι ειδικοί χρειαζόμαστε την ψυχοθεραπευτική γνώση και ευαισθητοποίηση «μαζεύοντας το μέλι της ψυχής» -για να δανειστώ εδώ τον τίτλο μιας ενδιαφέρουσας ημερίδας που πραγματοποιήθηκε στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής, Οκτώβριο του 2012, από τη Μονάδα Απεξάρτησης 18 Άνω και τη Μονάδα Οικογενειακής Θεραπείας ΨΝΑ[1]. Προσωπικά, νιώθω τυχερή που στην εμπειρία του περάσματος της ειδικότητας από τις διάφορες δημόσιες ψυχιατρικές δομές είχα τη δυνατότητα να γευτώ από το μέλι της ψυχοθεραπείας και της εκπαίδευσης σε αυτήν. Σε καιρούς ένδειας και κρίσης το να τρεφόμαστε με μέλι φαίνεται εκ πρώτης όψεως πολυτέλεια, όμως την ίδια στιγμή το να έχουμε την επιθυμία για αυτό και να μοιραζόμαστε τόσο τη δουλειά της συλλογής του όσο και την ενέργεια που αυτό προσφέρει είναι μάλλον ανάγκη, προκειμένου να ανταποκριθούμε στα ιδιαίτερα αιτήματα των ανθρώπων που μας εμπιστεύονται αλλά και στις μεγάλες δυσκολίες και προκλήσεις των καιρών.
Υποσημείωση
[1] Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής-Εξειδικευμένο Κέντρο Κοινωνικής και Επαγγελματικής Ένταξης (ΕΚΚΕΕ) της Μονάδας Απεξάρτησης 18 Άνω και Μονάδα Οικογενειακής Θεραπείας Ψ.Ν.Α. Διοργάνωση ημερίδας με τίτλο: «Μαζεύοντας το μέλι της ψυχής. Απρόβλεπτα γεγονότα, μια συστημική προσέγγιση». Προσκεκλημένοι ομιλητές: Jacques Pluymaekers, Ψυχολόγος, Οικογενειακός Θεραπευτής, Πρόεδρος της EFTA-CIM και Σωτήρης Μανωλόπουλος, Ψυχίατρος-Παιδοψυχίατρος, Ψυχαναλυτής.
Βιβλιογραφία
Bakhtin, M. (1973). Problems of Dostoevsky's poetics (2nd edn.; R. W. Rotsel, Trans.). Ann Arbor, MI: Ardis. (Original work published 1929 as Problemy tvorchestva Dostoevskogo).
Bateson, G. (1972). Steps to an Ecology of Mind. Νew York: Ballintine.
Good, B. (1994). Medicine, rationality and experience. An anthropological perspective. Cambridge University Press
Jacob, K.S. (2012). Patient experience and psychiatric discourse.The Psychiatrist, 2012,Vol 36, No 11, p414 -417.36, p.414-417.
Kleinmann, A. (1988). The illness narratives: suffering, healing, and the human condition.Basic Books.
Kleinmann, A. (1995). Writing at the margin. Discourse Between Anthropology and MedicineUniversity of California Press.
Watzlawick, P., Beavin & Jackson, D. (1967). Pragmatics of Human Communication,Νew York: W.W. Norton & Co.