Πρόκειται για ένα βιβλίο ιδιαίτερα πρωτότυπο που, εν ολίγοις, αφορά στην «παιγνιοθεραπεία». Συνδυάζει τη θεωρία με την ψυχοθεραπευτική πρακτική και, κυρίως, με βιώματα - ανθρώπων, παιδιών, γέρων, γυναικών, ανδρών, θεραπευόμενων, θεραπευτών.
Δεν έχω καμιά εμπειρία πάνω στη θεραπεία με το παιχνίδι (αν και διδάχτηκα πολλά από το βιβλίο), έτσι θα είμαι «μια ξένη» σε έναν «διάλογο» (ως αναγνώστρια και τώρα ως παρουσιάστρια του βιβλίου) ο οποίος, όμως, μπορεί να με κάνει να νιώσω, και ελπίζω όλοι εμείς μαζί, πιο οικεία.
Στο βιβλίο προτείνεται το παιχνίδι με τις κάρτες που προκαλεί συνειρμούς και νοήματα. Έτσι, σαν «κάρτες», λειτούργησαν σε μένα κάποιες έννοιες, για να μιλήσω μέσα από την προσωπική μου επαγγελματική ιστορία.
Θα αναφερθώ σε τρία σημεία που ξεχώρισα από το βιβλίο, και θα τα συνδέσω με τη δική μου ψυχοθεραπευτική εμπειρία.
**1. Αυτογνωσία **
Λέγεται στο βιβλίο:
«Τρέλα δογματισμού, δογματισμός τρέλας» (σ. 10).
«Η ψυχοθεραπεία οφείλει να είναι η αλάνα που επιτρέπει στον νου να περιεργαστεί τις μεταμορφώσεις του» (σελ. 12).
Εγώ θα πρόσθετα: Μια σχέση είναι πάντα το αποτέλεσμα διπλής περιγραφής ( G . Bateson )
Κι εδώ μπορούμε να αναφερθούμε σε μια «μυθιστορηματοποίηση» της ψυχοθεραπείας, μέσα από σκέψεις που ανέπτυξε ο μεγάλος Ρώσος γλωσσολόγος Mikhail Bakhtin:
Μιλάμε για την έννοια του «πολυφωνικού εαυτού», που σηματοδοτεί μια μετάβαση από την κατανόηση του εαυτού ως κλειστού συστήματος, στη διαμόρφωση του σχεσιακού εαυτού, μέσα από έναν συνεχή εσωτερικό και εξωτερικό διάλογο, την αναρώτηση, έκθεση, ενσωμάτωση στοιχείων άλλων εαυτών. Και, επομένως, μιλάμε για μια ψυχοθεραπευτική διαδικασία που δεν έχει έτοιμες λύσεις, αλλά είναι ατελής, αβέβαιη, ανοιχτή στις προκλήσεις, επώδυνη αλλά και ελπιδοφόρα. Η ψυχοθεραπεία θα μπορούσε να παρομοιαστεί με μια «μυθιστορηματοποιητική» διαδικασία, όπου οι συγγραφείς, θεραπευτής και θεραπευόμενοι, προσεγγίζουν από κοινού, χωρίς τις «επικές» αποστάσεις τελειωμένων και ολοκληρωμένων θεωρητικών αρχών, την πραγματικότητα μιας διυποκειμενικής κατασκευής, ανοιχτής και εξελισσόμενης, ιστορικά και κοινωνικά σχετικής (ακριβώς όπως και το παιγνίδι).
Αλλά, ακόμα ειδικότερο ενδιαφέρον έχει η μεταφορά της «μυθιστορηματοποίησης» στον διάλογο ανάμεσα στις ψυχοθεραπευτικές σχολές: Στον διάλογο αυτόν οι διαφορετικές προσεγγίσεις τείνουν όλο και περισσότερο να εγκαταλείπουν τις κονταρομαχίες, κατά τα πρότυπα των ιπποτών, για να αναζητήσουν τις βαθύτερες αγωνίες τους, τις ατέλειες, τη μερικότητα των αληθειών τους, το ανοιχτό σε ερωτηματικά και νέες απαντήσεις μέλλον.
Και ακριβώς αυτό κάνει το βιβλίο αυτό όταν συνδέει Freud, Jung, Cohut, Bateson, Watzlawick και άλλους…
Αλλά ακριβώς αυτή είναι και μια κεντρική λειτουργία του παιχνιδιού…
2. Από τον ναρκισσισμό στην πραγματικότητα
«Η μεταμόρφωση της ναρκισσιστικής μου ορμής σε μια πραγματική αίσθηση προσωπικής αξίας, δεν προκύπτει από την ηθικολογία της ταπεινότητας, αλλά από τη ζεστασιά της κατανόησης τη στιγμή της ήττας. Αυτό το γνωρίζουμε και με πιο τεχνικό τίτλο την ενσυναίσθηση» (σ.15). Εγώ θα πρόσθετα: «Αλλά και από τη ζεστασιά της κατανόησης του εαυτού μας και των άλλων τη στιγμή της νίκης, μέσα από την ενσυναίσθηση του νικητή απέναντι στον ηττημένο».
Κι εδώ, μιλώντας για την ενσυναίσθηση (empathy), μπορούμε να αναφερθούμε στους «Πέρσες» του Αισχύλου:
Όλο το τραγικό εγχείρημα της τραγωδίας παρουσιάζει την έννοια της «ενσυναίσθησης» (βαθύτερη κατανόηση του «άλλου»), που στην περίπτωση αυτή μεταφράζεται ως μια ανθρώπινη εξοικείωση του νικητή με τα συναισθήματα του ηττημένου. Είναι, πράγματι, εντυπωσιακό, γενναίο και μεγαλόψυχο το «πλαίσιο» του έργου. Οι νικητές (Αθηναίοι) θρηνούν για τους ηττημένους (Πέρσες), βιώνουν τον ξένο πόνο και τον αναπαριστούν.
Και η έννοια της ενσυναίσθησης μας παραπέμπει στις έννοιες «φθόνος και ευγνωμοσύνη» της Melanie Klein. Στην «παρανοειδή-σχιζοειδή» θέση το βρέφος θέλει να «στραγγίξει» το στήθος της μητέρας, να ελέγξει και να «ρουφήξει», καταστρέφοντας, έτσι, τη μητέρα – τον «άλλο». Αν παραμείνει και ως ενήλικας στη θέση αυτή, θα είναι άνθρωπος φθονερός, πολεμικός, χωρίς αγάπη και έγνοια για το καλό των άλλων.
Αλλά, όμως, περιέγραψε η Melanie Klein, το μωρό, αργότερα, θα πρέπει να περάσει στην «καταθλιπτική θέση», μέσα από την οποία θα αναγνωρίσει τη μητέρα -τον άλλο- ως ένα πρόσωπο που μπορεί να το αγαπήσει και να νοιάζεται για το καλό του. Που σημαίνει ότι θα είναι ένας ενήλικας που έχει ενστερνιστεί την έννοια της διαφορετικότητας, της αλληλεγγύης και του ανθρωπισμού.
Στους «Πέρσες» βλέπουμε τους νικητές Έλληνες να είναι στην πιο ώριμη «καταθλιπτική θέση» που μπορεί κανείς να φανταστεί, αφού νοιάζονται και συμπονούν τον ίδιο τον εχθρό τους στον πόλεμο.
Πρόκειται για μια γενναία -ηθικά και πολιτισμικά- μετάβαση από τον ναρκισσισμό στην πραγματικότητα της ανθρωπιάς…
3. Τελετουργικά, σύμβολα και δυνατότητες συμβολισμού
Στη σελ. 17 αναφέρεται ο όρος «τελετουργικά».
«Η εποχή μας έχει αδειάσει από τα τελετουργικά που μας προσέφεραν χώρο για τη σύνδεση με εκείνο που δεν μπορούμε αλλιώς να εξηγήσουμε».
Εδώ, θα πω ότι υπάρχουν πολλοί ορισμοί των τελετουργικών από την κοινωνική ανθρωπολογία.
Πρόκειται για «Ειδική ακολουθία πράξεων που επισφραγίζει μια αλλαγή στη ζωή του ατόμου/οικογένειας/ομάδας».
Έχει σαφή έναρξη, δομή, και ακολουθία πράξεων, οργανωμένων γύρω από ένα θέμα. Συχνά κατ’ επανάληψη.
Μπορεί να σηματοδοτεί το τέλος μιας προηγούμενης φάσης στη ζωή και την έναρξη της επόμενης ή μπορεί να προωθήσει μια αλλαγή, όπως επίλυση προβλήματος ή επούλωση τραύματος.
Έχουν μια τυπική και μια βιωματική πλευρά.
Το σύμβολο είναι η βασική, θεμελιώδης ενότητα του ritual. Τα σύμβολα έχουν την ικανότητα να εμπεριέχουν πολλαπλά νοήματα, να συνδέονται με ανόμοια φαινόμενα και να δουλεύουν ταυτόχρονα στους αισθησιακούς και στους γνωστικούς πόλους των νοημάτων.
Τρία είναι τα βασικά στάδια των rituals:
Αποχωρισμός, Μετάβαση, Επανασύνδεση.
Με αυτή την έννοια και η ψυχοθεραπεία αποτελεί μια τελετουργική διαδικασία.
Και το πιο σημαντικό, όπως μας διδάσκει το βιβλίο για το παιχνίδι, είναι ότι πυρηνική της έννοια είναι το σύμβολο.
«Το σύμβολο είναι η καλύτερη δυνατή έκφραση για κάτι άγνωστο» (μεταφέρεται από Jung Lexicon, στη σ. 18). «Στην αναλυτική ψυχολογία η κατανόηση της φύσης του συμβόλου γίνεται με την αντιπαραβολή της με το σήμα». «Στο σήμα το νόημα είναι κοινωνικά συμφωνημένο και συνεπώς σαφές. Αντίθετα, αν θέλουμε να προσανατολιστούμε με τη βοήθεια του συμβόλου, το νόημα εμφανίζεται όταν λαμβάνουμε υπ’ όψιν την κατάσταση, τις συνδέσεις ανάμεσα στα ποικίλα στοιχεία και την προσωπική σημασία που του δίνουμε».
Σε σχέση με τα σύμβολα και τον συμβολισμό, θα δώσω κάποιες σκέψεις από τη δική μας ψυχοθεραπευτική δουλειά με οικογένειες.
Το βασικό στοιχείο των ημερών μας είναι η συσχέτιση της κοινωνικοοικονομικής κρίσης με τη ραγδαία μείωση της ικανότητας των ανθρώπων για συμβολοποίηση.Η εισβολή στοιχείων της εξωτερικής πραγματικότητας στο θεραπευτικό πλαίσιο, είναι κάτι που ο θεραπευτής όχι μόνο δεν μπορεί να αγνοήσει, αλλά πρέπει να το χρησιμοποιήσει εντός της θεραπείας. Πολύ συχνά αντιλαμβανόμαστε ότι τα μέλη της οικογένειας έχουν χάσει την ικανότητα για συμβολοποίηση. Μιλούν για τα χρήματα, την τροφή, τα υλικά αγαθά και τον χρόνο, per se, αγνοώντας τι αντιπροσωπεύουν όλα αυτά (π.χ. «μου δίνεις, μου στερείς, αποφασίζεις μόνη/ος χωρίς να με ρωτήσεις, δεν επικοινωνούμε και δεν συναποφασίζουμε» κ.λπ.). Για παράδειγμα, ένα ζευγάρι διαφωνεί έντονα για ένα συμβάν όπου ο σύζυγος αρνήθηκε να δώσει στη σύζυγο κάποια ευρώ και ο καυγάς είναι για το αν «τα ευρώ ήταν 3 ή 5», ουρλιάζοντας ο ένας στον άλλον «λες ψέματα!».
Ένα δεύτερο στοιχείο είναι η «προσαρμογή» των συμβόλων σε μια πραγματικότητα που εισβάλλει βίαια μέσα στα σπίτια και παραχαράσσει τα σύμβολα των ατόμων ή οικογενειών, σύμφωνα με τα δικά της δεδομένα.
Υπάρχει, δηλαδή, μια συνήχηση μεταξύ της αναπτυξιακής φάσης της οικογένειας και της κρίσης του ευρύτερου πλαισίου. Αυτό που βλέπουμε είναι ότι η εισβολή της κοινωνική αποσταθεροποίησης στο οικογενειακό πλαίσιο δεν είναι μόνο ποσοτική, αλλά και ποιοτική. Για παράδειγμα, όσοι κάναμε την εκπαίδευσή μας στο ΑΚΜΑ, των Βασιλείου, γνωρίζουμε για «το παιδί-στόχος» και «το παιδί-καταφύγιο». Η έφηβη κόρη, όταν νιώσει μια ένταση μεταξύ των γονιών της, θα μπει στο δωμάτιο φωνάζοντας στον πατέρα της: «Εγώ θα πάω στο πάρτι κι ας μη με αφήνεις, εγώ θα πάω!». «Όχι, δεν θα πας» απαντά ο πατέρας, αρχίζει ένας καυγάς ανάμεσα στον πατέρα και την κόρη κι έτσι αποσοβείται ο καυγάς μεταξύ των γονιών. Η κόρη παίρνει την ένταση επάνω της, γινόμενη «το παιδί στόχος». Τότε, ο μικρότερος γιος θα πλησιάσει τη μητέρα κρατώντας ένα κουτί σκραμπλ και λέγοντάς της: «Θέλεις να παίξουμε μια παρτίδα;». Με τον τρόπο αυτόν παρηγορεί τη μητέρα του, γινόμενος «το παιδί καταφύγιο».
Σήμερα, στοιχεία της αλλοίωσης του κοινωνικού συστήματος αξιών εισέρχονται στις οικογενειακές σχέσεις. Έτσι, η έφηβη κόρη (το παιδί-στόχος) δεν είναι απλώς ανυπάκουη ή επιθετική αλλά «συμφεροντολόγα», «εκμεταλλεύτρια». Και ο γιος, (το παιδί-καταφύγιο) δεν είναι μόνο παρηγορητής αλλά «πληροφοριοδότης», «ρουφιάνος», «χαφιές». Όλα αυτά είναι αναλογίες με παραστάσεις του κοινωνικού και πολιτικού συστήματος, με τον τρόπο που η οικογένεια τις νοηματοδοτεί.
Ένα συμπέρασμα, εδώ, είναι ότι ο θεραπευτής χρειάζεται να προστατεύει το θεραπευτικό πλαίσιο, την «ως εάν» λειτουργία του πλαισίου, έτσι ώστε να μην πλημμυρίσει από την εξωτερική πραγματικότητα, αλλά την ίδια στιγμή θα πρέπει να είναι πιο στέρεος και ψυχικά ανθεκτικός σε αυτήν την εισβολή, αντέχοντας ένα σκληρότερο «κράτημα» (holding) των πελατών.
Να αποτελέσει ένα σημείο αναφοράς, σταθερότητας και ασφάλειας για όλη την οικογένεια. Να προσπαθήσει να ανατρέψει τη «γλωσσική τυραννία» (που στην κοινωνία είναι ο ολοκληρωτισμός) της αφήγησης των γονέων (κόρη συμφεροντολόγα, εκμεταλλεύτρια – γιος ρουφιάνος, χαφιές). Να διαχειριστεί την εκπροσώπηση και την υποκίνηση, ενισχύοντας τη «θέση-Εγώ» (I-position) και τον «διάλογο των δύο προσώπων». Να συνδέσει το «εδώ και τώρα» με την ιστορία. Και το πιο σημαντικό: Να επαναφέρει την ικανότητα αφηρημένης σκέψης, ιεράρχησης, διάκρισης, διαφοροποίησης, συμβολισμού και μετα-επικοινωνίας, κατασκευής νοημάτων.
«Η παιγνιώδης διάθεση είναι ο βιωματικός τρόπος ενσάρκωσης στο παρόν της προσωπικής μας μυθολογίας», λένε οι συγγραφείς του βιβλίου (σελ. 18).
Συμφωνώ. Ας ψάξουμε, λοιπόν, με παιγνιώδη διάθεση, για τη δική μας προσωπική μυθολογία.