_ Μετάφραση: Αθανασία Κατή, Ψυχολόγος (Msc), Ψυχοθεραπεύτρια, Μονάδα Οικογενειακής Θεραπείας, ΨΝΑ._
Περίληψη
Αυτό το άρθρο είναι μία σύντομη εισαγωγή της συστημικής άποψης στη θεραπεία ζεύγους. Επίσης, εισάγει την αλληλουχία των συστημικών παρεμβάσεων που έχουν σχεδιαστεί για την κατασκευή εκείνου του συστήματος που επιτρέπει στο ζευγάρι να επιτύχει τους στόχους τους. Αυτές οι παρεμβάσεις ακολουθούνται στις διάφορες φάσεις της ανάπτυξης του συστήματος. Το πρώτο βήμα στη συστημική θεραπεία ζεύγους είναι να δημιουργήσει ένα θετικό κλίμα, ζητώντας από το ζευγάρι να ανακαλέσει την ευχάριστη σχέση που προηγήθηκε της παρούσας δυσάρεστης. Μόλις αυτό έχει εγκαθιδρυθεί με επιτυχία, το σύστημα του γάμου και τα υποσυστήματα εντός του γάμου εισάγονται ως το πλαίσιο εντός του οποίου θα λάβει χώρα η θεραπεία. Παρατηρώντας τα τέσσερα υπο-συστήματα (εργασία, γονεϊκό, οικειότητα και διαπροσωπικές σχέσεις) επιτρέπεται στο ζευγάρι να αναγνωρίσει ότι έχουν διαφορετικούς στόχους και απαιτούν διαφορετικούς ρόλους. Αυτό δίνει τη δυνατότητα στο ζευγάρι να αναγνωρίσει ότι μερικές φορές αυτό που φαίνεται ως σοβαρή ασυμβατότητα είναι στην πραγματικότητα απλώς συνάντηση σε ασύμβατους ρόλους. Βοηθώντας τους να οικοδομήσουν ένα δυναμικό πεδίο που καταδεικνύει τις προωθητικές και τις περιοριστικές τους δυνάμεις με στόχο επιτυχείς αλληλεπιδράσεις στους ρόλους τους όχι μόνο εισάγουν μεθόδους επιδιόρθωσης όταν πλησιάζουν ο ένας τον άλλο από ασύμβατους ρόλους, αλλά επίσης εισάγεται το συστημικό γεγονός ότι οι ρόλοι δεν είναι άνθρωποι, είναι συστήματα στα οποία ενυπάρχουν προωθητικές ή περιοριστικές δυνάμεις, ανάλογα με το πλαίσιο. Ο επαναπροσδιορισμός του γάμου ως ένα σύστημα εισάγει επίσης την ιδέα ότι παρόλο που το ζευγάρι δημιουργεί τους κανόνες του συστήματος, από τη στιγμή που δημιουργούνται, αυτοί οι ίδιοι κανόνες είναι οι βασικοί παράγοντες της συμπεριφοράς και της εμπειρίας των ζευγαριών. Κατά μία έννοια, το ζευγάρι είναι σαν μαριονέτες στα νήματα του συστήματος που έχουν δημιουργήσει από κοινού. Η κατανόηση αυτής της δυναμικής βοηθά τα ζευγάρια να μην παίρνουν προσωπικά τη συμπεριφορά τη δική τους ή των άλλων όταν προτίθενται να κάνουν ένα πράγμα και διαπιστώνουν ότι έχουν κάνει ένα άλλο. Η μείωση της προσωποποίησης μειώνει επίσης την απόδοση ευθυνών στον άλλο ή στον εαυτό τους. Η αντίληψη του γάμου ως ένα σύστημα, με κάθε μέλος του ζευγαριού ως ένα υποσύστημα σε αυτό, δίνει τη δυνατότητα στον συστημικό θεραπευτή να δημιουργήσει μια δομή που το ζευγάρι μπορεί να χρησιμοποιήσει για να αλλάξει τόσο το σύστημα του γάμου όσο και τους ίδιους με την απόκτηση των δεξιοτήτων που θα τους επιτρέψουν να αντιστρέψουν τους ρόλους που αποτελούν περιοριστικές δυνάμεις προς έναν ικανοποιητικό γάμο και να απελευθερώσουν την πορεία προς τη διαπροσωπική τους ευχαρίστηση.
Λέξεις - κλειδιά: Κατάρτιση Συστημικής Προσέγγισης, φάσεις ανάπτυξης του συστήματος του γάμου, υποσυστήματα στον γάμο, προωθητικές και περιοριστικές δυνάμεις, κανόνες του συστήματος
Εισαγωγή
Τα ζευγάρια έρχονται για θεραπεία επειδή η σχέση τους δεν είναι όπως νόμιζαν ότι θα ήταν, όταν πρωτοπαντρεύτηκαν. Αντί για τα θετικά συναισθήματα που είχαν στην αρχή, γεμάτοι ελπίδα ότι η ζωή θα είναι καλύτερη με το σύντροφό τους από ό, τι ήταν χωρίς αυτόν, το ζευγάρι ασχολείται διαρκώς με σκέψεις που αφορούν κατηγoρίες και παράπονα. Έρχονται στη θεραπεία, με την ελπίδα για αλλαγή. Πολύ συχνά, ωστόσο, επικεντρώνονται στην αλλαγή του συντρόφου τους. Δεν γνωρίζουν ακόμη ότι το πρόβλημά τους είναι ότι αντιλαμβάνονται τις απογοητεύσεις του γάμου τους μόνο προσωπικά.
Η Κατάρτιση Συστημικής Προσέγγισης (Systems-Centered Training with Couples: SCT) θεωρεί ότι η μεγαλύτερη ανθρώπινη αγωνία προκύπτει όταν η ζωή γίνεται αντιληπτή μόνο προσωπικά, καθώς στη συνέχεια οι άνθρωποι γίνονται εγωκεντρικοί και δεν έχουν επίγνωση της ευρύτερης εικόνας. Όταν κάποιος μετακινείται από την επικέντρωση στον εαυτό στην επικέντρωση στο σύστημα, η ανταπόκρισή του σε απογοητεύσεις, δυσκολίες και τραγωδίες, καθώς και σε ικανοποιήσεις, επιτεύγματα και θριάμβους, δεν είναι μόνο προσωπική, αλλά και ανθρώπινη και μοιρασμένη.
Για να διαχειριστεί την ανθρώπινη τάση να γίνονται αντιληπτά τα πράγματα μόνο προσωπικά, ο συστημικός θεραπευτής παρεμβαίνει πολύ πρώιμα στη συνεδρία, εισάγοντας την ιδέα του γάμου ως σύστημα. Ο θεραπευτής εξηγεί ότι το έργο της θεραπείας θα είναι με το σύστημα του γάμου τους, που έχουν εν αγνοία τους συνεργαστεί για να δημιουργήσουν. Ο θεραπευτής εξηγεί, επίσης, ότι μόλις εγκαθιδρυθεί ένα σύστημα γάμου, έχει μεγαλύτερη επιρροή στην εμπειρία και τη συμπεριφορά των ανθρώπων που είναι σε αυτό, από ό,τι οι ίδιοι. Αυτός ο επαναπροσανατολισμός εισάγει την ιδέα ότι αντί να προσπαθούν να αλλάξουν ο ένας τον άλλο, θα χρειαστεί να εργαστούν από κοινού για να αλλάξουν το σύστημα του γάμου που κυριαρχεί και στους δύο.
Η εισαγωγή του συστημικού μοντέλου ευθύς εξαρχής, δημιουργεί αμέσως μία μετατόπιση από τη γνωστή αφήγηση των δυσκολιών, όπου κάθε σύζυγος ή σύντροφος κατηγορεί τον άλλο ή τον εαυτό του. Εγκαθιδρύοντας αυτόν το στόχο της ανακατασκευής του συστήματος, αρχίζει η διαδικασία της μετάβασης από την επικέντρωση στον εαυτό (όπου συρόμαστε σε επαναλήψεις από το παρελθόν μας και όπου συχνά υπάρχει διαμάχη για το ποιος έχει δίκιο ή άδικο) στην επικέντρωση στο σύστημα όπου η έμφαση δίνεται στην οικοδόμηση εκείνου του είδους συστήματος στο οποίο κανείς θέλει να ζει.
Το πρώτο βήμα στη συστημική θεραπεία είναι να ανακαλύψουν ποιοι τομείς στο γάμο τους λειτουργούν καλύτερα. Η Κατάρτιση Συστημικής Προσέγγισης προσδιορίζει τέσσερα υποσυστήματα: το γονεϊκό, το εργασιακό, το διαπροσωπικό, και της σεξουαλικής σχέσης. Το ζευγάρι προσδιορίζει το υπο-σύστημα στο οποίο λειτουργούν καλύτερα μαζί, και στη συνέχεια εργαζόμαστε από κοινού για να μάθουμε περισσότερα για το πώς κάνουν (το υποσύστημα) λειτουργικό. Μπορεί να χρειαστεί ολόκληρη η συνεδρία για να συνεργαστεί το ζευγάρι με μία συστημική εστίαση, ή μπορεί να χρειαστούν μόνο λίγα λεπτά. Εισάγοντας αυτό το πλαίσιο στα παντρεμένα ζευγάρια διακόπτεται η τάση να αναπαράγουν αρνητικές αλληλεπιδράσεις και ταυτόχρονα αντί αυτού δημιουργείται ένα θετικό κλίμα εργασίας.
Η θεωρία πίσω από την πρακτική
Οι συστημικές μέθοδοι αναπτύχθηκαν από την εφαρμογή της θεωρίας των ζωντανών ανθρώπινων συστημάτων και την υιοθέτηση των παραδοχών της για το πώς αναπτύσσονται και αλλάζουν τα ζωντανά ανθρώπινα συστήματα (Agazarian, 1992, 1997, Agazarian και Gantt, 2000). Μια βασική έννοια στη θεωρία είναι ότι η διάκριση και η ενσωμάτωση των διαφορών αποτελεί αναγκαία και ικανή συνθήκη για την επιβίωση, την ανάπτυξη και το μετασχηματισμό όλων των ζώντων ανθρώπινων συστημάτων.
Η αναγνώριση και ενσωμάτωση των διαφορών δεν είναι πάντα εύκολη – μας είναι πάντα πιο εύκολη η αναγνώριση και ενσωμάτωση των ομοιοτήτων. Η ανάπτυξη του συζυγικού συστήματος απαιτεί την απαρτίωση των διαφορών μεταξύ των συντρόφων, ώστε οι διαφορές να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως πηγές για το γάμο αντί για εστίες φιλονικίας. Μαθαίνοντας να αναγνωρίζουν αυτές τις διαφορές απλώς ως διαφορές μειώνεται η τάση που έχουμε όλοι να παίρνουμε τις διαφορές προσωπικά. Η κύρια μέθοδος στην Κατάρτιση Συστημικής Προσέγγισης προτείνει ότι η ισχυροποίηση της διαφορετικής διαχείρισης των διαφορών είναι η μέθοδος της λειτουργικής υπο-ομαδοποίησης όπου το έργο είναι να ενωθούν στη βάση μιας ομοιότητας προτού γίνει η προσθήκη ανεκτών διαφορών (Agazarian, 1997). Αυτό εφαρμόζεται στη θεραπεία ζεύγους διδάσκοντας το ζευγάρι να αντανακλά ή να συμμετέχει με τη συμβολή του συντρόφου τους προτού προσθέσουν τη δική τους συμβολή, η οποία θα στηρίζεται από τον σύντροφό τους. Το ζευγάρι μαθαίνει επίσης να ρωτά αν υπάρχει χώρος για μια διαφορά κι όχι μόνο να αλλάζει απλώς το θέμα.
Ως μια απαρτιωτική θεωρία, η Κατάρτιση Συστημικής Προσέγγισης αντλεί από πολλές άλλες θεωρίες, οι βασικότερες των οποίων αναφέρονται παρακάτω.
Howard και Scott
Οι Howard και Scott (1965) στη θεωρία τους για το στρες υποστηρίζουν ότι όλο το ανθρώπινο στρες μπορεί να κατανοηθεί ως αποτέλεσμα συμπεριφορών που εμποδίζουν την επίτευξη στόχων. Όπως θα αναφέρουμε αργότερα, το στρες εμφανίζεται όταν τα προβλήματα στο σύστημα του γάμου καθαυτό, εμποδίζουν την επίτευξη των στόχων των τεσσάρων υπο-συστημάτων που ορίζει η Κατάρτιση Συστημικής Προσέγγισης: το γονεϊκό, το εργασιακό, της στενής σχέσης και το διαπροσωπικό.
Lewin
Ο Lewin (1951) επίσης αναφέρθηκε στα εμπόδια (τα ονόμασε φραγμούς) που εμφανίζονται σε στοχοπροσηλωμένες πορείες. Εισήγαγε ένα ισοζύγιο προωθητικών και περιοριστικών δυνάμεων που διατηρούν την ισορροπία. Επίσης κατέδειξε ότι αν μειωθούν οι περιοριστικές δυνάμεις, απελευθερώνεται αυτόματα η κίνηση προς το στόχο. Το πιο σπουδαίο, οι παρεμβάσεις της Κατάρτισης Συστημικής Προσέγγισης είναι προσανατολισμένες στη μείωση των περιοριστικών δυνάμεων, βασιζόμενες στο εύρημα του Lewin ότι είναι ευκολότερο να κινηθείς προς το στόχο μειώνοντας τις περιοριστικές δυνάμεις, παρά αυξάνοντας τις προωθητικές. Η συστημική θεραπεία ζεύγους εστιάζει στην εξασθένιση των περιοριστικών δυνάμεων που εμποδίζουν την πορεία προς τους εγγενείς στόχους σε όλα τα ζώντα ανθρώπινα συστήματα: την επιβίωση, την ανάπτυξη και το μετασχηματισμό.
Η εργασία με τα ζευγάρια στην Κατάρτιση Συστημικής Προσέγγισης αρχίζει αμέσως να αποδυναμώνει τις συνήθεις περιοριστικές δυνάμεις, όπως η τάση να εξηγούνται τα προβλήματα παρά να διερευνώνται, η έμφαση στην παθολογία και την κατηγορία, τα αρνητικά πλαίσια, το αρνητικό κλίμα και η έμφαση στα ατομικά προβλήματα καθώς και στην προσωποποίηση του συστήματος παρά στην από κοινού κατασκευή. Η Κατάρτιση Συστημικής Προσέγγισης επίσης θεωρεί ότι μία βασική περιοριστική δύναμη στην επίτευξη των στόχων του συστήματος είναι οι φραγμοί στην επικοινωνία (αναφορά στο SAVI: (Sequential Analysis of Verbal Interaction) Διαδοχική Ανάλυση της Λεκτικής Αλληλεπίδρασης) (σημ. του μεταφραστή).
Shannon και Weaver
Οι Shannon and Weaver (1964) όρισαν την επικοινωνία ως διαύλους που περιέχουν πληροφορίες. Με την εξίσωση της πληροφορίας και της ενέργειας, όταν η επικοινωνία διακυβεύεται, δεν είναι μόνο η πληροφορία αναγκαία για τη μείωση της επίλυσης προβλημάτων, αλλά το ίδιο και η ενέργεια που χρειάζονται όλα τα συστήματα για να επιτύχουν τους στόχους τους.
Μέσα στους διαύλους επικοινωνίας ο Shannon ονόμασε τις περιοριστικές δυνάμεις «θόρυβο» (ένας καλός τρόπος να σκεφτούμε σχετικά με το θόρυβο στο δίαυλο επικοινωνίας είναι ότι είναι όπως η στατικότητα στο τηλέφωνο). Το πιο σημαντικό για την Κατάρτιση Συστημικής Προσέγγισης είναι ότι ο Shannon όρισε το θόρυβο ως αμφισημίες και πλεονασμούς, οι οποίοι εύκολα μεταφράζονται σε ασάφεια και επαναληπτικότητα στη γλώσσα. Συνεπώς, μία από τις μεθόδους στην Κατάρτιση Συστημικής Προσέγγισης για να μειωθούν τα προβλήματα στο σύστημα του γάμου, είναι να ελαττωθεί η ασαφής και επαναληπτική γλώσσα- καθώς και οι αντιθέσεις όταν, για παράδειγμα, ο ένας σύντροφος προκαταλαμβάνει τον άλλον με ένα «ναι…….Αλλά…..» (Simon & Agazarian, 1967).
Οι επιτυχημένες επικοινωνίες επιτυγχάνουν το στόχο της μεταφοράς πληροφοριών. Το πώς λειτουργεί ένα σύστημα και ποιες πληροφορίες βασικά επικοινωνούνται καθορίζει με τη σειρά του ποιες πηγές είναι διαθέσιμες για το σύστημα ώστε να επιτύχει τους στόχους του. Για την Κατάρτιση Συστημικής Προσέγγισης δεν είναι σημαντικό μόνο το να προσανατολίσει στο «πώς» επικοινωνούν «ό,τι» επικοινωνούν, αλλά και το να εγκαθιδρύσει ένα κλίμα όπου μειώνεται η αμυντικότητα. Αυτό εγκαθιδρύεται το συντομότερο δυνατό τονίζοντας το θετικό (προωθητικές δυνάμεις) αυτού που ήδη κάνουν καλά από κοινού. Αυτό είναι διαφορετικό από πολλές προσεγγίσεις στις οποίες οι δυσαρέσκειες καθενός για τον άλλο αποτελούν το αρχικό επίκεντρο.
Αρχίζοντας τη θεραπεία και Εισάγοντας το Πλαίσιο
Τονίζοντας το θετικό.
Ο τονισμός του θετικού είναι ένας βασικός προσανατολισμός στη θεραπεία ζεύγους στην Κατάρτιση Συστημικής Προσέγγισης. Πράγματα που λειτουργούν συχνά παραβλέπονται μέσα στη δυσαρέσκεια των απογοητεύσεων στο γάμο. Εφιστώντας την προσοχή τους στις επιτυχίες τους, δημιουργείται μια διαφορετική οπτική στα πράγματα, μετατοπίζει τον κόσμο από μισο-άδειο σε μισο-γεμάτο.
Για τον λόγο αυτό, το πρώτο βήμα στη δημιουργία κλίματος στην Κατάρτιση Συστημικής Προσέγγισης είναι να αποκαταστηθεί η ανάμνηση της ευχαρίστησης που μοιραζόταν κάποτε το ζευγάρι. Έτσι, ο θεραπευτής τους ζητά να ανακαλέσουν την εποχή που πρωτοσυναντήθηκαν και άρεσαν ο ένας στον άλλο. Στο σημείο αυτό, ο θεραπευτής παρακολουθεί προσεκτικά να δει εάν δείχνουν καθόλου ευχαρίστηση στα πρόσωπά τους. Όταν συμβαίνει αυτό, ο θεραπευτής τους ζητάει να ανακαλέσουν ένα συγκεκριμένο επεισόδιο που θυμήθηκαν ότι τους έδινε ευχαρίστηση, και τους ζητά να μιλήσουν γι αυτό. Όταν το κάνουν, το κλίμα μεταξύ τους αλλάζει- και ο θεραπευτής κρίνει ότι είναι έτοιμοι να προχωρήσουν στο επόμενο βήμα. Ο θεραπευτής στη συνέχεια τους περιγράφει τα τέσσερα υποσυστήματα στο γάμο τους και τους ζητά να επιλέξουν αυτό στο οποίο σημειώνουν μεγαλύτερη επιτυχία.
Το ζευγάρι στη συνέχεια καθορίζει το πιο ικανοποιητικό υποσύστημα και τους ρόλους του (π.χ. το γονεϊκό σύστημα και τους ρόλους της μητέρας και του πατέρα ή το εργασιακό σύστημα και τους ρόλους του συνεργάτη) και συζητούν μεταξύ τους για τις ικανοποιήσεις τους. Αμέσως αυτό ενδυναμώνει το κλίμα δημιουργώντας μια νόρμα αναγνώρισης των θετικών πτυχών της σχέσης τους. Αυτό είναι σύμφωνο με τα ευρήματα ότι στους επιτυχημένους γάμους υπάρχει μεγαλύτερη αναλογία θετικής παρά αρνητικής επικοινωνίας (Gottman, 1994 . Simon, 1993). Με την εισαγωγή του σχήματος των υποσυστημάτων και των ρόλων όχι μόνο διακόπτεται η οικεία δυσλειτουργική επικοινωνία αλλά επίσης παρέχεται ένας τρόπος προσανατολισμού στη σημασία του πλαισίου στο γάμο τους. Η αλλαγή από μια σειρά ρόλων σε μια άλλη στο γάμο τους είναι πάντα μια αλλαγή στο πλαίσιο. Μαθαίνοντας να προσέχουμε το πλαίσιο μειώνεται η αναπόφευκτη τάση που έχουμε όλοι μας ως ανθρώπινα πλάσματα να παίρνουμε προσωπικά τη συμπεριφορά κάποιου άλλου ή ακόμα και τα συναισθήματά μας και όχι να τα βλέπουμε ως ένα φυσικό επακόλουθο του πλαισίου.
Το να δώσουμε προσοχή στο πλαίσιο απαιτεί αλλαγή στις συμπεριφορές σύμφωνα με το ρόλο που είναι σχετικός για το στόχο του πλαισίου. Κάποιος συμπεριφέρεται πολύ διαφορετικά στο ρόλο του επαγγελματία από ό,τι στο ρόλο του εραστή. Ο προσανατολισμός στους λειτουργικούς ρόλους σε ένα γάμο ή μια σχέση διακόπτει την τάση να ερμηνεύεται το παρόν με όρους δυσκολιών της παιδικής ηλικίας. Οι θεραπευτές στην Κατάρτιση Συστημικής Προσέγγισης αποθαρρύνουν ένα ζευγάρι να εργαστεί στο πώς καθένας φέρνει στο γάμο δυσλειτουργικές σχέσεις και ρόλους από το παρελθόν, μέχρι να μπορεί το ζευγάρι να επικοινωνήσει με τρόπους που δημιουργούν μια συναισθητική, προσανατολισμένη στην πραγματικότητα και την επίλυση των προβλημάτων προσέγγιση μεταξύ τους.
Οι τέσσερις ρόλοι στη συστημικά επικεντρωμένη θεραπεία ζεύγους
Η Κατάρτιση Συστημικής Προσέγγισης θεωρεί τα συστήματα μια ιεραρχία συστημάτων: κάθε σύστημα στο πλαίσιο του συστήματος πάνω από αυτό, και κάθε σύστημα ως το πλαίσιο του συστήματος κάτω από αυτό (Agazarian, 1997). Για παράδειγμα, το σύστημα του γάμου λειτουργεί ως πλαίσιο για τέσσερα υποσυστήματα: το γονεϊκό, το εργασιακό, της στενής σχέσης και το διαπροσωπικό. Σε έναν συνηθισμένο γάμο, το γονεϊκό σύστημα είναι το πλαίσιο για τους ρόλους της μητέρας και του πατέρα, το εργασιακό σύστημα είναι το πλαίσιο για τους ρόλους των συντρόφων ως συνεργατών, το σύστημα της στενής σχέσης είναι το πλαίσιο για τους ρόλους του άντρα και της γυναίκας, και το διαπροσωπικό σύστημα είναι το πλαίσιο στο οποίο το ζευγάρι δυνητικά βελτιώνει τη ζωή του καθενός από τους δύο μέσα από τις αλληλεπιδράσεις τους.
Αυτά τα υποσυστήματα παρουσιάζονται στο ζευγάρι. Ζητείται από το ζευγάρι να επιλέξει το σύστημα στο οποίο είναι περισσότερο επιτυχημένοι. Παρενθετικά, αυτό που διαλέγουν πιο συχνά τα ζευγάρια ως το πιο επιτυχημένο είναι το γονεϊκό σύστημα. Πιθανώς δεν είναι τυχαίο ότι το να είναι γονείς τους δίνει τη δυνατότητα να σχετιστούν έξω από τους εαυτούς τους και προς ένα μικρό πλάσμα του οποίου η ευτυχία αγγίζει την καρδιά καθενός από τους ενδιαφερομένους.
Όταν η συμφωνία για το πιο επιτυχημένο σύστημα είναι δύσκολη, τότε ο θεραπευτής στην Κατάρτιση Συστημικής Προσέγγισης εργάζεται με το ζευγάρι προκειμένου να καταλήξουν σε μία απόφαση. Αυτή η πορεία δεν είναι η προτιμώμενη τόσο πρώιμα στην εργασία καθώς δεν έχει εδραιωθεί ακόμα ένα θετικό κλίμα για την επίλυση προβλημάτων και τη λήψη απόφασης. Ωστόσο, δίνει στο θεραπευτή ζεύγους την ευκαιρία να αρχίσει με το ζευγάρι την εκπαίδευση στην επικοινωνία, παρόλο που η εκπαίδευση αυτή εισάγεται πιο εύκολα στο πλαίσιο του τι κάνουν καλά μαζί ώστε να λειτουργήσει το σύστημα.
Ακολουθεί μια πιο λεπτομερής περιγραφή των τεσσάρων υποσυστημάτων με παραδείγματα του πώς παρουσιάζονται στο ζευγάρι.
Η παρουσίαση αυτών των τεσσάρων υποσυστημάτων και των στόχων τους στο ζευγάρι, και των ρόλων που παίζουν τα ζευγάρια στο καθένα, είναι σχεδόν πάντα ενστικτωδώς οικεία σε ένα ζευγάρι και τυπικά τους κινεί την περιέργεια. Αμέσως, έχουν ενεργοποιήσει τον «ερευνητή» και πλέον δεν παίρνουν το γάμο τους ή τη σχέση τους μόνο προσωπικά. Το επόμενο βήμα σε αυτήν τη διαδικασία είναι να επιλέξουν τα ζευγάρια το σύστημα που λειτουργεί καλύτερα γι αυτούς.
Το εργασιακό σύστημα
Ο στόχος του εργασιακού συστήματος είναι η διαχείριση του γάμου. Ο γάμος είναι μια δουλειά που απαιτεί συντήρηση: να διαχειρίζεσαι τα χρήματα, να πληρώνεις λογαριασμούς, να φέρνεις εισόδημα, να αποφασίζεις τι θα αγοράσεις, πόσα θα ξοδέψεις, ή όποια δουλειά συνεπάγεται το να ζεις μαζί και να συντηρείς ένα νοικοκυριό. Η σχέση του ρόλου των συντρόφων ως συνεργατών πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Για παράδειγμα, ποιες δραστηριότητες θα κάνουν μαζί ή θα ανατεθούν στον έναν ή τον άλλο και ποιος θα κάνει τι; Ποιος θα διαχειρίζεται τα οικονομικά, θα έχει το ισοζύγιο στο βιβλιάριο των επιταγών, θα πληρώνει τους λογαριασμούς, θα κάνει τα ψώνια, θα μαγειρεύει, θα φροντίζει το σπίτι; Πώς θα αποφασίσουν που να πάνε διακοπές ή πότε να αγοράσουν καινούριο αυτοκίνητο; Το πόσο καλά γίνεται η διαχείριση εξαρτάται από το πόσο καλά συνεργάζονται οι σύντροφοι και πόσο ξεκάθαρα έχουν στο μυαλό τους τον κοινό στόχο. Το να βιώνει κανείς τη διαχείριση του γάμου ως συνεργασία, συχνά είναι δύσκολο, γι αυτό οι ρόλοι εύκολα γίνονται στερεότυποι: παραδοσιακά ο σύζυγος διαχειρίζεται τα χρήματα και η σύζυγος το σπίτι.
Το να μαθαίνει κανείς να προσέχει τους ρόλους στο πλαίσιο μειώνει την αναπόφευκτη τάση που έχουμε όλοι να παίρνουμε τη συμπεριφορά κάποιου προσωπικά αντί να τους βλέπουμε ως ένα φυσιολογικό επακόλουθο των προκλήσεων στο πλαίσιο. Για παράδειγμα, η διαχείριση των θεμάτων της κοινής ζωής μεμονωμένα ή μοναχικά, είναι συχνά απογοητευτική. Αναγνωρίζοντάς το είναι λιγότερο πιθανό να κατηγορεί ο ένας σύντροφος τον άλλον για τις απογοητεύσεις που είναι αναπόφευκτες στην επίλυση των θεμάτων της κοινής ζωής.
Μία κοινή πηγή σύγκρουσης είναι όταν οι σύζυγοι πλησιάζουν από ασυμβίβαστους ρόλους
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
Ο Σύζυγος: «Θα ήθελα να σφίξουμε λίγο το ζωνάρι μας, δεν τηρούμε τον προϋπολογισμό μας»
Η Σύζυγος (στο ρόλο της μητέρας): «Όμως ο Johnny πρέπει να μπορέσει να πάει κατασκήνωση το καλοκαίρι»
Επιδιόρθωση:
Η σύζυγος: «Συγνώμη, απλώς έμπλεξα το ρόλο μου. Τι μπορούμε να περικόψουμε ώστε ο Johnny να μπορεί να πάει κατασκήνωση αυτό το καλοκαίρι; Ή θέλεις να ξαναδούμε όλη την εικόνα πρώτα;» Το να βιώνει κανείς τη διαχείριση του γάμου ως συνεργασία, συχνά είναι δύσκολο, γι αυτό οι ρόλοι εύκολα γίνονται στερεότυποι, έτσι ώστε ο σύζυγος να διαχειρίζεται τα χρήματα και η σύζυγος το σπίτι.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
Ρόλος του συζύγου: «Θα ήθελα να σφίξουμε λίγο το ζωνάρι μας, δεν τηρούμε τον προϋπολογισμό μας»
Η Σύζυγος (στο ρόλο της νοικοκυράς και της δυσαρεστημένης): «Πρέπει όμως να τρώμε!»
Επιδιόρθωση:
Ρόλος του συζύγου: «Ουπς, νομίζω ότι μπλέξαμε τους ρόλους. Εμφανίστηκα με μια λύση πριν ανακαλύψουμε το πρόβλημα. Ας ξαναδούμε τη μεγαλύτερη εικόνα ώστε να μπορέσουμε να δούμε ποιο θα είναι το λιγότερο κακό».
Υπάρχουν πολλές πιθανές πηγές διαμάχης. Μπορεί να υπάρχει μία σιωπηρή αποδοχή ότι ο σύζυγος είναι καλύτερος στη διαχείριση των χρημάτων από τη σύζυγο. Αν αυτή είναι μια χρήσιμη παραδοχή, όλα είναι καλά. Εάν όχι, τότε είναι πηγή διαμάχης.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
Η Σύζυγος: «Φαίνεται ότι νομίζεις ότι δεν τα καταφέρνω με τα χρήματα. Όμως τι λες για τους φόρους που πλήρωσα εγκαίρως όταν εσύ είχες πνιγεί στη δουλειά; »
Επιδιόρθωση
Ο Σύζυγος: «Συγνώμη – επέστρεψα στον παλιό μου ρόλο – έχεις δίκιο – όχι μόνο έκανες καταπληκτική δουλειά σώζοντάς με με τους φόρους, αλλά έκανες επίσης καταπληκτική δουλειά παίρνοντας όλα τα συνολικά ποσά».
Το γονεϊκό σύστημα
Ο στόχος του γονεϊκού συστήματος είναι να «εισάγει μωρά και να εξάγει κοινωνικοποιημένους ενήλικες!». Οι παραδοσιακοί ρόλοι είναι η μητέρα και ο πατέρας. Αυτός συχνά είναι ο πιο προκλητικός από τους ρόλους των σχέσεων, και συχνά επίσης ο πιο επιτυχημένος. Όταν το γονεϊκό επιλέγεται ως το σύστημα στο οποίο το ζευγάρι σημειώνει τη μεγαλύτερη επιτυχία, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να δει το ζευγάρι ότι καθένας από τους δύο βάζει το γονεϊκό του ρόλο, με τις ευθύνες του και τις προκλήσεις του σε συντονισμό, πάνω από τους προσωπικούς στόχους τους. Για παράδειγμα, σπανίως ο σύντροφος θα «πλησιάσει» τη μητέρα όταν εκείνη κάνει μπάνιο τω μωρό! Όταν οι δυο τους μπορέσουν να καταλάβουν ότι αυτό είναι απλώς ένα παράδειγμα ασύμβατων ρόλων και όχι ασυμβατότητας, είναι σχετικά εύκολο να το επεξεργαστούν.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
Μητέρα: Κοίτα το μωρό- περνάει καλά με τα παπάκια του στο μπάνιο.
Πατέρας: (στο ρόλο του εραστή, απλώνοντας το χέρι του για να αγγίξει το στήθος της) «Τι λες να τον βάλουμε γρήγορα στο κρεβάτι και να περάσουμε κι εμείς καλά;»
Επιδιόρθωση
Μητέρα: «Ουπς, είμαστε σε συγκρουόμενους ρόλους- τι λες να τον βάλουμε μαζί στο κρεβάτι και μετά να πάμε πάνω;»
Το σύστημα της στενής σχέσης
Το τρίτο σύστημα είναι αυτό της στενής σχέσης. Ο σκοπός αυτού του συστήματος είναι να έχουν μια ικανοποιητική ερωτική σχέση, καλό σεξ και συντροφικότητα. Οι ρόλοι είναι αυτοί του άντρα και της γυναίκας (στο παράδειγμά μας ενός συνηθισμένου γάμου). Ωστόσο, είτε οι ρόλοι είναι μεταξύ ενός άντρα και μίας γυναίκας είτε μεταξύ (ατόμων) του ίδιου φύλου, οι στόχοι είναι οι ίδιοι: μία σχέση φλερτ συχνά αρχίζει με οικειότητα και αποτελεί συχνά πηγή της μεγαλύτερης απογοήτευσης. Γι αυτούς που μπαίνουν στο γάμο ερωτευμένοι, υπάρχει η πρόκληση της μετατόπισης από την απόλυτη ευτυχία των πρώτων σταδίων του ειδυλλίου στα επόμενα στάδια, όπου χρειάζεται η διαπραγμάτευση σε μια ερωτική σχέση. Είναι εύκολο να είσαι σύντροφος με κάποιον όταν δεν υπάρχουν διαφορές (κι όταν κάποιος είναι ερωτευμένος είναι τυφλός στις διαφορές) και πολύ πιο δύσκολο να χτίσεις μια ερωτική σχέση όταν εμφανίζονται οι απογοητευτικές διαφορές. Δυστυχώς, το σεξ από μόνο του δεν καλύπτει τη λαχτάρα για στενή σχέση. Οι ικανοποιητικοί ρόλοι στις σχέσεις στο σύστημα της κοντινής σχέσης εμφανίζονται μέσω της διαδικασίας του αποχωρισμού και της εξατομίκευσης. (Είναι δύσκολο για ένα ερωτευμένο ζευγάρι να κατανοήσει ότι δεν μπορεί κάποιος να έχει τη σχέση που θέλει, αλλά μόνο τη σχέση που μπορεί να φτιάξει. Αυτό προϋποθέτει την ικανότητα να αποχωρίζεται και να εξατομικεύεται ώστε να επιτρέπει ο ένας στον άλλο να πλησιάσει και επίσης να απομακρυνθεί, κάτι που δεν γίνεται πάντα με τον ίδιο ρυθμό για καθένα από τους δύο. Μέσα από τη διαδικασία του αποχωρισμού και της εξατομίκευσης τα ζευγάρια μπορούν να φτιάξουν ικανοποιητικούς ρόλους στη σχέση τους, να φτιάξουν τη σχέση που μπορούν να έχουν).
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
Αυτός: Αγάπη μου, γύρισε προς τα μένα.
Αυτή: Έχω πονοκέφαλο!
Αυτός αναστενάζει και γυρνάει από την άλλη πλευρά.
Επιδιόρθωση
Αυτός: (γυρνώντας ξανά). Σ’ αγαπώ. Ας μιλήσουμε κάποια στιγμή σύντομα για το πώς το να κάνουμε έρωτα θα είναι κάτι για το οποίο θα ανυπομονούμε και οι δύο.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
Αυτή: Αν με αγαπούσες πραγματικά δεν θα το έκανες αυτό.
Αυτός: Τι σχέση έχει η αγάπη με το να πίνω το γάλα από το μπουκάλι;
Επιδιόρθωση
Αυτή: Ουπς, υποθέτω ότι ο ρόλος μου ως συναισθηματικού εκβιαστή δεν λειτουργεί. Πραγματικά το απεχθάνομαι αυτό που κάνεις- αλλά από την άλλη, υπάρχουν πράγματα που κάνω εγώ και απεχθάνεσαι επίσης.
Αυτός: Σωστή παρατήρηση! Αλήθεια είναι. Τώρα πλέον γνωρίζουμε ότι το να απεχθανόμαστε τις διαφορές και να επιζούμε είναι απλώς κομμάτι της δημιουργίας ενός γάμου.
Διαπροσωπικό Σύστημα
Ο σκοπός του διαπροσωπικού συστήματος είναι να αναπτυχθεί ένα κλίμα στο οποίο το ίδιο το σύστημα, και κάθε μέλος του μπορεί να επιβιώσει, να αναπτυχθεί και να μετασχηματιστεί με τρόπους που αντανακλούν τις δυνατότητες του συστήματος. Η Κατάρτιση Συστημικής Προσέγγισης θεωρεί ότι το ποιος είναι καθένας εξαρτάται περισσότερο από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται παρά από τις προσωπικές του δυνατότητες. Είναι εύκολο να εξετάσουμε πόσο έγκυρη είναι αυτή η θέση όταν σκεφτούμε πόσο διαφορετικοί είναι οι ρόλοι που παίζουμε στα διαφορετικά πλαίσια (αγάπη, παιχνίδι, μάχη, εργασία). Συνεπώς, η ανάπτυξη του διαπροσωπικού συστήματος, είναι απαραίτητη για έναν ικανοποιητικό γάμο. Θεμελιώδης για τις απαιτήσεις του ρόλου είναι η ικανότητα να καταλαβαίνεις τη θέση του άλλου. Με ζευγάρια που αντιμετωπίζουν δυσκολίες, αυτό αποτελεί συχνά μία πρόκληση, καθώς τείνουν να μιλούν περισσότερο σε μία γλώσσα «εσύ» παρά «εγώ», και να παίρνουν προσωπικά ο ένας τον άλλον. Η αλλαγή προς μια συναίσθηση καθενός από τους δύο, το να ζουν σε ένα σύστημα στο οποίο είναι και οι δύο δημιουργικοί, απαιτεί συντονισμό, ενσυναίσθηση και συμπόνια.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
Αυτός ή Αυτή: Μου φαίνεται ότι τα καταφέρνουμε καλύτερα μαζί παρά όταν προσπαθούμε να λύσουμε τα θέματα καθένας από μόνος του.
Αυτός ή Αυτή: Είναι μια εντελώς νέα κατάκτηση η επίγνωση ότι μπορούμε να βασιζόμαστε ο ένας στον άλλον.
Αυτός ή Αυτή: Ωστόσο δεν λειτουργεί πάντα
Αυτός ή Αυτή: Όχι- δεν λειτούργησε χθες βράδυ.
Αυτός ή Αυτή: (γελάει) Σωστά, έγινε χαμός!
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
Αυτός ή Αυτή: Ένα από αυτά που με δυσκολεύουν ακόμα είναι να σου αφήνω χώρο όταν μιλάω για μένα!
Αυτός ή Αυτή: Νομίζω πως βοηθάει όταν δεν κάθομαι απλώς κι ακούω, αλλά σου λέω τι σκέφτομαι.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ:
Αυτός ή Αυτή: Θέλω όντως να καταλάβεις τι αισθάνομαι.
Αυτός ή Αυτή: Βοηθάει όταν βρίσκεις τις λέξεις που με βοηθούν να καταλάβω.
Αυτός ή Αυτή: Εντάξει, και βοηθάει επίσης να προσπαθούμε μαζί να βρούμε τις λέξεις.
Αυτός ή Αυτή: Το να κατανοείς τα συναισθήματα χρειάζεται πολλή και σκληρή δουλειά!
Περιοριστικές και Προωθητικές δυνάμεις
Όταν το ζευγάρι έχει επιλέξει το σύστημα που αισθάνεται ότι λειτουργεί καλύτερα για αυτούς, προσδιορίζουν τα πράγματα που κάνει καθένας ώστε να λειτουργεί το σύστημα, και αυτά που το παρεμποδίζουν. Ο θεραπευτής θα ελκύσει την προσοχή τους σε όλους τους τρόπους με τους οποίους συνεργάζονται επιτυχημένα, καθώς και στο γεγονός ότι ο ευκολότερος τρόπος για να πετύχουν μια αλλαγή είναι να κάνουν λιγότερα από αυτά που στέκονται εμπόδιο- παρά να προσπαθούν να «βελτιώσουν» αυτά που ήδη κάνουν. Αυτό εισάγει το μοντέλο του «πεδίου ισχύος», το οποίο η Κατάρτιση Συστημικής Προσέγγισης έχει προσαρμόσει από τον Kurt Lewin (1951).
Πολλά από τα ακόλουθα παραδείγματα παρουσιάζονται ως πεδία ισχύος. Δουλεύοντας με το ζευγάρι ώστε να αντιληφθούν το σύστημά τους ως πεδίο ισχύος, τους δίνει τη δυνατότητα να επιλέξουν εύκολα τα επόμενα βήματα προς την αλλαγή: ορίζοντας ποιες περιοριστικές δυνάμεις χρειάζεται να αποδυναμώσουν, ώστε να αλλάξουν το σύστημά τους.
ΠΕΔΙΟ ΙΣΧΥΟΣ (Εργασιακό Σύστημα)
**Προωθητικές Δυνάμεις **
Η μητέρα και ο πατέρας κάνουν μπάνιο το μωρό από κοινού
Περιοριστικές Δυνάμεις
Ο άντρας προτείνει σεξ
** ΠΕΔΙΟ ΙΣΧΥΟΣ (Γονεϊκό Σύστημα)**
**Προωθητικές Δυνάμεις **
Ο σύζυγος απασχολείται με το μπλοκ επιταγών
Περιοριστικές Δυνάμεις
Η μητέρα απασχολείται με την κατασκήνωση του γιου
FORCE FIELD (Intimacy System)
**Προωθητικές Δυνάμεις **
Η επανόρθωση «ουπς, γλίστρησα πάλι στο ρόλο μου του εκβιαστή»
Περιοριστικές Δυνάμεις
Το να πεις «αν με αγαπούσες δεν θα το έκανες»
FORCE FIELD (Interpersonal System)
**Προωθητικές Δυνάμεις **
ακόμα δυσκολεύομαι να αφήσω χώρο όταν μιλάω για σένα
Περιοριστικές Δυνάμεις
Αυτό ξαναπέστο
Ασύμβατοι Ρόλοι
Η διεργασία διερεύνησης του τρόπου που λειτουργούν οι σχέσεις των ρόλων τους θέτει τα θεμέλια για την αντιμετώπιση μιας από τις πιο κοινές πηγές συγκρούσεων στο γάμο, που είναι η προσέγγιση από ασύμβατους ρόλους.
Για παράδειγμα, όπως περιγράφεται παραπάνω, όταν ο ένας σύντροφος πλησιάζει τον άλλον ως ενδιαφερόμενος γονέας ενώ ο άλλος προσπαθεί να φέρει σε ισορροπία το μπλοκ των επιταγών, οι δύο ρόλοι είναι ασύμβατοι και εισάγουν μία σύγκρουση, η οποία εάν ο ένας ή και οι δύο την πάρουν προσωπικά, θα είναι δύσκολο να επιλυθεί. Εάν αντ’ αυτού, οι σύντροφοι μπορέσουν να αναγνωρίσουν ότι η σύγκρουση που έχουν προέρχεται από συγκρουόμενους ρόλους, όχι από προσωπική ασυμβατότητα, είναι πολύ πιθανό να αποφύγουν να κολλήσουν στη σύγκρουση.
Είναι κοινή λογική να αναγνωρίσουν, για παράδειγμα, ότι συνήθως δεν είναι καλή ιδέα να έχεις ρομαντική συμπεριφορά όταν ο άλλος φέρνει σε ισορροπία το μπλοκ των επιταγών ή μαγειρεύει το δείπνο της οικογένειας- ή την ώρα που κάνεις έρωτα, να πεις για τις ανησυχίες σου για τα παιδιά ή τα οικονομικά.
Ο προσανατολισμός σε αυτούς τους λειτουργικούς ρόλους σε ένα γάμο, επίσης διακόπτει την τρέχουσα τάση να ερμηνεύεται το παρελθόν με όρους δυσκολιών της παιδικής ηλικίας. Η Κατάρτιση Συστημικής Προσέγγισης αποθαρρύνει ένα ζευγάρι από το να δουλέψει το πώς καθένας από τους δύο εισάγει στο γάμο δυσλειτουργικές σχέσεις ρόλων από το παρελθόν, έως ότου το ζευγάρι να μπορέσει να επικοινωνήσει με τρόπους που δημιουργούν μία συναισθητική, προσανατολισμένη στην πραγματικότητα και την επίλυση προβλημάτων προσέγγιση μεταξύ τους. Τότε και μόνο τότε, ενθαρρύνονται να διερευνήσουν τους ρόλους- κλειδαριές που υπάρχουν σε όλες τις στενές σχέσεις, όταν ο καθένας παρουσιάζει το χειρότερο στον άλλον.
Ρόλοι και Ρόλοι κλειδαριές ( Role- locks)
Οι συνήθεις ρόλοι είναι σχετικά κλειστά υπο-συστήματα εντός κάθε προσώπου που σχετίζονται περισσότερο με ένα παρελθοντικό πλαίσιο παρά με το παρόν. Οι συνήθεις ρόλοι σχετίζονται με πρώιμες προσαρμογές και χαρακτηρίζονται από προβλέψιμους τρόπους σκέψης, αντιμετώπισης του κόσμου, αντιμετώπισης των άλλων, συναισθήματα και συμπεριφορές (αυτό είναι συχνά γνωστό ως καταναγκασμός της επανάληψης). Όποτε τα ζευγάρια εγκλωβίζονται σε συνήθεις ρόλους, έχουν μικρές πιθανότητες να σχετιστούν στο παρόν πλαίσιο του γάμου τους και να αναλάβουν από κοινού τους συντροφικούς τους ρόλους. Για παράδειγμα, όταν η Jane υπέπεσε στον οικείο της «τα καταφέρνω καλύτερα» ρόλο, θα θεωρούσε ότι ήξερε ποιο ήταν το καλύτερο, θα ένιωθε περιφρονητικά για τις διαφορές του συντρόφου της και θα συμπεριφερόταν με συγκατάβαση. Η προέλευση του ρόλου της σχετιζόταν με το ότι ήταν μεγαλύτερη αδελφή. Ή ο ρόλος του συζύγου της ως αγανακτισμένα υποταγμένου, όπου ο Dick ένιωθε ότι έπρεπε να συμβιβαστεί για να διατηρηθεί η ειρήνη, ακόμα κι αν το έβλεπε διαφορετικά (είχε μάθει αυτόν το ρόλο στην πρώιμη σχέση με την κυριαρχική μητέρα του). Η ιδέα των συνηθισμένων ρόλων γίνεται εύκολα κατανοητή από τα περισσότερα ζευγάρια και σε ένα καλό κλίμα, είναι σχετικά εύκολο να αναγνωρίσει καθένας τους ρόλους του και να δει πώς σχετίζονται με την ανταπόκριση στο σύντροφο κάποιου στο παρόν. Είναι σημαντικό να επαναλάβουμε ότι ο θεραπευτής στην Κατάρτιση Συστημικής Προσέγγισης δουλεύει με αυτούς τους ρόλους μόνο όταν το ζευγάρι έχει αποβάλει τις άμυνες «παλεύω -φεύγω» (fight-flight) (οι φάσεις ανάπτυξης συζητούνται στη συνέχεια σε αυτό το άρθρο) και έχουν εγκαθιδρύσει μεταξύ τους ένα επικοινωνιακό κλίμα με ενσυναίσθηση καιέλεγχο της πραγματικότητας.
Οι συνήθεις ρόλοι είναι ιδιαίτερα κοινοί όταν το ζευγάρι αρχίζει να δουλεύει με τις αντιδράσεις τους στις διαφορές του άλλου. Υπάρχουν δύο περιοριστικές δυνάμεις που τείνουν να έρχονται στην επιφάνεια αυτήν τη στιγμή. Η μία είναι η μαζοχιστική κατάθλιψη η οποία εμφανίζεται όταν η παρόρμηση να εκδικηθείς το σύντροφό σου για τις διαφορές του/ της στρέφεται στον εαυτό με αυτοκατηγορία. Η άλλη είναι η εχθρική αγανάκτηση η οποία εκφράζει την ενόχληση, είτε με σιωπηλούς, εσωτερικούς εμμονικούς φιλιππικούς, ή με κατηγορίες και κακοποίηση. Στο βελτιωμένο επικοινωνιακό κλίμα που εγκαθιδρύεται δουλεύοντας με τους θετικούς και λειτουργικούς ρόλους, είναι πιθανό το ζευγάρι να αναγνωρίσει τις αμοιβαίες αποκρίσεις στους ρόλους. Η Κατάρτιση Συστημικής Προσέγγισης τους ονομάζει «Role-locks» καθώς οι ρόλοι του καθενός προκαλούν και εισάγουν αμοιβαίους ρόλους στον άλλον. Για παράδειγμα, όταν η Jane μπαίνει στο ρόλο «τα καταφέρνω καλύτερα», ο Dick μπαίνει στο ρόλο του «δεν τα καταφέρνω» και του συμμορφούμενου. Το να αναγνωρίσουν το «ρόλο-κλειδαριά» είναι ένα σημαντικό βήμα στο να αναπτύξουν την ικανότητα να διερευνήσουν τις αντιδράσεις τους, παρά να τις εκδραματίσουν με οικεία συμπεριφορικά πρότυπα. Οι κοινοί «role-locks» περιλαμβάνουν τον κατήγορο και τον κατηγορούμενο, τον «εισαγγελέα» και τον ένοχο, την πρόσωπο με πρόσωπο μάχη με φωνές, τον σιωπηλό κατσούφη και αυτόν που πιέζει. Συνήθως επίσης, ενστικτωδώς κάνει νόημα σε ένα ζευγάρι, ότι ο συνήθης ρόλος ενός προσώπου εύκολα προκαλεί ένα αμοιβαίο ρόλο στο σύντροφό του. Αναγνωρίζοντας ότι οι αυτοί οι αμοιβαίοι ρόλοι αποτελούν περισσότερο ένα ντουέτο παρά ατομικά προβλήματα διευκολύνεται περισσότερο η διερεύνησή τους παρά η εκδραμάτισή τους. Η διερεύνηση προλειαίνει το δρόμο για να μάθουν να αναιρούν τους «role-locks» που περιορίζουν το σύστημα του γάμου τους (Agazarian, 1997). Οι «role-locks» είναι ένα βασικό μέρος των προκλήσεων του γάμου ενός ζευγαριού και περιέχουν τον αγώνα για δύναμη και έλεγχο, παρόμοιοι με αυτό που ο Gottman (1994) και οι Johnson, Hunsley, Greenberg, και Schindler (1999) έχουν περιγράψει ως καταστροφικά πρότυπα αλληλεπίδρασης.
Στο επίπεδο του συστήματος, οι «role-locks» περιέχουν τις συζυγικές συγκρούσεις και σταθεροποιούν και εστιάζουν το γάμο σε προβλεπόμενα πρότυπα συμπεριφοράς. Η αποδυνάμωση των «role-locks» βρίσκεται στην καρδιά της θεραπείας ζεύγους. Αργότερα στη θεραπεία, αφού έχουν αποδυναμωθεί οι «role-locks», αρχίζει η δουλειά με τις βαθύτερες προβλητικές ταυτίσεις που υπόκεινται των ρόλων αυτών και συνδέονται με την ιστορική καταγωγή τους και τα πρώιμα πρότυπα συναισθηματικού δεσμού. Αυτός είναι ο πυρήνας της δουλειάς στη φάση (περιγράφεται αργότερα) που επιτρέπει την αυξημένη ικανότητα στο σύστημα των ζευγαριών για αποχωρισμό και εξατομίκευση στη σύμπραξη του γάμου τους και τους ρόλους του.
Ο ρόλος του θεραπευτή και η αποδυνάμωση των περιοριστικών του δυνάμεων
Καθώς ο γάμος είναι ένα σύστημα που φτιάχνεται από τους δύο συντρόφους που βρίσκονται μέσα σε αυτό, έτσι και το θεραπευτικό σύστημα φτιάχνεται από τους τρεις συμμετέχοντες σε αυτό, το ζευγάρι και το θεραπευτή. Όπως και σε ένα γάμο, οι συμμετέχοντες έχουν διαφοροποιημένους ρόλους στο θεραπευτικό σύστημα. Ο ρόλος όλων των συστημικών θεραπευτών είναι να εισάγουν τη συστημική δομή. Η δομή καθοδηγεί τη συμπεριφορά των μελών που εργάζονται σε αυτήν. Ο ρόλος του ζευγαριού είναι να επιλέξει πώς θα κατευθύνει την ενέργειά τους μέσα στη δομή. Συνεπώς, καθένας έχει διαφορετικούς ρόλους και διαφορετικούς στόχους.
Ο θεραπευτής διαχειρίζεται τη δομή αρχικά εισάγοντας μια λειτουργική υπο-ομαδοποίηση, δεξιότητες για τη μείωση των περιοριστικών δυνάμεων του άγχους, της έντασης και του διαβάσματος της σκέψης, και κυρίως, εισάγοντας τη δομή για να μπει «το μαχαίρι στο κόκκαλο». Ο θεραπευτής επισημαίνει ότι ένα τέτοιο μαχαίρι στο κόκκαλο μπαίνει σε κάθε σύγκρουση, και ρωτά «από που θέλετε να ξεκινήσουμε;». Το ζευγάρι επιλέγει ποια στιγμή θέλει να διερευνήσει. Έτσι, ο θεραπευτής παρέχει τη δομή και το ζευγάρι επιλέγει τι θα διερευνήσει και το διερευνά με τέτοιο τρόπο ώστε η ενέργεια για την αλλαγή εδρεύει στο ζευγάρι. Αυτό μειώνει τον κίνδυνο του ζευγαριού να εξαρτηθεί ή να υποταχθεί στο θεραπευτή.
Μία αναπόφευκτη περιοριστική δύναμη για το θεραπευτή είναι το να ταχθεί με κάποια πλευρά. Ανθρώπινα, είναι ευκολότερο να έχεις ενσυναίσθηση με το πρόσωπο στο ζευγάρι που μοιάζει περισσότερο με το θεραπευτή, και πιο δύσκολο να νιώσεις ενσυναίσθηση για κάποιον που είναι περισσότερο διαφορετικός. Η δομή στην Κατάρτιση Συστημικής Προσέγγισης διατηρεί μία διαρκή διάκριση μεταξύ ομοιοτήτων και διαφορών, και μία συνειδητότητα ότι είναι παγκόσμια ανθρώπινη τάση να απομακρύνεσαι από τις διαφορές και να προσεγγίζεις τις ομοιότητες. Οι συστημικές τεχνικές που διαχειρίζονται αυτήν την φυσική πρόκληση είναι η λειτουργική υπο-ομαδοποίηση: η μέθοδος στην οποία είναι εκπαιδευμένοι όλοι οι θεραπευτές της Κατάρτισης Συστημικής Προσέγγισης (Agazarian, 1997). Συνεπώς, καθοδηγούμενος από την υπο-ομαδοποιημένη δομή, ο θεραπευτής εμμέσως και σκόπιμα συνηχεί και με τις δύο πλευρές σε κάθε διαμάχη, και δεν κρίνει κανέναν.
**Φάσεις στην εξέλιξη του συστήματος **
Αναπόσπαστη με τη συστημική σκέψη είναι η υπόθεση ότι όλα τα συστήματα εξελίσσονται με το χρόνο από απλούστερα σε πιο περίπλοκα, και ότι, σε όλα τα ζωντανά ανθρώπινα συστήματα, η εξέλιξη ακολουθεί μια προβλέψιμη ακολουθία φάσεων. Η Κατάρτιση Συστημικής Προσέγγισης θεωρεί κάθε φάση της εξέλιξης ως ένα διαφορετικό πλαίσιο. Το πλαίσιο της φάσης επηρεάζει ποιες περιοριστικές δυνάμεις μπορούν να τροποποιηθούν από το ζευγάρι και ποιες από αυτές το ζευγάρι δεν είναι έτοιμο να περιορίσει ακόμα. Για παράδειγμα, είναι πρώιμο να ελαττωθούν οι «role-locks» προτού το ζευγάρι μάθει να μην παίρνουν ο ένας τον άλλον προσωπικά (το οποίο συμβαίνει στη μεταβατική φάση μεταξύ μάχης και φυγής) ή προτού μάθουν τη διάκριση μεταξύ αντίληψης και προβολής (όταν αναιρείται το διάβασμα της σκέψης στη φάση της φυγής).
Οι φάσεις εξέλιξης του συστήματος της Κατάρτισης Συστημικής Προσέγγισης είναι ένας χάρτης που ισχύει για όλα τα ζωντανά ανθρώπινα συστήματα και χαρτογραφεί το μονοπάτι της εξέλιξης μέσα από τρεις βασικές φάσεις. Η πρώτη φάση είναι προσανατολισμένη γύρω από θέματα ισχύος και ελέγχου σχετικά με την εξουσία του ίδιου και των άλλων, και ονομάζεται Φάση της Εξουσίας. Η δεύτερη φάση (που) είναι προσανατολισμένη γύρω από τα θέματα του αποχωρισμού και της εξατομίκευσης που συμβαίνουν κατά την ανάπτυξη της διαπροσωπικής οικειότητας, κατάλληλα ονομάζεται η φάση της οικειότητας. Η τρίτη φάση, η Φάση Εργασίας, είναι προσανατολισμένη προς τις προκλήσεις της εφαρμογής στην πράξη αυτών που κάποιος έχει κατανοήσει και ενσωματώσει καθώς εργάζεται στις δύο πρώτες φάσεις (Agazarian & Gantt, 2003. Agazarian 1999, 1997, 1994, 1981, Bennis και Shepard, 1957).
Φάση I: Εξουσία.
Στη φάση της Εξουσίας, τα μείζονα ζητήματα είναι η ισχύς και ο έλεγχος καθώς και ο αγώνας να υφίσταται ο καθένας, βλέποντας τον άλλο από ένα ρόλο υπάκουου ή εριστικού. Το ζευγάρι μπορεί είτε επιμελώς να αγνοεί και να αποφεύγει τις διαφορές του («Μη μου τους κύκλους τάραττε») ή να τις διαχειρίζεται μαλώνοντας, εστιάζοντας μόνο στο να μάχονται για τις διαφορές τους και να κατηγορούν ο ένας τον άλλο ή τον εαυτό τους. Στο μεσαίο τμήμα της φάσης αυτής, η εργασία με τους «role-locks» αρχίζει και η φάση τελειώνει με μια κρίση μίσους στην οποία κάθε άτομο στο ζευγάρι είναι πεπεισμένο ότι το μόνο πρόβλημά του είναι ο άλλος, και ότι για να επιβιώσουν πρέπει να «σκοτώσουν» τον άλλο. Σε αυτό το σημείο έρχονται στην επιφάνεια θέματα διαζυγίου, και στην επιτυχημένη θεραπεία, μπορούν αντ’ αυτού να τα εμπεριέξουν και να τα επεξεργαστούν (Τα καλά νέα, είναι ότι η επεξεργασία του μίσους οδηγεί σε επίγνωση και οικειότητα).
Σε αυτή την πρώτη φάση η εργασία του ζευγαριού είναι να φέρει στην επιφάνεια και να διερευνήσει την τάση να αναλάβουν ρόλους στους οποίους είναι υπάκουοι ή εριστικοί ο ένας με τον άλλο, όταν ο ένας από τους δύο ή και οι δύο στο ζευγάρι βιώνουν τον άλλον ως αυτόν που τους λέει τι να κάνουν. Διερευνώντας αυτές τις τάσεις, και κατανοώντας πώς προσκαλούν ο ένας τον άλλο σε δυσπροσαρμοστικούς «role-locks» τους δίνει μία επιλογή μεταξύ του να εκδραματίσουν τους μη λειτουργικούς ρόλους τους, ή να ανακαλύψουν πώς να βγουν από αυτούς να επιστρέψουν στους λειτουργικούς ρόλους στο γάμο τους. Το σημείο αιχμής είναι η κρίση μίσους. Η Κατάρτιση Συστημικής Προσέγγισης θεωρεί ότι υπάρχουν δύο μεγάλες προκλήσεις στο γάμο: η επιβίωση από το μίσος και η επιβίωση από την αγάπη! Η επιβίωση από το μίσος και η νομιμοποίηση της επιθετικότητας επιτρέπει το ζευγάρι να αντιμετωπίσει τον αποχωρισμό και την εξατομίκευση που προκύπτουν στη φάση της οικειότητας.
Φάση ΙΙ: Οικειότητα
Στη δεύτερη φάση (που ονομάζεται η φάση της οικειότητας), το ζευγάρι αρχίζει να έρχεται στην πραγματικότητα. Το έργο της οικοδόμησης μιας σχέσης είναι πολύ διαφορετικό από την περίοδο του μέλιτος στην οποία ο καθένας έχει βρει την αδελφή ψυχή του/της. Στην πραγματικότητα, όμως, θα πρέπει να ανακαλύψουν τις διαφορές, και ότι τότε είναι που αρχίζει το πρόβλημα (και συχνά αυτό που τους φέρνει σε θεραπεία). Η πραγματικότητα είναι ότι εμείς τα ανθρώπινα όντα μισούμε τις διαφορές τόσο όσο αγαπάμε τις ομοιότητες. Σε αυτή τη φάση, το ζευγάρι έρχεται να αναγνωρίσει ότι μερικές φορές μισούν και μερικές φορές αγαπούν, και (ότι) οι δύο εμπειρίες είναι μέρος ενός καλού γάμου.
Το έργο του αποχωρισμού-εξατομίκευσης απαιτεί την αναγνώριση των διαφορών στο φαινομενικά παρόμοιο και των ομοιοτήτων στο φαινομενικά διαφορετικό. Αυτές οι προκλήσεις θα αναπαρασταθούν με διαφορετικό τρόπο σε κάθε σχέση. Για κάποιους, είναι δύσκολο να αντέξουν τις διαφορές μεταξύ τους και με τον άλλον, και θα έχουν την τάση να λαχταρούν όλο και μεγαλύτερη κοντινότητα. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μια μη αναγνωρίσιμη συμβιωτική σχέση, αν και οι δύο δυσκολεύονται να αποχωριστούν, ή μπορεί να οδηγήσει σε μια σχέση στην οποία ο ένας αισθάνεται αποπνικτικά και πάντα απομακρύνεται, ενώ ο άλλος ανταποκρίνεται με ολοένα και πιο απελπισμένες απόπειρες για εγγύτητα. Με τις διαστάσεις της υπερ-εξατομίκευσης, η δυσκολία στην αναγνώριση ομοιοτήτων αφήνει τον άλλον να αισθάνεται απορριπτέος. Αυτό είναι ιδιαίτερα αληθές για ζευγάρια όπου ο ένας θέλει να είναι συναισθηματικά κατανοητός και ο άλλος δεν θέλει να ενοχλείται συνεχώς. Όταν και οι δύο στο ζευγάρι δίνουν υπερβολική έμφαση στις διαφορές, το ζευγάρι συμβιβάζεται σε έναν απόμακρο και σχετικά ασύνδετο γάμο. Στην Κατάρτιση Συστημικής Προσέγγισης το ζευγάρι προετοιμάζεται προσεκτικά, μέσα από την εξερεύνηση των δικών τους «role-locks», για αναγνώριση και αποδοχή των δύο πλευρών της παιδικής ηλικίας: της γοητευτικής που λαχταρά εμπερίεξη, παρηγοριά και αγάπη, και της μοναχικής που βιώνεται ως αποξένωση και απόγνωση.
Φάση ΙΙΙ: Εργασία, παιχνίδι και αγάπη.
Στην τρίτη και βασική φάση του γάμου, το ζευγάρι αντιμετωπίζει την πραγματικότητα ότι δεν μπορούν ποτέ να έχουν τη φανταστική σχέση που θέλουν, αλλά μόνο τη σχέση που μπορούν να κάνουν. Όταν τα ζευγάρια επιβιώσουν από αυτήν τη μετάβαση, είναι σε καλύτερη θέση να αγαπήσουν, να εργαστούν και να παίξουν με τον άλλο και ξανασυνδέονται από μία διαχωρισμένη και εξατομικευμένη θέση.
Είναι σε αυτή τη φάση που αναπτύσσεται το διαπροσωπικό σύστημα και στη διεργασία αυτής της ανάπτυξης, το ζευγάρι κατανοεί τα βαθύτερα επίπεδα των «role-locks» και τις προβολικές ταυτίσεις που τους τροφοδοτούν. Ενώ οι «role-locks» αντιμετωπίζονται πρώτα στη φάση της εξουσίας, και πάλι στη φάση της οικειότητας, είναι σε αυτή τη βασική φάση που τα ζευγάρια αντιμετωπίζουν τους πρώιμους ρόλους συναισθηματικού δεσμού στους οποίους βασίζονται οι «role-locks».
Η Κατάρτιση Συστημικής Προσέγγισης έχει μια ειδική ακολουθία για το έργο αυτό. Ο θεραπευτής ζητά πρώτα κάθε μέλος του ζευγαριού να βρει ένα όνομα για το ρόλο που «τους καταλαμβάνει». Στη συνέχεια, καλούνται να καθορίσουν πόσων χρονών ήταν όταν έμαθαν για πρώτη φορά το ρόλο, και με ποιον. (Οι πρώιμοι «role-locks» αναπτύσσονται τυπικά με έναν σημαντικό άλλο, πιο συχνά τους γονείς, και ακόμη πιο συχνά, τη μητέρα.). Ο θεραπευτής τότε πλαισιώνει το «role-lock» ως λύση σε ένα διαπροσωπικό θέμα: ότι ο σημαντικός άλλος επικοινωνεί στο παιδί πώς να συμπεριφέρεται έτσι ώστε να μπορεί να υπάρχει μια εμπειρία αγάπης μεταξύ τους. Ακόμα κι αν το παιδί (και συχνά και ο ενήλικας) αγανακτεί με το συμβιβασμό, η κατανόηση ότι η αγάπη είναι η ανταμοιβή για το συμβιβασμό, θέτει τα θεμέλια για την αναγνώριση ότι όλες οι διαπροσωπικές σχέσεις απαιτούν συμβιβασμό. Το επόμενο βήμα είναι συχνά μια έκπληξη. Απαιτεί κάθε μέλος του ζευγαριού να αντιμετωπίσει τις πρώιμες αναμνήσεις του από δύο ρόλους: τον ρόλο του ενήλικα και το ρόλο του παιδιού. Στο ρόλο των ενηλίκων, μπορούν στη συνέχεια να ανακαλύψουν πώς να «κρατήσουν» το παιδί, έτσι ώστε το «παιδί» να αισθάνεται ότι εμπεριέχεται και «κρατιέται». Μόλις το «παιδί» αισθανθεί ασφαλές, ο «ενήλικας» ενθαρρύνεται να ρωτήσει πράγματα που αυτός ή αυτή θέλει να ξέρει για την πρώιμη σχέση ρόλου. Είναι σημαντικό για τον «ενήλικα» να έχει ανοικτό μυαλό, καθώς οι απαντήσεις του «παιδιού», είναι συχνά μια έκπληξη. Η μεγαλύτερη έκπληξη είναι ότι ο ενήλικας ανακαλύπτει εκ νέου τη χαρά στη σχέση που συχνά συγκαλύπτεται από την πιο οικεία κατηγόρια και δυσαρέσκεια. Ο στόχος είναι να μετατραπεί το συχνά-ειπωμένο παραμύθι της γονικής αποτυχίας σε μια συνεκτική αφήγηση. (βλ. βιβλιογραφία συναισθηματικού δεσμού).
Το τελικό βήμα στην ανακάλυψη της καταγωγής του δύσκολου ρόλου είναι η απαίτηση του συστήματος να τον τοποθετήσει σε πλαίσιο. Το «παιδί» ερωτάται τι γνωρίζει για τη σχέση που είχαν οι γονείς του με τους δικούς τους γονείς. Το αποτέλεσμα αυτής της πτυχής του έργου θεμελιώνει μία κατανόηση της ευρύτερης εικόνας, της γενεαλογικής αιτιολογίας των ρόλων στην οικογένεια που γεννήθηκαν και αποδίδονται, όχι από τους ανθρώπους, αλλά από τους κανόνες που διέπουν την ιεραρχία του συστήματος.
Βιβλιογραφικές αναφορές
Agazarian, Y. M. (2001) A systems-centered approach to inpatient group psychotherapy. London: Jessica Kingsley Publishers.
Agazarian, Y. (1997) Systems-Centered Therapy for Groups. New York: Guilford.
Agazarian, Y. M. (1992a) ‘A systems approach to the group-as-a-whole.’ International Journal of Group Psychothe¬rapy, 42. 3. 177-203.
Agazarian, Y. M. (1988c) ‘Application of a modified force field analysis to the diagnosis of implicit group goals.’ Unpublished paper delivered at the Third International Kurt Lewin Conference, sponsored by the Society for the Advancement of Field Theory, September 1988.
Agazarian, Y. M. (1968) ‘A theory of verbal behavior and information transfer.’ Dissertation submitted at Temple University.
Agazarian, Y.M., Boyer, G.E., Simon, A., and White, P.F. (1973) Documenting Development (three volumes). Research for Better Schools, Philadelphia.
Agazarian, Y.M. & Gantt, S.P. (2000) Autobiography of a Theory. London and Philadelphia: Jessica Kingsley Publishers.
Festinger, L. (1953). “Informal social communication.” In Cartwright, D., and Zander, A. (eds) Group Dynamics, Research and Theory. New York: Row, Peterson & Co.
Gottman, J. (1994). Why marriages succeed or fail. Fireside.
Johnson, S., Hunsley, J., Greenberg, L.S., & Schindler, D. (1999). The effects of emotionally focused marital therapy: A met-analysis. Clinical Psychology, 6, 67-79.
Lewin, K. (1951) Field theory in social science. New York: Harper & Row.
Shannon, C. E. and Weaver, W. (1964) The Mathematical Theory of Communication. Urbana, Ill: University of Illinois Press.
Simon, A., & Agazarian, Y. M. (1967). SAVI: Sequential Analysis of Verbal Interaction. Philadelphia: Research for Better Schools.
Simon, A. (1993). Using SAVI for Couples' Therapy. Journal of Family Psychotherapy, 4, 39-62.