2001, απομεσήμερο Ιουλίου, Χανιά.
Στην αντηλιά της μικρής κουζίνας, η 95χρονη μάνα μου κι εγώ καθαρίζουμε μπαρμπουνοφάσουλα σιωπηλές, οι άλλοι κοιμούνται, όλη η γειτονιά ησυχάζει, η σιέστα του καλοκαιριού.
Κάποια στιγμή η μάνα μου μού πιάνει το χέρι με το μαχαίρι το κατεβάζει στον μουσαμά του τραπεζιού, με κοιτάζει στα μάτια και μου ψιθυρίζει.
«Δεν έχει περάσει ούτε μια μέρα που να μη σκέφτομαι μήπως μπορούσα να έχω κάνει κάτι περισσότερο για να μην πεθάνουν ο Γιάννης και ο Παναγιώτης, ούτε μια ημέρα δίχως να σκέφτομαι πόσο φταίω η ίδια».
Η μητέρα μου, επί εβδομήντα παρά ένα χρόνια, έως το 2010 που πέθανε, ζούσε την καθημερινή ενοχή, αμείλικτη και αμίλητη, αφού σπάνια γινόταν κουβέντα για τα δύο παιδιά που, άλλωστε, τα επόμενα εφτά αδέλφια δεν είχαμε γνωρίσει.
Ως εκείνο το απομεσήμερο δεν είχε εξομολογηθεί σε άλλον το βάρος στην ψυχή της, το σακί που κουβαλούσε. Ούτε «Μήδεια», ούτε «αμάρτημα της μητρός μου» αλλά Βιζυηνός, υπάρχει εδώ.
Ο Γιάννης τριών ετών και ο Παναγιώτης δύο, τα πρώτα από τα εννέα παιδιά που γέννησε, πέθαναν σε μια επιδημία δυσεντερίας το 1941.
Ο πατέρας μου, απών τότε, στρατιώτης που κατέβαινε με τα πόδια από την Αλβανία. Το σπίτι μας στην παλιά πόλη είχε βομβαρδιστεί. Και η μάνα μου με τα δυο αγόρια της και άλλους κάπου δεκαπέντε ξεσπιτωμένους από τις βόμβες γείτονες ζούσαν με αλάδωτα χόρτα, κρυμμένοι σε μια μικρή σπηλιά έξω από τα Χανιά, με ένα γερμανικό πολυβολείο απέναντι που τερέτιζε συχνά-πυκνά μόλις κάτι κουνιόταν στους θάμνους της περιοχής.
Η εξομολόγηση της μάνας μου με αναστάτωσε. Την αγκάλιασα, είπα φταίχτη τον πόλεμο, την αθώωσα. Δεν έπιασε, το είδα στο βλέμμα της.
Ωστόσο, μέσα μου προσπέρασα και αποσυνέδεσα τα πραγματικά περιστατικά, τα έσβησα. Σκεφτόμουν αποκλειστικά την ανθεκτικότητα της ενοχής, τόσες δεκαετίες μετά τον τρομερό ενεστώτα, «πόσο φταίω».
Διαβάζοντας πρόσφατα το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Τίτους Μίλεχ «Ο τόπος του εγκλήματος – Γερμανία ανοίκεια πατρίδα», ομολογώ πως για πρώτη φορά αναρωτήθηκα γιατί η μάνα μου πήρε επάνω της τόση ευθύνη, γιατί δεν καλύφθηκε με την ταυτότητα θύματος πολέμου, απονεμημένη μαζικά σε εκατομμύρια ανθρώπους, γιατί δεν θεωρούσε μόνον υπεύθυνο για το χαμό των παιδιών της τον Χίτλερ και τη γερμανική πολεμική μηχανή, εύλογα και πιστεύω δίκαια, θα μπορούσε να είχε αποφύγει την επίμονη, συντριπτική, προσωπική τύψη.
Εκ των υστέρων λοιπόν εννόησα και προσμέτρησα άλλο ένα παράδειγμα αυτού που προσωπικά πιστεύω. Πως ο άνθρωπος, είτε συμπεριλαμβάνεται σε μια αδιαπραγμάτευτη συλλογικότητα, είτε προσχωρεί εκουσίως σε οποιαδήποτε άλλη της επιλογής του, δεν είναι μια επαναλαμβανόμενη ίδια περίπτωση, δεν είναι μία θαμπή φιγούρα μέσα στο πλήθος, η ατομική εσωτερική σπίθα σιγοκαίει και κατά καιρούς φουντώνει, η προσωπική στάση μετράει πάντα, η συνείδηση δεν εξαχνώνεται μέσα σε μια έντονη συλλογική σύνθεση.
«Αληθινός καλλιτέχνης, άρα θλιμμένος άνθρωπος», έλεγε ο Γκόρκυ. Και οι λογοτέχνες, χωμένοι και συχνά χαμένοι στην ασταθή, ανασφαλή και αυτάρεσκη συλλογικότητα των καλλιτεχνικών δημιουργών, ελπίζουμε κερδίζοντας τρόπαιο θλίψης να γίνουμε κάποτε αληθινοί καλλιτέχνες.
Ωθούμενοι από τη σφοδρή επιθυμία και ανάγκη για προσωπική έκφραση, διεκδικώντας διαρκώς το πάσο για περιπλάνηση στα τοπία της ανθρώπινης περιπέτειας, για βήματα μέσα στις απαγορευμένες ζώνες, οφείλουμε να διαθέτουμε οξυδέρκεια στον πόνο, στον φόβο, στο άδικο και ετοιμότητα να καταπιαστούμε εθελοντικά με το μελαγχολικό αχανές της οδύνης της ύπαρξης, ακόμη και όταν ψυχανεμιζόμαστε ότι θα λυγίσουμε. Και αυτό συμβαίνει, μάλλον συχνά.
Ίσως όλη η καλή ποίηση, η μουσική, η ζωγραφική, η αληθινή τέχνη γενικά, να είναι προϊόν απανωτών υποτροπών των δημιουργών, αφού στη δουλειά τους αποτυπώνεται η αμφιβολία για την αξιοσύνη τους και καταγράφεται η χρόνια αγρύπνια, οι συνέπειες κάθε δοκιμασίας, οι ουλές κάθε απώλειας, οι εμμονές που μειώνονται ή επιδεινώνονται, η βουλιμία για τις πολύπλοκες περιπέτειες του νου, η ταλάντευση ανάμεσα στην απαντοχή και την παραίτηση, η δυσανεξία προς πτυχές της κοινωνικής πραγματικότητας.
Ένδον Σκάπτε
Και στην τέχνη όλα αυτά δεν πρέπει να μοιάζουν με δοκιμιακή τοποθέτηση, δεν πρέπει με επιδέξιο καμουφλάζ να υποκλέπτουν επιστημονικά συμπεράσματα ιστορικών, ανθρωπολόγων, κοινωνιολόγων, ψυχιάτρων.
Πέρα από τα αναγκαία διαβάσματα και την έρευνα πρέπει να πηγάζουν από το ένστικτο, την αυθορμησία, το ρίσκο του «ένδον σκάπτε» και να εμπεριέχουν τον καϋμό.
Καθένα από τα μόλις οκτώ λογοτεχνικά βιβλία που έχω γράψει ήταν απότοκο ενός ισχυρού σοκ που με τράνταξε. Όλα αναφέρονται σε κορυφαίες ανθρώπινες εμπειρίες.
Έρωτας, το πιο ξακουστό συναίσθημα.
Θάνατος, ο πιο μισητός αφέντης.
Βαριά αρρώστια, ο πραγματοποιημένος μέγας φόβος.
Φιλία, η πιο παρηγορητική σχέση.
Ξενιτιά, η πιο δυνατή κλωτσιά.
Συμφιλίωση, η έμπρακτη αυτοκριτική.
Τύψη, το παντοτινό άλγος.
Λησμονιά, το σκοτεινό κενό.
Δεν προαποφασίζω σε ποιο λογοτεχνικό ρεύμα ή είδος θα εντάσσεται το βιβλίο που με απασχολεί, ούτε μία φορά δεν είπα και τώρα στρώνομαι για ένα μυθιστόρημα πολιτικό ή ιστορικό ή αστυνομικό ή αισθηματικό ή ψυχογραφικό ή του μαγικού ρεαλισμού ή campusnovel ή μυθιστόρημα ταυτότητας.
Ωστόσο, αυτό το τελευταίο, η «ταυτότητα» είναι εκ των ων ουκ άνευ.
Καθώς μάλιστα δεν επικεντρώνομαι σε μείζονα γεγονότα και μείζονες προσωπικότητες της Ιστορίας αλλά η πένα επιμένει να τσουλάει στη διακύμανση του χρόνου, να αφοσιώνεται στη χαμηλή κλίμακα και να κολλάει στους αφανείς και άσημους, στους ανθρώπους με το κιλό, απαιτείται να αιτιολογήσω γιατί αυτούς, τι σόι πλάσματα είναι, πόσο στέκονται μόνοι, εάν, πώς και πόσο συνυπάρχουν με άλλους. Η φιλοτέχνηση της ατομικής ταυτότητας γίνεται ζητούμενο. Μέσα στον σωρό κάθε συλλογικότητας, στο ταξινομημένο ή σκόρπιο αρχείο ταυτοτήτων, οφείλω να ψάξω τις ατομικές περιπτώσεις, τις ατομικές ταυτότητες, κάποτε ευανάγνωστες και απαστράπτουσες, κάποτε μουντζουρωμένες και λειψές.
Συνυπολογίζω τις προαιρετικές ή περιστασιακές, κι αυτές πτυχώνουν τους χαρακτήρες και συχνά επιδρούν καταλυτικά στις ζωές τους, όπως π.χ. ο ήρωάς μου να είναι του κομμουνιστικού κινήματος ή της δεξιάς παράταξης, του κλάδου των ναυτικών, των εκπαιδευτικών, των νοσοκόμων, των κομμωτριών, των δικηγόρων, των παζαριωτών, του ποιμνίου των ευσεβών, του ομίλου των παντρεμένων, των απατημένων ή της φυλής των αδέσμευτων, της στρατιάς των Παοκτζήδων ή των Γαύρων, της πανστρατιάς σήμερα των ανέργων.
Μελετώ, συγκρίνω και παρακολουθώ και κάποιες εξελίξεις, για πολλές δεκαετίες υπήρχαν πολυπληθείς συλλογικότητες πολιτικών κρατουμένων σε φυλακές και ξερονήσια, μετά το 1974 ανέτειλε η ελαστική και ωφελιμιστική του τύπου «εμείς, οι αντιστασιακοί».
Όμως, γυρεύοντας την πρώτη ύλη, παιδεύομαι πιο υπομονετικά, πιο εξονυχιστικά, όσο μου κόβει τέλος πάντων, με τις συλλογικότητες στις οποίες έκαστος φυτρώνει υποχρεωτικά, δεν επιδέχονται αλλαγή και αποτελούν γι’ αυτόν μόνιμο δεσμό ή και δεσμά.
Η Οικογένεια
Η πρώτη και πρωταρχική συλλογική ταυτότητα κάθε ανθρώπου πιστεύω πως είναι η οικογενειακή.
Τα μέλη της οικογένειας προσδιορίζονται από κάμποσα κοινά και μόνιμα χαρακτηριστικά, ίδιοι γονείς, ίδιο επώνυμο, ίδιο σπίτι, ίδια ακούσματα, ίδια για όλους οικονομική κατάσταση, το πρώτο «εμείς» στη ζωή, εμείς οι Γιαννακόπουλοι, εμείς οι Παπαδάκηδες.
Η ζωή στο πατρικό είναι προπόνηση για τη μετέπειτα αφού η οικογένεια είναι μικρογραφία κοινωνίας, έχει ιεραρχία, μοιράζει ρόλους, συμβαίνουν παιχνίδια εξουσίας, συμμαχίες και αντιπαλότητες, κάποιοι έρχονται πιο κοντά, άλλοι πιάνουν στασίδι σε απόσταση.
Το κυριότερο, οι σχέσεις δεν είναι περιστασιακές. Δε γίνεται να ξεκινήσεις με μπαμπά τον Θανάση, μετά να διαλέξεις έναν Μίλτο και αργότερα έναν καλύτερο όλων Βαγγέλη, δε γίνεται να αλλάζεις μαμά επειδή τη βαριέσαι μέχρι να πετύχεις την αρεστή ή να αντικαθιστάς κάπου-κάπου τ’ αδέρφια σου με ολοκαίνουρια.
Οι σχέσεις είναι μόνιμοι, ακατάλυτοι δεσμοί, κι ας κλονίζονται, κι ας επανακαθορίζονται, είναι ζώντες οργανισμοί που αντέχουν και μετά θάνατον, όλο και κάτι παραπάνω προσθέτουν ή αφαιρούν τα μάρμαρα και τα κυπαρίσσια.
Έτσι πρωτοτυπώνεται και πρωτογράφεται η ατομική ταυτότητα του καθενός συμπεριλαμβάνοντας νανουρίσματα, φιλιά, χάδια, χαστούκια, παράπονα, γεύσεις, ευχές, γιορτές και κηδείες, ορφάνια.
Η Μητρική Γλώσσα
Ρέει με το γάλα από το βυζί της μάνας στο παιδί, είναι το εισιτήριο εισόδου και εγκατάστασης στη συλλογικότητα ενός κοινού τρόπου συνεννόησης.
Απτή, ψαύεται στα χείλη, στα χέρια, στις αυλές, στα βράχια, στα βουνά.
Εφαρμόζει καλά στις κόγχες της ιστορίας, ξεχορτίζει τα δύσβατα τοπία του νου, εκεί όπου συνωστίζονται οι σκιές, οι νίκες και οι ήττες των ανθρώπων.
Συμπυκνώνοντας και κωδικοποιώντας κοινωνική εμπειρία αιώνων και μεταγγίζοντας μνήμη από γενιά σε γενιά, γίνεται η πιο γενναιόδωρη κληρονομιά του πλήθους προς τον έναν.
Του ανοίγει το στόμα, του οργώνει το μυαλό, του βάζει μπρος το μηχανισμό του συναισθήματος, του προσφέρει τα εργαλεία των συνδέσεων και των συλλογισμών.
Ταυτότητα παντοτινή, ταυτόχρονα συμμετοχική, χωράφι που σιτίζει πολλούς, και ατομική όμως, αφού η εκφραστική του καθενός είναι και προσωπική υπόθεση, λιχνίζεις τη σοδιά των λέξεων και διαλέγεις τα δικά σου λόγια, τον δικό σου ήχο, τον αχό της δικής σου σιωπής.
Ο Γενέθλιος Τόπος
Τρίτη, επίσης καθοριστικής σημασίας συλλογική ταυτότητα παραδίδει και σηματοδοτεί ο γενέθλιος τόπος.
Είτε πρόκειται για μια τοπική κοινωνία, σφραγισμένη από ένα μέγιστο γεγονός π.χ. Δίστομο, Κάντανος ή από μια σχεδόν καθολική επαγγελματική παράδοση π.χ. ναυτονήσι της Άνδρου, κτηνοτροφικά Σφακιά, ηλεκτροπαραγωγική Πτολεμαΐδα, τουριστικοποιημένη Μύκονος, ή άλλοτε βιομηχανική Ελευσίνα, είτε ο τόπος δεν έχει μια αναγνωρίσιμη δική του σφραγίδα, η γενέτειρα του καθενός είναι τα πρώτα του βήματα εκτός πατρικής εστίας, η πρώτη του έξοδος στους δρόμους. Εκεί που δοκίμασε την ηδονή και το φόβο του ξεπορτίσματος, που άρχισε να εξερευνά τη σημασία της γειτονιάς, της συναναστροφής, της μοναχικής περιδιάβασης, της συνάντησης με τα σημάδια του χρόνου, τις αλλαγές των εποχών, την παρουσία των άλλων.
Ο γενέθλιος τόπος είναι ο πιο γνώριμος του καθενός γιατί εκεί άνοιξε τα μάτια του, εκεί συνέλαβε τη δυναμική του βλέμματος, εκεί σιγά-σιγά ακόνισε την παρατηρητικότητα, την περιέργεια, την έκπληξη, την έκσταση, την απογοήτευση ή τη γλύκα από τις εικόνες της ζωής, εκεί απέκτησε για πρώτη φορά αίσθηση του ορίζοντα, και η πρώτη φορά είναι ανεξίτηλη εμπειρία.
Ο γενέθλιος τόπος είναι ισχυρή ταυτότητα, τη φέρεις παντοτινά και κατάσαρκα όπου κι αν σε ξεβράσει αργότερα το κύμα της ζωής.
Και είναι μόνιμος δεσμός, δεν υπάρχει περίπτωση αλλαγής, θες δε θες, παντού θα είσαι ο Σαλονικιός, ο Κολωνακιώτης, ο Πειραιώτης, ο Μανιάτης, αυτός από τα Ζωνιανά.
Ο ποιητής Τάκης Σινόπουλος έγραφε «είμαι ένας άνθρωπος που συνεχώς έρχεται από τον Πύργο».
Τελικά ο γενέθλιος τόπος σου, χωριό ή πόλη της χώρας, σε κάνει Έλληνα περισσότερο από τον Χρυσού Αιώνα του Περικλέους, τα τρεμάμενα γόνατα της γιαγιάς σου κερδίζουν την αναμέτρηση με τον μεγαλειώδη Παρθενώνα, η πορτοκαλιά που κάτω από τα κλαδιά της έδωσες και πήρες το πρώτο ερωτικό φιλί σε σημαδεύει περισσότερο από τα Δερβενάκια, οι τάφοι των γονιών σου είναι που σε δένουν με τον τόπο σου και όχι οι αψίδες του Καλατράβα της φανταχτερής Ολυμπιάδας.
Όλες αυτές οι τόσο αυτοαναφορικές πινελιές μπορεί να μοιάζουν μηδαμινές, γραφικές λεπτομέρειες που δεν ενσωματώνουν συνειδητά την παραδοχή πως είναι κεκτημένα και εξασφαλισμένα στα πεδία της μάχης του χρόνου.
Όμως κάθε ζωή είναι κατασκευή, από τα χειροπιαστά διαθέσιμα τα βρισκούμενα επί τόπου ή σε κοντινή απόσταση.
Αυτά συγχρονίζουν και το βηματισμό στη συνοδοιπορεία του βίου.
Η εθνική ταυτότητα με την πολύσημη ονομασία πατρίδα έχει έδρα, πηγή και συναισθηματική πρωτεύουσα τη γενέτειρα. Εξακτινώνεται σε ευρύτερο χώρο, εκτός από την κύρια, τυπικά συνεκτική και μονολεκτική συλλογική ταυτότητα, οι Βέλγοι, οι Πορτογάλοι, οι Μεξικανοί, οι Γιαπωνέζοι, προβάλλει και άλλες, η ρώσικη ψυχή, το βρετανικό φλέγμα, η γαλατική ευγένεια, το ιταλικό ταμπεραμέντο, η γερμανική εργατικότητα, το αμερικανικό όνειρο.
Πατρίδες Σήμερα
Σε κάποιες περιπτώσεις επιδέχεται υποδιαιρέσεις ή πολλαπλασιασμούς, ιστορικής προέλευσης, οι εκτός Μικρασίας πια Μικρασιάτες, φυλετικής, οι μοιρασμένοι σε πέντε χώρες Κούρδοι, γεωπολιτικών συμφερόντων, οι χωρίς χώρα Παλαιστίνιοι, θρησκευτικής, οι έως και θανάσιμα αντίπαλες συλλογικότητες Σουνιτών και Σιιτών σε κάμποσες αραβικές χώρες.
Μια πατρίδα μπορεί να ταξιδεύει με τη διασπορά, μπορεί να επιζεί μόνον στη μνήμη.
Στη σημερινή πραγματικότητα η απροκάλυπτη πλέον ισχύς των αγορών ευνοεί την ομογενοποίηση, οι άνθρωποι όπου γης τους είναι χρήσιμοι ως πελάτες βιομηχανικών και τραπεζικών προϊόντων, ως φτηνά εργατικά χέρια.
Οι εθνικές συλλογικές ταυτότητες ξεσκαρτάρονται με κριτήριο το χρήμα. Τα πρωτεία έχουν οι χώρες-φορολογικοί παράδεισοι, οι χώρες με πρωτοπόρα βιομηχανία, ακάθεκτη και στην επινόηση παράνομων μεθόδων.
Η ευμάρεια ως ατομικός και συλλογικός στόχος είναι θεμιτή και αθώα μόνον όταν δεν προϋποθέτει την άσκηση βίας, την καταλήστευση, τη φτωχοποίηση και την εκμηδένιση άλλων ανθρώπων.
Η σημερινή οικονομικοπολιτική πραγματικότητα είναι αφιλόξενη, επιτιμητική έως απειλητική για κάμποσους λαούς και πολιτισμούς, καταργεί πατρίδες, αδειάζει χώρες, βάζει βαριές ποινές, σπέρνει ανέμους και θερίζει θύελλες αφού οι κερδοφόροι πόλεμοι που προγραμματίζονται και διεξάγονται εκτός έδρας, επιστρέφουν απρόβλεπτες συνέπειες και εντός, το ισλαμικό χαλιφάτο πάει Παρίσι.
Ένα κύμα ντοστογιεφσκικού ζόφου και καφκικής παράνοιας απλώνεται ραγδαία στον κόσμο.
Στο αφροσύνη του παρόντος, το βιβλίο του Μίλεχ έχει αξία συναγερμού.
Αναλύει πόσο απαλά και σπιτικά θρέφεται το αίσθημα της υπεροχής, ποια η κατάληξη του εθνικισμού, ποιο το αντίτιμο της υποταγής, ποια τα ανεξόφλητα γραμμάτια του πολέμου, το αδύνατο της δικαίωσης, το απραγματοποίητο της εξιλέωσης.
Όσο η συλλογικότητα των θυμάτων, η αγκαλιά των ζωντανών με τους νεκρούς τους, παραμένει αδικαίωτη, η ενοχή των θυτών δεν παραγράφεται.
Ένας πόλεμος δεν τελειώνει με την κατάπαυση του πυρός. Οι πολλαπλές συνέπειες, η ατιμωρησία και τα ενδεχόμενα που κυοφορεί, δεν υπογράφουν την οριστική λήξη του.
Πόσο μάλλον που ο πόλεμος είναι μια γενικότητα, καθόλου απρόσωπη όμως.
Έχει ιθύνοντες, έχει εκτελεστικά όργανα, έχει αντιστεκόμενους, έχει δωσίλογους, έχει κερδοσκόπους, έχει νεκρούς με πρόσωπο και ονοματεπώνυμο.
Έχει ανθρώπους που πολλά χρόνια μετά, πονούν.
Όπως η μάνα μου, όπως ο Μίλεχ που σαν να ζει ακόμη υπό τη Γερμανική Κατοχή, σε ποινή αυτοτιμωρίας για την εθνική του ταυτότητα.
Κάθε Ανθρωπος, μια Ατομική Ιστορία
Που αρχίζει με την οικογένεια, τη μητρική γλώσσα και τον γενέθλιο τόπο, αυτές οι τρεις αλληλένδετες συλλογικές ταυτότητες προσδιορίζουν, εν πολλοίς, τι εγγράφεται στη στήλη των χαρακτηριστικών της ατομικής ταυτότητας, αφού συναρμολογούν το εφαλτήριο για τα μικρά ή μεγάλα άλματα και για τις τούμπες της ζωής.
Στην πεζογραφία είναι δομικά υλικά στη θεμελίωση της κεντρικής ιδέας, στο χτίσιμο της πλοκής, στην εξέλιξη των χαρακτήρων και στη δημιουργία της ατμόσφαιρας.
Νομίζω μάλιστα πως εάν εκτιμάς και αποτιμάς, ως πρέπει, την ουσιαστική συμβολή τους στην ανθρώπινη περιπέτεια, δεν γίνονται φάκα που περιχαρακώνει σε κακορίζικη, πνιγηρή εσωστρέφεια, αντίθετα χτίζουν γέφυρες επικοινωνίας και αλληλοκατανόησης, αποκτούν οικουμενικό βεληνεκές.
Απόδειξη η ανάγνωση λογοτεχνίας.
Εξοικειώνει με το ανοίκειο, ξεπερνά εθνικές, θρησκευτικές, φυλετικές ταυτότητες, τα σύνορα του χρόνου.
Προσωπικά, διαβάζω Μέλβιλ και ζω τον μπάρκο στο φαλαινοθηρικό, Τολστόι και σπέρνω τα χωράφια του Κόστια Λέβιν που, όταν λειώνουν τα χιόνια, αγαπά τη φύση με χίλιες καρδιές, Παπαδιαμάντη και πελαγώνομαι στ’ ανοιχτά με τη Νοσταλγό, Τσέχωφ και συμπονώ το θείο μου Βάνια, Τόμας Μαν και δεν μισώ τους πλούσιους Μπούντενμπρουκ, Τζόϋς και νιώθω Δουβλινέζα γεροντοκόρη, Πρίμο Λέβι και Ίμρε Κέρτις και νιώθω Εβραία, Μπάρυ και νιώθω διχασμένη Ιρλανδή, Αλεξάνδρου και ακούω τις σφαίρες του Εμφυλίου, Κάρβερ και γίνομαι φτωχοδιάβολος της αμερικάνικης επαρχίας, Μπέκετ και γίνομαι ευχαρίστως τρελή και πόσους πεισιθάνατους ποιητές που ο λυγμός τους είναι συνάμα το μέγα δοξαστικό της ζωής, με ανασταίνει, με βαστά όρθια, παρούσα, όσο μου αναλογεί, στην πανανθρώπινη περιπέτεια.
Η λογοτεχνία, η τέχνη γενικά, ίσως αφουγκράζεται, αντιγράφει και μεταγράφει την ασίγαστη ανάγκη για ανασύσταση και εμβάθυνση αλληλεγγύης, την ταπεινή Παπαδιαμαντική συναλληλία.
Οι στέρεες «ατομικοσυλλογικές» ταυτότητες ταρακουνιούνται κι αυτές σε έκτακτες και έκρυθμες συνθήκες, σε περιόδους αποσταθεροποίησης.
Αποσταθεροποίησης που μπορεί να προκύψει από ένα μεμονωμένο γεγονός με αντίκτυπο σε περιορισμένο ανθρώπινο και φυσικό τοπίο, π.χ. μια βαριά αρρώστια που ενεργοποιεί τη στοργή ή μοιράζει αλληλοενοχοποίηση, έναν προκλητικό παράφορο έρωτα που προξενεί κοσμοχαλασιά στην επιφανειακή ευταξία των περιβάλλοντος, έναν φόνο που βυθίζει στο πένθος αλλά και, ως εκτυφλωτική πράξη, καταυγάζει μύριες παθογένειες, μια οικολογική ζημιά που καταστρέφει τοπικούς πόρους και ομορφιά ή έναν πόλεμο, ως έσχατη συλλογική ανθρώπινη και μαζί απάνθρωπη εμπειρία.
Ας έρθουμε όμως πιο συγκεκριμένα στο συλλογικό μας παρόν, ας προσγειωθούμε στην πίστα του ωμού ρεαλισμού. Διάχυση απογοήτευσης, ανημπόριας, σύγχυσης, καχυποψίας, δυσπιστίας προς τον ίδιος μας τον εαυτό.
Γυαλιά-καρφιά οι όποιες έως πρότινος καθησυχαστικές κοινές μας βεβαιότητες. Η αποσταθεροποίηση κάνει θραύση μπροστά στα μάτια μας.
Πόσο αντέχει ένα σπιτικό με απολυμένους γονείς;
Τι όψη έχει ο κεντρικός δρόμος με δεκάδες λουκέτα;
Στην πράξη, πόσο μετράει στην προσωπική ταυτότητα να είναι κάποιος ανάπηρος ή νηστικός μπροστά στο ΑΦΜ, τον ΑΜΚΑ, τον κλειδάριθμο και το Ε9 του;
Ποιες οι αυριανές συνέπειες για τα παιδιά που εξαντλούν την παιδική και την εφηβική τους ηλικία στην υπερεντατική δοκιμασία της ανασφάλειας;
Ποιες οι μαζικές ψυχολογικές επιπτώσεις, σημερινές και μελλοντικές για έναν λαό που επί έξι χρόνια, και έπεται συνέχεια, είναι εντός μέρα-νύχτα στην τσίτα και εκτός μέρα-νύχτα στα μανταλάκια του διεθνούς διασυρμού;
Πόσο ξεχαρβαλώθηκαν οι κυριολεξίες της γλώσσας με τη μυθοπλασία που βάφτισε επί το θολώτερον την καταλήστευση του δημόσιου πλούτου αδιαφάνεια, την απατεωνιά διαπλοκή, την κατακραυγή πολιτικό κόστος, τις μαζικές απολύσεις ευλυγισία;
Η εποχή που διανύουμε ασθμαίνοντες, οικονομικά ξαφρισμένοι ή πολύ στριμωγμένοι, ψυχολογικά καταπονημένοι και ιδεολογικά τσαλακωμένοι είναι πυκνός χρόνος με απανωτούς απολογισμούς, ανακεφαλαιώσεις, αναστοχασμούς και αμφίθυμη αυτοκριτική αλλά συνάμα είναι και ένας δυνατός προβολέας που λούζει στο φως αλήθειες και ψέματα και για τις απονεμηθείσες μετά βαΐων και κλάδων λαχταριστές συλλογικές ταυτότητες του σύγχρονου κόσμου.
Είμαστε ελεύθεροι πολίτες σε ένα πλαίσιο σταθερό και περιφρουρούμενο από τις αρχές της Δημοκρατίας και της Δικαιοσύνης;
Ξεθώριασμα Μύθων
Πόσο οικογένεια είναι η λεγόμενη και πολυδιαφημισμένη «ευρωπαϊκή» που θεωρεί τα μισά, τα νότια τέκνα αποσπόρια;
Πόσο ευφορική η ευρωπαϊκή συλλογικότητα εντός κλειστών συνόρων και σιδερόφραχτη;
Τι πολιτισμένος κόσμος είναι αυτός με εκατομμύρια ανέστιους, διαρκώς μετακινούμενους και παντού ανεπιθύμητους πρόσφυγες;
Οι άνθρωποι, όπου γης, μοιράζονται τελικά πολύ χονδρικά, στους λίγους «αποπάνω» και στους πολλούς «αποκάτω», με τις διαβαθμίσεις τους αυτές οι δυο πιο έγκυρες συλλογικότητες.
Οι πρώτοι επιδεικνύουν τις αριθμημένες πλουμιστές ταυτότητες της οικονομικοπολιτικής εξουσίας, οι δεύτεροι, αντί για ταυτότητα, σηκώνουν τον υποχρεωτικό φάκελό τους, όλοι φακελωμένοι.
Τα έγγραφα της πολιτιστικής τους κληρονομιάς, οι αποδείξεις ατομικού μόχθου, τα έντιμα πτυχία, τα σημειωματάρια με τις προσδοκίες, οι καρτούλες με τα όνειρα, όλα με το Χ της διαγραφής. Ο φάκελος πολλά βαρύς, ξέχειλος χρέη, φόβο, θλίψη.
Η τέχνη αντιδρά και «εν θερμώ», πάνω στη βράση των γεγονότων και «εν καιρώ», όταν πλέον διαθέτει λεπτομερέστερη και διαυγέστερη επιχειρηματολογία για πιο συνολική θεώρηση. Απαραίτητες και οι δυο καταθέσεις λειτουργούν συμπληρωματικά, συσσωματώνουν τις άμεσες και μακροπρόθεσμες συνέπειες στις ζωές των ανθρώπων, στον εξωτερικό και εσωτερικό βίο.
Θυμάμαι, μελετώ, παρατηρώ, σκέφτομαι, καταλήγω, αναθεωρώ, τα ξαναβάζω κάτω, συζητώ με τους άλλους και με τον εαυτό μου πώς οι άνθρωποι αφήνονται, πώς ξεγελιούνται, πώς υποκύπτουν, πότε σηκώνουν ανάστημα κατά μόνας και συλλογικά.
Η ελληνική περίπτωση, ίσως εύγλωττη.
Οι Έλληνες τον τίτλο τον έχομε ακόμη αλλά δεν δουλεύει ρολόι, δεν εμπνέει εμπιστοσύνη στο κύρος του.
Το παρόν μας αμήχανο και το οικόσημο με τα αρχαία κλέη δεν μας ξελασπώνει.
Ο συνάδελφός σας Αντρέας Γιαννακούλας έχει πει πως «όποιος δεν τραγικοποιείται για κάποιο διάστημα της ζωής του είναι κενός».
Σ’ αυτόν τον τόπο, έως και τη δεκαετία του ’70, τραγικοποιηθήκαμε συλλογικά.
Δεν μας χρειάστηκε να δραματοποιήσουμε κι άλλο την πραγματικότητα, ούτε γινόταν να την αποδραματοποιήσουμε, σερί οι πόλεμοι, οι ξεριζωμοί, και ξένες επεμβάσεις, και εμφύλιος, και πραξικοπήματα, και παρακράτος, και μετανάστευση, μοίρα και ταυτότητα των πολλών η πολυτάραχη φτώχεια.
Σχεδόν όλα τα όμορφα τραγούδια μας λυπημένα, σαν τους Ψαλμούς του Δαυΐδ, κάπως Σικελοί κι εμείς που όπως γράφει ο Λαμπεντούζα στον «Γατόπαρδο» αντιλαμβάνονται όλη τη ζωή κι όλον τον κόσμο μόνον μέσω της θλίψης. Το τέλος της δικτατορίας και ιδίως η δεκαετία του ’80 εγκαινίασε ένα νέο σκηνικό.
Τόσο στερημένοι από βασικά υλικά και πολιτισμικά αγαθά και δικαιώματα, σπεύσαμε βουλιμικά, καλπάσαμε για να συγχρονιστούμε με προπορευόμενες αλλοδαπές κοινωνίες, με ένα τροχάδην καταναλωτισμού, δαγκώσαμε το μήλο του παραδείσου.
Ίσως όταν οι λαοί, οι κοινωνίες λυτρώνονται και ξεφορτώνονται επιτέλους το άχθος, το άλγος ή και το άγος τους, να ορμούν παρακάτω χωρίς να θέλουν να στρέψουν πίσω το κεφάλι ούτε στιγμή. Δεν αντέχουν άλλο ή δεν χασομερούν με τα απομεινάρια του παρελθόντος.
Χωρίς να το συνειδητοποιούν ψωνίζουν βερεσέ ένα μέλλον που κάποια στιγμή τους κοπανάει το συνολικό λογαριασμό.
Πολλές φορές, στα δύσκολα, αναζητούνται επειγόντως αναλογίες και ταυτίσεις με καταστάσεις στο παρελθόν ή σε άλλες χώρες, υιοθετούνται ελλείψει άλλου παλιά ή ξένα λυσάρια.
Κι αν η κατάσταση είναι πρωτοφανής; Αν η συνθετότητά της δεν ξεμπλοκάρεται με παλιά εργαλεία;
Κι αν η ζωή ορεχτεί αργότερα ακόμη περισσότερους κλυδωνισμούς κι επινοήσει κι άλλες πρωτόγνωρες δοκιμασίες;
Δεν είμαι πολιτικός, οικονομολόγος ή κοινωνικός επιστήμονας, ο λόγος μου δεν έχει την ίδια βαρύτητα με το δικό τους, γνωρίζω λιγότερα, πολύ λιγότερα, ίσως μόνον να ζυγίζω στο καντάρι της καθημερινότητας το κόστος του χαβαλέ της αποδιοργάνωσης, να φυλλομετρώ ανήσυχη τις κενές σελίδες του συλλογικού μας φυλλαδίου.
Το ερώτημα του Μανόλη Αναγνωστάκη «τώρα τι λέμε;», γυμνό, δεινό και ακόμη αναπάντητο.
Ως πολίτης, μπούχτισα υπολογισμούς της ποσόστωσης, πόσο φταίνε οι ξένοι, πόσο εμείς, απελπίστηκα με τις παροξυσμικές αντιμαχίες πολλών σεσημασμένων, παραιτήθηκα από την αναμονή του περίφημου σχεδίου ανασυγκρότησης που μένει σκέτη επικεφαλίδα σε άγραφο τόμο, αποκαρδιώθηκα και με το «υπερεγώ» ηγεσιών της αριστεράς που δεν ξέρω ποιοι παλιοί ή νέοι θρίαμβοι το δικαιολογούν.
Διάφορες ορεξάτες συλλογικότητες διεκδικούν μουδιασμένους, ταλαιπωρημένους και εξαπατημένους πολίτες μόνον ως ψηφοφόρους κι αναρωτιέμαι εάν και πότε επιτέλους θα νοηματοδοτούμε δίχως παχιά λόγια την πραγματικότητα.
Ελάχιστο και συνάμα μέγιστο ζητούμενο η ειλικρίνεια, θεμέλιος λίθος για νέο συλλογικό πλαίσιο, απαραίτητη εγγύηση για το συμβόλαιο επανεκκίνησης.
Μήπως το αίτημα ρομαντικό και παλιομοδίτικο σε εποχές κυνισμού; Μήπως τα αυτιά και τα χείλη μας συνήθισαν να πορεύονται με ψέματα, με μισόλογα, με κούφια λόγια; Μήπως πήραμε απόφαση την ήττα μας;
Ειλικρινά, δεν το πιστεύω.
Οι εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων θα μπορούσαν πάντως να κάνουν καλή δουλειά. Η ειλικρίνεια, η ατομική ευθύνη, η συγκρότηση εαυτού-πολίτη είναι ζητήματα καλλιέργειας. Η σχολική αίθουσα είναι εύφορο έδαφος για καλούς ή κακούς καρπούς.
Κυρίες και κύριοι,
Όποτε λοξοδρομώ προς πιο πολιτικά μονοπάτια, σαν να αποσταθεροποιούμαι σύγκορμη, σαν να αποσυσχετίζομαι από τον πιο αληθινό εαυτό μου, σαν να συναινώ παρά τη θέλησή μου σ’ αυτό που νιώθω ως εκβιασμό και αιχμαλωσία των καλλιτεχνών, να γράφουν, να ζωγραφίζουν, να φωτογραφίζουν, να σκηνοθετούν, να ερμηνεύουν, να τραγουδούν την κρίση ή, ακόμη χειρότερα, να επινοούν τραβηγμένους από τα μαλλιά συμβολισμούς και αλληγορίες ώστε να μην κατηγορηθούν ως αδιάφοροι για τα δεινά του κόσμου, ως άσχετοι.
Ώρες-ώρες, αναρωτιέμαι μήπως η μονοθεματική επιταγή να διυλίζουμε επιπτώσεις τείνει να μεταποιήσει τελικά όλη τη ζωή σε μια αλληλουχία συνεπειών, σε μια γιγαντιαία συνέπεια.
Αντέχεται; Μήπως συμβάλλει στην αύξηση της παθητικότητας, της απομόνωσης, του φόβου;
«Ο φόβος είναι σκουλήκι στο μυαλό», έβαλα έναν ήρωα να λέει, φοβισμένη και η ίδια.
Στην τέχνη, ελληνική και παγκόσμια, παλιά και σύγχρονη, γυρεύω ανάσες, συντροφιά, διαχρονία, ορίζοντα, νόστο για ανθρωπιά.
**Αmarcord ** του Φελλίνι
Βλέπω το Amarcord του Φελλίνι και ξαναβρίσκω τον εαυτό μου.
Διαβάζω τις μαντινάδες που μάζεψε κάποτε η Μαρία Λιουδάκη με βοηθό τον 16χρονο τότε Ναπολέοντα Σουκατζίδη και σιγοτραγουδώ μαζί τους πάθη και παθήματα, λύπες και χαρές με μύριες αισθαντικές λέξεις.
Σκυμμένη στα δικά μου χαρτιά, διεκδικώ τα απλά που εκδιώκονται από τις στρατηγικές της αμνημοσύνης, της αποπροσωποίησης, της αγελαίας μεταχείρισης του πλήθους, όσα συνιστούν μια πλήρη ανθρώπινη ύπαρξη, τη σημασία του ενός.
Με ονοματεπώνυμο, έστω άσημο.
Με τόπο καταγωγής, έστω ασήμαντο.
Με καθημερινότητα, έστω άδοξη.
Με ατομική συνείδηση για όποιο βαρύ κι ασήκωτο σακί ή έστω σακουλάκι, ουδείς άμεμπτος.
Με προσωπική φωνή και ματιά.
Με τρεχούμενα συναισθήματα.
Με ατομικές επιθυμίες.
Οι άνθρωποι παντού και πάντοτε έχουν δικαίωμα να ευχαριστηθούν έναν έρωτα, να γλεντήσουν, να χαρούν μια χορταστική βόλτα ανεμελιάς, να έχουν το χρόνο να θρηνήσουν με την ψυχή τους το χαμό αγαπημένου, να μην αποστερούνται έναν προς έναν τους λόγους που σε κάνουν να έχεις έναν πόνο για τον τόπο σου, να θυμάσαι, να υπολογίζεις τον άλλον, να νιώθεις, να νιώθεις βαθειά, να λυπάσαι αληθινά, να αγαπάς πολύ.
«Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου είναι νάχει καρδιά», λέει ο Τάσος Λειβαδίτης.
Αν δεν αγαπάς, δεν ονειρεύεσαι, δεν αγωνίζεσαι, δεν αποζητάς συμμετοχή σε μια συλλογικότητα που αντιστέκεται μετά λόγου γνώσεως και με σθένος στη μετατροπή των ανθρώπων σε χειραγωγήσιμα εξαρτήματα των επιδιώξεων του κάθε δυνάστη, του κάθε “χαρισματικού’’».
Θα υπάρξουν συλλογικότητες που θα σέβονται τα μέλη τους ένα προς ένα;
Ίσως μόνον έτσι οι άνθρωποι θα προσπαθούν να κομίζουν σε αυτές έναν όλο και καλύτερο εαυτό.
Στην τελευταία σελίδα ο πόλεμος ξανασκάει μπροστά μου, και εξ αιτίας του βιβλίου του Μίλεχ που με έκανε κομμάτια.
Καθόλου απρόσμενο, άλλωστε στο «Φαράγγι», στα χείλη μιας υπερήλικης σήμερα Κρητικιάς, ακούμπησα τη φράση, «ο πόλεμος δεν έφυγε ποτέ από το κεφάλι μου».
Στη Γερμανία επισκέφτηκα το Νταχάου, το Ζαξενχάουζεν και το Μπούχενβαλντ αλλά και τα στρατιωτικά νεκροταφεία σε πολλές πόλεις, συνήθως πολύ πρωί. Έμενα, μια, δυο, τρεις ώρες. Διάβαζα τα γερμανικά ονοματεπώνυμα στις πλάκες και τις ηλικίες, 18, 19, 20 χρόνων.
Πίσω στην Κρήτη, το είπα στους γονείς μου.
Η μάνα μου ρώτησε, άφησες δυο λουλουδάκια στα παιδιά;
Γνώστες, αλίμονο, του δόλιου δεσμού με τη θνητότητά μας και προτού στοιχηθούμε στην τελευταία και οριστική συλλογικότητα, όλοι ενωμένοι κάτω από το χώμα, ας έχομε ένα έλεος για τους αμούστακους που δεν τους δόθηκε καν η πιθανότητα της μεταμέλειας, ας μην τους εξισώνουμε στην κόλασή τους με τα μεγάλα κεφάλια του Γ΄ Ράιχ, της Γκεστάπο, της Κρουπ, της Μπάγιερ, της Ζήμενς.
Κι εκεί χώρια θα είναι, παραπεταμένοι.
Αγαπητέ Τίτους, η μάνα μου μας έστρωσε τραπέζι στην κουζινίτσα μας. Μαγείρεψε προς τιμήν σου τις σπεσιαλιτέ της, ένα μπουρέκι σμυρνέϊκο κι ένα χανιώτικο, αυτή δέθηκε και αγάπησε όχι μια, δυο πατρίδες.
Καθώς δεν ξέρει γερμανικά ή έστω εγγλέζικα αλλά αισθάνεται πως πρέπον είναι να καλωσορίσει τον ξένο της σε ξένη γλώσσα, θα θυμηθεί ολίγα τούρκικα από τη Σμύρνη που άφησε το 1922, στα 13 της.
Έτσι αρχοντικά, σεβαστικά και γενναιόδωρα υποδέχτηκε το 2003 τους εμβρόντητους Αμερικάνους και Κινέζους καλλιτέχνες που της είχα κουβαλήσει.
Το σπίτι μας έχει καλό κρασί. Και το παμπάλαιο, δεμένο με σπάγκο τρανζιστοράκι του πατέρα μου είναι κολλημένο στα ριζίτικα.
Ιωάννα Καρυστιάνη,
Γενάρης 2016