Από διάλεξη που δόθηκε στις 21 Απριλίου 1966 στο «Συμπόσιο των Δύο Κόσμων» στο Κρατικό Κολλέγιο του Σακραμέντο. Οι πατεράδες έφαγαν σάπια φρούτα και χάλασαν τα δόντια των παιδιών Κύριε Bateson, εδώ στην Ελλάδα βιώνουμε μια, άγνωστη μέχρι τώρα σε μας, βαθιά και άγρια κρίση. Νοιώθουμε πως είμαστε παίγνιο στα χέρια παντοδύναμων ιστορικών δυνάμεων που ξεπερνούν κάθε δυνατότητα επιρροής μας πάνω τους. Με την εμπειρία που έχετε, μπορείτε να εντοπίσετε αντίστοιχες ιστορικές τομές που προηγήθηκαν ώστε η μελέτη τους να είναι επιβοηθητικός παράγοντας; G. B.: Το κεντρικό ερώτημα που θα θέσω είναι, τι θα μετρήσει ως σοβαρό στην ιστορία των τελευταίων εξήντα χρόνων [1]; Ποια είναι τα κριτήρια μας για το ιστορικά σημαντικό; Για μένα υπήρξαν μόνο δύο στιγμές που μπορούν να μετρήσουν ως πραγματικά σημαντικές από την οπτική ενός κοινωνικού ανθρωπολόγου. Η μία ήταν τα γεγονότα που οδήγησαν στη Συνθήκη των Βερσαλλιών και η δεύτερη η επανάσταση της κυβερνητικής. Μπορεί κανείς να εκπλαγεί ή και να σοκαριστεί που δεν ανέφερα την ατομική βόμβα, ούτε καν το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Και δεν ανέφερα την εξάπλωση του αυτοκινήτου, του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, ούτε τόσα άλλα πράγματα που συνέβησαν τα τελευταία εξήντα χρόνια. Αλλά ποια είναι τα κριτήριά σας για το ιστορικά σημαντικό; G.B.: Ας θέσω, λοιπόν, τα κριτήριά μου για το ιστορικά σημαντικό. Τα θηλαστικά δείχνουν εξαιρετικό ενδιαφέρον όχι στα επεισόδια αλλά στα πρότυπα των μεταξύ τους σχέσεων. Αν ανοίξεις την πόρτα του ψυγείου και η γάτα έρθει και αρχίσει να βγάζει διάφορους ήχους, δεν μιλάει για γάλα ή για συκώτι. Αυτό που στην πραγματικότητα σου λέει είναι κάτι για τη σχέση της μαζί σου. Αν μετέφραζες το μήνυμα σε λέξεις θα ήταν κάτι σαν «εξάρτηση, εξάρτηση, εξάρτηση», δηλαδή μάλλον μιλάει για ένα πιο αφηρημένο πρότυπο μέσα στη σχέση. Αφού δηλωθεί το πρότυπο, μπορεί κανείς να περιμένει ότι θα πάει από το γενικό στο συγκεκριμένο – για να συμπεράνει «γάλα» ή «συκώτι». Αυτό είναι κρίσιμο. Τα θηλαστικά ενδιαφέρονται για πρότυπα σχέσεων, για το πού τοποθετούνται μέσα στην αγάπη, το μίσος, το σεβασμό, την εξάρτηση, την εμπιστοσύνη και άλλες συναφείς αφαιρέσεις σε σχέση με κάποιον άλλον. Εδώ είναι που μας πονάει να βρισκόμαστε σε λάθος θέση. Αν εμπιστευόμαστε και βρίσκουμε πως αυτό που εμπιστευτήκαμε ήταν αναξιόπιστο. Ή, αν δυσπιστούμε και βρίσκουμε πως αυτό που δεν εμπιστευόμασταν είναι αξιόπιστο, αισθανόμαστε άσχημα. Ο πόνος που μπορεί να νοιώσουν τα ανθρώπινα πλάσματα και τα άλλα θηλαστικά από αυτό το είδος λάθους είναι εξαιρετικά μεγάλος. Αν, λοιπόν, θέλουμε να ξέρουμε ποια είναι τα σημαντικά σημεία στην ιστορία, θα πρέπει να ρωτήσουμε ποιες είναι οι στιγμές στην ιστορία όπου οι στάσεις άλλαξαν. Αυτές είναι οι στιγμές όπου οι άνθρωποι πληγώνονται λόγω των προηγούμενων «αξιών» τους. Φαίνεται να δίνετε μεγαλύτερη σημασία στην ανθρώπινη συμπεριφορά και ψυχολογία, παρά στα ιστορικά γεγονότα, που ευρέως θεωρείται ότι αυτά διαμορφώνουν τις εξελίξεις. G. B.: Η επεισοδιακή εκπόνηση γεγονότων κάτω από ένα μεμονωμένο στατικό πλαίσιο είναι πραγματικά ασήμαντη. Και είναι κάτω από αυτή τη σκέψη στο μυαλό που είπα ότι τα δυο πιο σημαντικά ιστορικά γεγονότα στη ζωή μου υπήρξαν η Συνθήκη των Βερσαλλιών και η ανακάλυψη της κυβερνητικής. Δίνετε μεγάλη σημασία στη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Είναι αλήθεια ότι πολλοί διεθνείς αναλυτές λένε ότι σήμερα η κοινωνική απόγνωση στην Ελλάδα, αλλά και την Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία θυμίζει κοινωνικές διαδικασίες που έφεραν τους Ναζί στην εξουσία στη Γερμανία. G. B.: Πώς δημιουργήθηκε η Συνθήκη των Βερσαλλιών; Πρόκειται για μια μάλλον απλή ιστορία. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος τραβούσε σε μάκρος. Οι Γερμανοί φαινόταν να χάνουν. Στο σημείο αυτό ο George Creel, ένας άνθρωπος των δημοσίων σχέσεων –και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως αυτός ο άνθρωπος ήταν ο παππούς των μοντέρνων δημοσίων σχέσεων- είχε μια ιδέα. Η ιδέα ήταν πως πιθανόν οι Γερμανοί να παραδίδονταν αν τους προσφέραμε μια ανακωχή με ήπιους όρους. Έτσι λοιπόν συνέταξε δεκατέσσερα σημεία από ήπιους όρους, σύμφωνα με τους οποίους δεν θα υπήρχαν κατασταλτικά μέτρα ή αντίποινα. Αυτά τα Δεκατέσσερα Σημεία ο Creel τα προώθησε στον Πρόεδρο Wilson. Αν πρέπει να εξαπατήσεις κάποιον, καλύτερα να βρεις έναν τίμιο άνθρωπο να μεταφέρει το μήνυμα. Ο Πρόεδρος Wilson ήταν ένας σχεδόν παθολογικά τίμιος άνθρωπος και ανθρωπιστής. Επεξεργάστηκε τα σημεία σε έναν αριθμό ομιλιών: δεν θα υπήρχαν «προσαρτήσεις, εισφορές, τιμωρητικά βάρη…» και τα λοιπά. Και οι Γερμανοί παραδόθηκαν. Εμείς, Βρετανοί και Αμερικανοί –ιδιαίτερα οι Βρετανοί– συνεχίσαμε φυσικά τον αποκλεισμό της Γερμανίας γιατί δεν θέλαμε να σηκώσει κεφάλι πριν υπογραφεί η Συνθήκη. Έτσι, για έναν ακόμη χρόνο οι Γερμανοί συνέχισαν να λιμοκτονούν. Η Συνθήκη τελικά συντάχθηκε από τέσσερις άνδρες: Τον Clemenceau, τον «τίγρη» που ήθελε να συνθλίψει τη Γερμανία. Τον Lloyd George που ένοιωθε ότι θα ήταν πολιτικά ωφέλιμο να πάρουν πολλές επανορθώσεις από τη Γερμανία, και κάποια εκδίκηση. Και τον Wilson που θα έπρεπε να συνεχίσει να κοροϊδεύεται. Όποτε ο Wilson αναρωτιόταν για αυτά τα Δεκατέσσερα Σημεία του, τον έπαιρναν και τον γυρνούσαν στα νεκροταφεία του πολέμου και τον έκαναν να αισθανθεί ντροπή που δεν ήταν αρκετά θυμωμένος με τους Γερμανούς. Ο τέταρτος ήταν ο Οrlando, ένας Ιταλός. Θεωρείτε, δηλαδή, ότι η βαριά «τιμωρία» ενός λαού για βαριά, επίσης, εγκλήματα που έχουν διαπράξει οι ηγεσίες του, μπορεί να παίξει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιστορική εξέλιξη; G. B.: Αυτή η Συνθήκη ήταν μια από τις μεγαλύτερες προδοσίες στην ιστορία του πολιτισμού μας. Ένα ιδιαίτερα αξιοσημείωτο γεγονός που οδήγησε κατευθείαν και αναπόφευκτα στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως και (αυτό είναι ακόμα πιο ενδιαφέρον) στην ολοκληρωτική εξαχρείωση της γερμανικής πολιτικής ζωής. Αν υποσχεθείς κάτι στο παιδί σου και δεν το τηρήσεις, και μάλιστα τοποθετώντας το όλο θέμα σε υψηλό ηθικό επίπεδο, θα δεις ότι όχι μόνο το παιδί είναι πολύ θυμωμένο μαζί σου, αλλά και ότι οι δικές του ηθικές αξίες θα καταπέσουν όσο αισθάνεται το άδικο μαστίγωμα από αυτό που του κάνεις. Δεν είναι μόνον ότι ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν η κατάλληλη απάντηση ενός έθνους που το μεταχειρίστηκαν με αυτό τον τρόπο. Το πιο σοβαρό είναι ότι η ηθική κατάπτωση αυτού του έθνους ήταν αναμενόμενη από τέτοιου είδους μεταχείριση. Από την εξαχρείωση της Γερμανίας και εμείς επίσης εξαχρειωθήκαμε. Για αυτό λέω ότι η Συνθήκη των Βερσαλλιών υπήρξε ένα σημείο καμπής σε στάσεις. Όλα αυτά θυμίζουν την Κατάρα του Θεού από την Παλαιά Διαθήκη «μέχρις εβδόμης γενεάς», δηλαδή κατάρα στους απογόνους που καμία ευθύνη δεν έφεραν για τις αμαρτίες των προγόνων τους. G. B.: Φαντάζομαι ότι θα έχουμε δύο ακόμα γενιές με τις επενέργειες από αυτό το συγκεκριμένο ξεπούλημα για να τις διεργαστούμε. Είμαστε, στην πραγματικότητα, σαν τα μέλη του οίκου των Ατρειδών της αρχαίας τραγωδίας. Πρώτα ήταν η μοιχεία του Θυέστη, μετά ο φόνος των τριών παιδιών του Θυέστη από τον Ατρέα, που τα πρόσφερε στον Θυέστη σε γιορτή συμφιλίωσης. Μετά, ο θάνατος του γιου του Ατρέα, του Αγαμέμνονα, από τον γιο του Θυέστη, τον Αίγισθο. Και τελικά, ο φόνος του Αίγισθου και της Κλυταιμνήστρας από τον Ορέστη. Κι αυτό συνεχίζεται και συνεχίζεται. Η τραγωδία της ταλάντωσης και του αυτο-πολλαπλασιασμού της δυσπιστίας, του μίσους και της καταστροφής στις επόμενες γενιές. Ας φανταστούμε ότι βρισκόμαστε στο μέσον μιας από τις αλληλουχίες της τραγωδίας. Πώς είναι τα πράγματα για τη μεσαία γενιά του οίκου των Ατρειδών; Ζουν σε ένα τρελό σύμπαν. Από τη σκοπιά των ανθρώπων που άρχισαν το μπάχαλο, δεν είναι και τόσο τρελό. Ξέρουν τι συνέβη και πώς έφτασαν ως εκεί. Αλλά οι άνθρωποι στην κατιούσα γραμμή, αυτοί που δεν ήταν εκεί από την αρχή, βρίσκουν τον εαυτό τους να ζει μέσα σε ένα τρελό σύμπαν, αλλά και τους εαυτούς τους τρελούς, ακριβώς επειδή δεν ξέρουν πώς πήραν αυτό τον δρόμο. Αν κάποιος πάρει LSD, θα έχει την εμπειρία του να είναι λιγότερο ή περισσότερο τρελός, αλλά αυτό έχει νόημα γιατί ξέρει ότι πήρε μια δόση LSD. Αν, από την άλλη, κάποιος πάρει LSD από ατύχημα, και μετά νοιώσει τον εαυτό του τρελό, μην ξέροντας πώς βρέθηκε εκεί, αυτό είναι μια πολύ πιο σοβαρή και τρομαχτική εμπειρία, πολύ διαφορετική από ένα «ταξίδι» με LSD. Δεν είναι αβάσταχτη αυτή η κληρονομιά, σήμερα ιδιαίτερα, για τη νέα γενιά; G. B.: Ας το σκεφτούμε αυτό για τη σημερινή νέα γενιά, που ζει, μαζί με τους παλιότερους, στο ίδιο τρελό σύμπαν του οποίου το μίσος, η δυσπιστία και η υποκρισία σχετίζεται (και ειδικά σε διεθνές επίπεδο) με τα Δεκατέσσερα Σημεία της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Οι γηραιότεροι ξέρουμε πώς φτάσαμε ως εδώ. Θυμάμαι τον πατέρα μου να διαβάζει τα Δεκατέσσερα Σημεία στο πρωινό, και να λέει: «ναι, ναι, θα τους δώσουν μια αξιοπρεπή ανακωχή, μια αξιοπρεπή ειρήνη», ή κάτι τέτοιο. Και θυμάμαι, αλλά δεν επιτρέπεται να το επαναλάβω με λόγια, τι είπε όταν η Συνθήκη των Βερσαλλιών επικυρώθηκε. Έτσι, εγώ ξέρω, περίπου, πώς φτάσαμε ως εδώ. Αλλά από τη σκοπιά των νεότερων, είναι εντελώς τρελοί, χωρίς να ξέρουν τι είδους ιστορικό γεγονός οδήγησε σε αυτή την τρέλα. «Οι πατεράδες φάγανε το σάπιο φρούτο και χάλασαν τα δόντια των παιδιών τους». Για τους πατεράδες δεν τρέχει τίποτα, ξέρουν τι έφαγαν. Τα παιδιά δεν ξέρουν τι φαγώθηκε. Έχει τόση σημασία για τις σημαντικές εξελίξεις της ανθρωπότητας το συναίσθημα του κάθε συγκεκριμένου ατόμου, νέου ή πιο ηλικιωμένου, η αγωνία του, ο αιφνιδιασμός του, η εξουθένωσή του; G. B.: Ας υποθέσουμε ποια είναι η αναμενόμενη συνέπεια της μεγάλης εξαπάτησης. Πριν από τον Πρώτο παγκόσμιο Πόλεμο ήταν γενικά αποδεκτό ότι ο συμβιβασμός και λίγη υποκρισία είναι σημαντικά συστατικά μιας συνηθισμένης άνεσης στη ζωή. Αν διαβάσει κανείς το βιβλίο του Samuel Butler Erewhon Revisited θα καταλάβει τι εννοώ. Όλοι οι βασικοί χαρακτήρες βρίσκονται σε τρομερούς κυκεώνες: κάποιοι πρόκειται να εκτελεσθούν, άλλοι θα υποστούν δημόσια διαπόμπευση και το θρησκευτικό σύστημα του έθνους απειλείται με κατάρρευση. Αυτές οι συμφορές και τα μπλεξίματα απαλύνονται από την κυρία Ydgrun, τη θεματοφύλακα των ηθών του Erewhon. Η καλή αυτή κυρία αναδομεί προσεκτικά την ιστορία, όπως ένα συναρμολογούμενο παζλ, έτσι ώστε κανείς να μην πληγωθεί και κανείς να μην ατιμαστεί – ούτε κανείς βέβαια εκτελείται. Αυτή ήταν μια πολύ άνετη φιλοσοφία. Λίγη υποκρισία και λίγος συμβιβασμός γρασάρουν τις ρόδες της κοινωνικής ζωής. Αλλά μετά τη μεγάλη εξαπάτηση αυτή η φιλοσοφία είναι πλέον ανυπόστατη. Νοιώθουμε ότι κάτι δεν πάει καλά, και ότι αυτό το «δεν πάει καλά» είναι η φύση της εξαπάτησης και της υποκρισίας. Η ζωή μέσα στη διαφθορά. Βέβαια, μια φυσική αντίδραση σε αυτό θα ήταν πουριτανική (όχι σεξουαλικά πουριτανική μια και δεν είναι η σεξουαλική εξαπάτηση που βρίσκεται στο φόντο). Αλλά ένας ακραίος πουριτανισμός εναντίον του συμβιβασμού, εναντίον της υποκρισίας, και αυτό καταλήγει στην αναγωγή της ζωής σε μικρά κομμάτια. Είναι οι μεγάλες, ολοκληρωμένες δομές της ζωής που κουβάλησαν αυτή την παραφροσύνη, και όμως προσπαθεί κανείς να εστιάσει χαμηλά, σε μικρότερα πράγματα. Όμως αν δούμε το ευρύτερο πλαίσιο θα διαπιστώσουμε ότι οι διαλυτικές πολιτικές που εφαρμόζονται στις χώρες της κρίσης και τις βιώνει βάναυσα το κάθε άτομο, επικαλούνται συνεχώς «το γενικό καλό», το καλό του πλανήτη, το καλό της Ευρώπης, το καλό της οικονομίας, το καλό των λαών. G. B.: «Αυτός που θέλει να κάνει το καλό σε κάποιον άλλον πρέπει να το κάνει στις Μικρές Λεπτομέρειες. Το Γενικό Καλό είναι ο ισχυρισμός του αχρείου, του υποκριτή και του κόλακα». Το γενικό καλό μυρίζει υποκρισία στην ερχόμενη γενιά. Δεν αμφιβάλλω πως αν ζητάγαμε από τον George Creel να δικαιολογήσει τα Δεκατέσσερα Σημεία θα παρέπεμπε στο γενικό καλό. Είναι πιθανόν αυτό το μικρό εγχείρημά του να έσωσε μερικές χιλιάδες ζωές Αμερικανών το 1918. Δεν ξέρω πόσες κόστισε στο Δεύτερο Παγκόσμιο, στην Κορέα και το Βιετνάμ. Θυμάμαι πως η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι δικαιολογήθηκαν από το γενικό καλό και από το να σωθούν ζωές Αμερικανών. Υπήρχε πολλή συζήτηση για μια «παράδοση χωρίς όρους», ίσως επειδή δεν εμπιστευόμασταν τον εαυτό μας να τιμήσει μια υπό όρους εκεχειρία. Μήπως η μοίρα της Χιροσίμα καθορίστηκε στις Βερσαλλίες; Στην αρχή, όμως της συζήτησής μας, αναφέρατε την επανάσταση της κυβερνητικής ως το δεύτερο μεγάλο θέμα στην ιστορία της εποχής μας. G. B.: Και τώρα ας έρθουμε σε ένα άλλο σημαντικό ιστορικό γεγονός που συνέβη γύρω στο 1946-47. Ήταν η ανάπτυξη μαζί και απαρτίωση μιας σειράς από ιδέες που διαμορφώθηκαν σε διαφορετικά μέρη στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου. Ας ονομάσουμε αυτό το σύνολο ιδεών κυβερνητική ή θεωρία επικοινωνίας ή θεωρία πληροφορίας ή θεωρία συστημάτων. Όλες αυτές οι θεωρητικές εξελίξεις ασχολήθηκαν με επικοινωνιακά προβλήματα, και ειδικά με το τι είδους πράγμα είναι ένα οργανωμένο σύστημα. Είναι φανερό πως ότι είπα για τις Βερσαλλίες είναι μια συζήτηση για τα οργανωμένα συστήματα και τις ιδιότητές τους. Σήμερα αναπτύσσουμε ένα ορισμένο ποσό από αυστηρά επιστημονική κατανόηση για αυτά τα πολύ μυστηριώδη οργανωμένα συστήματα. Η γνώση μας σήμερα είναι πολύ πιο μπροστά από οτιδήποτε ο George Creel θα μπορούσε να πει. Ήταν ένας εφαρμοσμένος επιστήμονας πριν η επιστήμη γίνει ώριμη για να εφαρμοστεί. Η κυβερνητική μας πάει πίσω στους Whitehead και Russel και τη θεωρία των Λογικών Τύπων. Εν ολίγοις το όνομα δεν είναι το πράγμα που ονομάζεται και το όνομα του ονόματος δεν είναι το όνομα, και ούτω καθεξής. Με τους όρους αυτής της δυνατής θεωρίας, ένα μήνυμα για τον πόλεμο δεν είναι μέρος του πολέμου. Το μήνυμα «ας παίξουμε σκάκι» δεν είναι μια κίνηση σε μια παρτίδα σκάκι. Είναι ένα μήνυμα σε μια πιο αφηρημένη γλώσσα από τη γλώσσα του παιχνιδιού στη σκακιέρα. Το μήνυμα «Ας κάνουμε ειρήνη με αυτούς και αυτούς τους όρους» δεν βρίσκεται μέσα στο ίδιο ηθικό σύστημα όπως οι πλάνες και τα κόλπα των μαχών. Λένε πως όλα επιτρέπονται στον έρωτα και στον πόλεμο, αυτό μπορεί να είναι αλήθεια μέσα στον έρωτα και στον πόλεμο, αλλά απέξω και για τον έρωτα και τον πόλεμο η ηθική είναι κάπως διαφορετική. Οι άνθρωποι έχουν νοιώσει επί αιώνες ότι η δολιότητα σε μια ανακωχή για τη δημιουργία ειρήνης είναι χειρότερη από την εξαπάτηση στη μάχη. Σήμερα αυτή η ηθική αρχή δέχεται αυστηρή θεωρητική και επιστημονική υποστήριξη. Αν σας κατανόησα καλά, η δεύτερη μεγάλη «στιγμή» η κυβερνητική, είναι δυνατόν να συμβάλει στην αντιμετώπιση της θύελλας που προκαλεί η πρώτη μεγάλη «στιγμή», δηλαδή οι διάφορες και σε διάφορους χρόνους συνθήκες των Βερσαλλιών και η εξαχρείωση των ανθρώπων, που τις ακολουθεί. G. B.: Συμπεριέλαβα την κυβερνητική στο δεύτερο σημαντικό ιστορικό γεγονός της ζωής μου γιατί έχω τουλάχιστον μια αμυδρή ελπίδα ότι μπορεί να οδηγηθούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτή τη νέα κατανόηση με κάποια τιμιότητα. Αν καταλάβουμε κάπως αυτό που κάνουμε, μπορεί να βοηθηθούμε να βρούμε έναν δρόμο έξω από το λαβύρινθο των ψευδαισθήσεων που έχουμε δημιουργήσει γύρω μας. Η κυβερνητική είναι σε κάθε περίπτωση μια συμβολή στην αλλαγή – όχι απλώς στην αλλαγή ως στάση, αλλά ακόμα και την αλλαγή στην κατανόηση του τι είναι μια στάση. Σήμερα έχουμε εξάπλωση της κυβερνητικής, των θεωριών των παιγνίων, και μεγαλύτερη κατανόηση των σύνθετων συστημάτων. Αλλά κάθε κατανόηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί με καταστροφικούς τρόπους. Η κυβερνητική έχει εσωτερική συνοχή η ίδια, για να μας βοηθήσει να μην αποπλανηθούμε από αυτήν σε μεγαλύτερη παραφροσύνη, αλλά δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε εκείνην να μας κρατήσει μακριά από την αμαρτία. Εντέλει, αν ακολουθήσεις έναν υπολογιστή είσαι λίγο λιγότερο υπεύθυνος από ότι αν σκεφτόσουν μόνος σου. Αλλά αν κάνεις ό,τι σε συμβουλεύει ο υπολογιστής βεβαιώνεις με αυτή την κίνηση τους κανόνες του παιχνιδιού με τους οποίους έθρεψες τον υπολογιστή. Επιβεβαίωσες τους κανόνες αυτού του παιχνιδιού. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα έθνη της άλλης όχθης επίσης έχουν υπολογιστές και παίζουν παρόμοια παιχνίδια, και επιβεβαιώνουν τους κανόνες του παιχνιδιού με τους οποίους τρέφουν τον υπολογιστή τους. Το αποτέλεσμα είναι ένα σύστημα μέσα στο οποίο οι κανόνες της διεθνούς αλληλεπίδρασης γίνονται όλο και περισσότερο άκαμπτοι. Τελικά, οι εκτιμήσεις σας για αυτά τα δύο μεγάλα θέματα της εποχής μας – Βερσαλλίες και επανάσταση της κυβερνητικής – ενοποιούνται σε κάποιο μεγάλο στόχο; G. B.: Να ομολογήσω ότι θεωρώ το πιο μεγάλο ζήτημα στο διεθνές πεδίο είναι ότι οι κανόνες χρειάζονται αλλαγή. Το ερώτημα δεν είναι ποιο είναι το καλύτερο που έχεις να κάνεις μέσα στα πλαίσια των κανόνων όπως είναι αυτή τη στιγμή. Το ερώτημα είναι πώς μπορούμε να φύγουμε από τους κανόνες μέσα στους οποίους λειτουργούμε τα τελευταία χρόνια, από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Το ζήτημα είναι να αλλάξουμε τους κανόνες, και στο βαθμό που αφήνουμε τις εφευρέσεις της κυβερνητικής –τους υπολογιστές – να μας οδηγούν σε όλο και πιο άκαμπτες καταστάσεις, θα κακοποιούμε, απλώς, και θα καταχρώμεθα την πρώτη ελπιδοφόρα πρόοδο από το 1918. Και φυσικά υπάρχουν και άλλοι λανθάνοντες κίνδυνοι στην κυβερνητική (όπως ποια θα είναι τα αποτελέσματα της ψηφιοποίησης όλων των κρατικών αρχείων). Αλλά είναι σίγουρο ότι υπάρχουν στην κυβερνητική, λανθάνοντα, τα μέσα για να αλλάξουμε τη φιλοσοφία μας του ελέγχου και τα μέσα να δούμε τις ανοησίες μας μέσα από μια ευρύτερη προοπτική.
[1] Τα τελευταία εξήντα χρόνια, εδώ, προσμετρώνται από την δεκαετία του 1960