Πρώτο : Το έργο παίζεται το 472 π.Χ., περίπου μια δεκαετία μετά από τις δύο καταστροφές της Αθήνας από τους Πέρσες και τη νικητήρια για τους Έλληνες ναυμαχία της Σαλαμίνας. Έξω από το Θέατρο Διονύσου υπάρχουν ακόμη ερείπια και καμένα ξύλα. Είναι ορατά από τους θεατές σε ένα ανοιχτό θέατρο – και μάλιστα σε ένα τοπίο που είναι ακόμα τοπίο πολέμου. Αρκετοί θεατές είναι σακάτηδες, ανάπηροι πολέμου. Άλλοι έχουν χάσει οικεία τους πρόσωπα από περσικά βέλη. Αυτοί που παίζουν τους Πέρσες γέρους άρχοντες του Χορού είναι πρώην οπλίτες και ναύτες των Αθηναίων. Το τοπίο της παράστασης συμπλέκεται με το αληθινό τοπίο. Η τρομαχτική φωνή των εισβολέων πριν από 8 και 18 χρόνια ακούγεται σαν φωνή θρήνου. Τον θρήνο όμως τον τραγουδούν Αθηναίοι πολίτες. «Παρότι το έργο χειραγωγεί τις πραγματικότητες της ιστορίας και της Περσίας, παρόλα αυτά ζητά από το ακροατήριο να σταθεί με συμπάθεια απέναντι στον Ασιάτη Εχθρό», γράφει ο Rush Rehm, καθηγητής Θεάτρου και Κλασικών Σπουδών στο Stanford University.
Όλο το τραγικό αυτό εγχείρημα παρουσιάζει την έννοια του «empathy» , όπως λέμε στην ψυχοθεραπεία, μεταφρασμένη σε _«ενσυναίσθηση» _ (βαθύτερη κατανόηση του «άλλου»), που στην περίπτωση αυτή μεταφράζεται ως μια ανθρώπινη εξοικείωση του νικητή με τα συναισθήματα του ηττημένου.
«Οικείωση» την έλεγε ο Πυθαγόρας, ικανότητα να νιώθουμε τον πόνο (αλλά και τη χαρά) του άλλου ως δικά μας.
Είναι, πράγματι, εντυπωσιακό, γενναίο και μεγαλόψυχο το «πλαίσιο» του έργου. Οι νικητές (Αθηναίοι, Αισχύλος) θρηνούν για τους ηττημένους Πέρσες, βιώνουν τον ξένο πόνο και τον αναπαριστούν.
Δεύτερο : Πώς μαθαίνουν οι Πέρσες την ολοσχερή καταστροφή του στρατού και στόλου τους; Από το Αθηναϊκό Πρακτορείο, το BBC ή το CNN; Εννοείται πως όχι. Ούτε από αγγέλους ή φωτιές που στέλνουν μηνύματα.
Ο Αισχύλος επιστρατεύει το ασυνείδητο για να φέρει τα νέα στους Πέρσες: Τα όνειρα της Άτοσσα και η συλλογική παραίσθηση του Χορού των Αρχόντων Γερόντων που φέρνουν έναν νεκρό να μιλάει και να προφητεύει, τον Δαρείο. Ο σχετικά αδρός λόγος του Αισχύλου, χωρίς τα τραγικά διλήμματα του Σοφοκλή ή τα ψυχολογικά πορτραίτα του Ευριπίδη, αναδεικνύει έναν συγγραφέα με βαθιά και πρωτοποριακή ψυχολογική σκέψη για την εποχή του. Χιλιετίες πριν ο Φρόιντ μιλήσει για τη σημασία του ονείρου και την επίδρασή του στη συμπεριφορά, η βασιλομήτωρ Άτοσσα αφηγείται κι ερμηνεύει το όνειρό της για την αντιπαλότητα Ευρώπης και Ασίας.
Τρίτο : Ένας σημαντικός στοχαστής της συστημικής ψυχοθεραπευτικής προσέγγισης, ο Gregory Bateson, σε ανθρωπολογικές μελέτες που έκανε μαζί με τη σύζυγό του, την κορυφαία κοινωνική ανθρωπολόγο Margaret Mead, περιέγραψε την έννοια της _«σχισμογένεσης» _ παρατηρώντας το «σχίσμα» σε γειτονικές φυλές, γείτονες εν γένει, ανθρώπους σε κοντινές, στενές σχέσεις.
Στη _συμπληρωματική σχισμογένεση _ οι σχέσεις που διαμορφώνονται είναι κυριαρχία-υποταγή, αρωγή-εξάρτηση, επιδειξιομανία-ηδονοβλεψία – που οδηγούν στην υποδούλωση.
Στη _συμμετρική σχισμογένεση _ υπάρχει ανταγωνισμός, αντιπαλότητα - που οδηγούν στον πόλεμο.
Και η έννοια της σχισμογένεσης (και με τις δύο όψεις της) μας παραπέμπει στην έννοια του φθόνου (κατά Melanie Klein). Πρόκειται για την παρανοειδή- σχιζοειδή θέση κατά Melanie Klein, όπου το βρέφος θέλει να «στραγγίξει» το στήθος της μητέρας, να ελέγξει και να «ρουφήξει», καταστρέφοντας έτσι, τη μητέρα –τον «άλλο». Αν παραμείνει και ως ενήλικας στη θέση αυτή θα είναι άνθρωπος φθονερός, πολεμικός, χωρίς αγάπη και έγνοια για το καλό των άλλων.
Αλλά, όμως, περιέγραψε η Melanie Klein, το μωρό αργότερα θα πρέπει να περάσει στην καταθλιπτική θέση, μέσα από την οποία θα αναγνωρίσει τη μητέρα –τον άλλο- ως ένα πρόσωπο που μπορεί να το αγαπήσει και να νοιάζεται για το καλό του. Που σημαίνει ότι θα είναι ένας ενήλικας που έχει ενστερνιστεί την έννοια της διαφορετικότητας, της αλληλεγγύης και του ανθρωπισμού.
Στους «Πέρσες» βλέπουμε τους νικητές Έλληνες να είναι στην πιο ώριμη «καταθλιπτική θέση» που μπορεί κανείς να φανταστεί, αφού νοιάζονται και συμπονούν τον ίδιο τον εχθρό τους στον πόλεμο.
Το ενδιαφέρον είναι ότι η σχέση Ελλήνων – Περσών δεν ήταν απλώς μια σχέση αντιπαλότητας και πολέμου (συμμετρική). Την ίδια στιγμή κυοφορούσε συμπληρωματικότητα και αλληλοενατένιση.
Δεν είναι τυχαίο να παρατηρήσει κανείς πόσοι σπουδαίοι Έλληνες της εποχής έβρισκαν καταφύγιο στους κόλπους της περσικής αυτοκρατορίας:
Δημάρατος: Βασιλιάς της Σπάρτης γύρο στο 500 π.Χ. Ήρθε σε πλήρη σύγκρουση με τον άλλο βασιλιά (η Σπάρτη είχε τότε ταυτόχρονα 2 βασιλείς από 2 διαφορετικές οικογένειες). Έφυγε και κατέληξε στην αυλή του Ξέρξη. Ήρθε μαζί του το 480 π.Χ. στην εκστρατεία του Ξέρξη στην Ελλάδα, ήταν πολιτικός και στρατιωτικός του σύμβουλος.
Αρτεμισία: Ελληνίδα, όπως δείχνει το όνομά της, με μητέρα Κρητικιά, σατράπισσα της ελληνικής Αλικαρνασσού και των γύρω νησιών, η μόνη γυναίκα από τους ναυάρχους της Περσίας στη Σαλαμίνα, συμβούλεψε τον Ξέρξη να μη δώσει τη μάχη εκεί. Ο Ηρόδοτος, συμπατριώτης της από την Αλικαρνασσό, την επαινεί για τις εξαιρετικές ναυτικές της ικανότητες.
Παναίτιος ο Σωσιμένους: Ναύαρχος της Τήνου, έφτασε στη Σαλαμίνα συμμετέχοντας στον περσικό στόλο. Παραμονή βράδυ της ναυμαχίας, με την τριήρη του προσχωρεί στον αθηναϊκό στόλο.
Θεμιστοκλής: Ο θριαμβευτής της Σαλαμίνας. Η μεγάλη επιρροή του προκάλεσε φθόνο, ενεργοποίησε τους φιλοσπαρτιάτες αντιπάλους του, με επικεφαλής τον Κίμωνα, εξοστρακίσθηκε την ίδια χρονιά που πρωτοπαρουσιάστηκαν οι Πέρσες του Αισχύλου. Κατέφυγε πρώτα στη Μακεδονία και αμέσως μετά στην Περσία, όπου όμως, τελικά, αυτοκτόνησε.
Μετά το ανέβασμα της τραγωδίας του Ασχύλου επαναλαμβάνεται το ίδιο φαινόμενο:
Ο Αλκιβιάδης, ιδιοφυής Αθηναίος πολιτικός και στρατηγός αλλά και τυχοδιώκτης, μετά τις επανειλημμένες μεταβολές του ως στρατηγού των Αθηναίων ή των Σπαρτιατών κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, προσφέρει τις υπηρεσίες του στον Μεγάλο Βασιλέα της Περσίας, όπου και δολοφονείται από τους Πέρσες.
Ο Ξενοφών, ολιγαρχικός και φιλολακεδαιμόνιος Αθηναίος, συμμετείχε ως μισθοφόρος στην εκστρατεία του Πέρση πρίγκιπα Κύρου, ενάντια στον βασιλιά Αρταξέρξη ΙΙ. Από την εμπειρία του αυτή προέκυψε και το γνωστό σε πολλούς από εμάς από το Λύκειο βιβλίο «Κύρου Ανάβασις».
Τέταρτο : Τρία είναι τα σημαίνοντα πρόσωπα των Περσών που παρουσιάζονται στο έργο: Η Άτοσσα, χήρα του Δαρείου και μητέρα του Ξέρξη, ο Ξέρξης, ο μεγαλομανής τυχοδιώκτης αλλά και σκληρά ηττημένος βασιλιάς των Περσών και ο (νεκρός) Δαρείος, πρώην ένδοξος για τις νίκες του απέναντι στους Έλληνες Πέρσης ηγέτης.
Εδώ βλέπουμε ότι ο Ξέρξης, όσο είναι μόνος με τη μητέρα του, γίνεται επικίνδυνος και καταστροφικός. Με μια σύγχρονη λαϊκή έκφραση είναι ένα «τσογλάνι». Μόνο όταν εμφανίζεται στη σκηνή ο Δαρείος (ως ζωντανό φάντασμα του νεκρού πατέρα) ο Ξέρξης αρχίζει να ακουμπά στην πραγματικότητα.
Σύμφωνα με τον Lacan κάθε παιδί που βρίσκεται σε συμβιωτική σχέση με τη μητέρα του μπορεί να μπει στον πραγματικό κόσμο μόνο μέσα από το «Όνομα του Πατέρα». Το «Όνομα του Πατέρα» εισάγει το παιδί στην έννοια του Νόμου, στην Πραγματικότητα και στην τάξη του Συμβολικού. Κι ο Νόμος του Δαρείου είναι σαφής στο κείμενο του Αισχύλου. Στο ερώτημα του Χορού «πώς θα έρθουν καλύτερες μέρες για την Περσία», η απάντηση–Νόμος του Δαρείου είναι: «Αν πόλεμο στον τόπο των Ελλήνων / δεν κάμετε ποτέ», (στ. 784).
Ο Ξέρξης, μέσω του Ονόματος-του-Πατέρα του Δαρείου, φεύγει από τη θέση
«τσογλάνι» και θα λειτουργήσει ως βασιλιάς της Περσίας αντάξιος του Δαρείου, στη θέση του πατέρα του.
Πέμπτο : Στα ομηρικά έπη υπάρχουν αναφορές σε παθολογικές ψυχολογικές καταστάσεις, οι οποίες προκαλούνται πάντα από τους θεούς: Η κατάθλιψη και το μένος του Αίαντα, γιατί δόθηκαν τα όπλα του νεκρού Αχιλλέα στον Οδυσσέα. Οι αιματηρές ψευδαισθήσεις των μνηστήρων της Πηνελόπης στην Οδύσσεια. Και στις δύο περιπτώσεις τα φαινόμενα τα είχε προκαλέσει η Αθηνά.
Οι «Πέρσες» του Αισχύλου είναι η πρώτη περίπτωση στην ευρωπαϊκή γραμματεία όπου αναφέρεται και ονομάζεται μια ψυχολογική πάθηση ως νόσος. «Νόσος φρενών» (στ. 744) αναφέρει ο Δαρείος για τον γιο του και την αποδίδει στη «θρασύτητα της νεότητας» (στ. 738) και στο «θράσος του κομπασμού» (στ. 825). Δεν την αποδίδει σε θεϊκή θέληση, δεν χαρακτηρίζει τον Ξέρξη «θεοβλαβή», δηλαδή βλαμμένο από τους θεούς, αλλά αντίθετα, τον λέει «θεοβλαβούντα» (στ. 825), δηλαδή άνθρωπο που ο ίδιος βλάπτει τους θεούς. Και παραπέρα, ο Αθηναίος τραγωδός θέτει το ευρύτερο θέμα της καταλυτικής επίδρασης που μπορεί να έχει η διαταραγμένη προσωπικότητα ενός ηγέτη σε αιματηρές και καταστροφικές στιγμές της ανθρώπινης ιστορίας - και ευρύτερα τη σχέση ψυχολογίας και πολιτικής.
Μισό αιώνα πριν ο Ιπποκράτης μιλήσει για «φρενίτιδα», ο Αισχύλος με τους
«Πέρσες» έθεσε τον θεμέλιο λίθο ενός εξέχοντα κλάδου της ιατρικής, της ψυχιατρικής.
Ως επίλογος : Η συνομιλία των Περσών μεταξύ τους αλλά και το άλλο επίπεδο λογικής τάξης, που είναι, μέσω του έργου «Πέρσες» του Αισχύλου, η επικοινωνία των Ελλήνων με τους Πέρσες και αναπαράστασης του πόνου τους, μας θυμίζουν μια σύγχρονη πραγματικότητα: Το face-book, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Στο έργο όλοι θρηνούν ή βρίζουν κάποιον (π.χ. Ξέρξη). Υπάρχει θυμός και πόνος αλλά δεν διαφαίνεται προοπτική.
Και στο face-book έρχεται κανείς σε επαφή με οργή και οδυρμό, όμως, εκτός ορισμένων εξαιρέσεων (αραβική άνοιξη, κίτρινα γιλέκα), δεν διακρίνει προοπτική.
Αλλά, φυσικά, και στη σημερινή Ελλάδα της Κρίσης (ένα από τα κέντρα της Παγκόσμιας Κρίσης) μπορεί κανείς να παρατηρήσει τους Έλληνες να κλαίνε και να βρίζουν αλλά, για την ώρα (ας ελπίσουμε ότι είναι μονάχα για τη ώρα), δεν βλέπουν, ή, από τα τραύματα που έχουν υποστεί, δεν έχουν πια το ηθικό και την αίσθηση εμπιστοσύνης να αναζητήσουν προοπτική.
Βιβλιογραφία
Αισχύλος, Πέρσαι, Εκδόσεις Κάκτος, 1991, Μετάφραση Τάσος Ρούσσος
Bateson, G. (1972). Steps to an Ecology of Mind. The University of Chicago Press, Chicago, London.
Klein, M. (1975). Envy and Gratitude and Other Works 1946-1973. The Free Press.
Lacan, J. (1964-1965). XII Seminar. Crucial Problems for Psychoanalysis. Στο ίντερνετ: http://www.lacan.com/seminars2.htm.
Lacan, J. (1975-1976). XXIII Seminar, The Sinthome. Στο ίντερνετ: http://www.Lacanonline.com/index/wp-content/uploads/2014/11/Seminar
Rehm Rush, Radical Theater: Greek Tragedy and the Mondern World, Duckworth, 1993
Thumiger Chiara, A History of the Mind and Mental Health in Classical Medical Thought, Cambridge University Press, 2018