Μετάφραση: Κάτια Χαραλαμπάκη
Μια εκτενέστερη εκδοχή του παρόντος παρουσιάστηκε ως Robin Skynner Memorial Lecture στο Institute of Family Therapy του Λονδίνου την 23η Ιανουαρίου 2014, με τίτλο Time: the silent guest at the therapeutic table.
Περίληψη
Το άρθρο εξετάζει επιλεγμένες έννοιες του χρόνου από φιλοσοφικές και ανθρωπολογικές απόψεις και τη σχέση τους με την ψυχοθεραπεία, με αναφορά στο έργο των Freud και Palazzoli. Προέρχεται από μια πολύ εκτενέστερη εργασία (Jenkins, 2013) και μπορεί να παρουσιάσει μόνον ορισμένες ιδέες που έχουν αποδειχθεί χρήσιμες, ενώ προτείνει ότι η ψυχοθεραπεία μπορεί να ωφεληθεί από μια πιο συστηματική διερεύνηση των χρονικών προοπτικών της φιλοσοφίας και της ανθρωπολογίας για να ενισχύσει την πρακτική στο πλαίσιο υπαρχόντων θεραπευτικών μοντέλων.
Για επιβεβαίωση αυτής της θέσης, δίδονται σύντομες κλινικές βινιέτες που υποδεικνύουν τρόπους με τους οποίους αυτή η προσέγγιση μπορεί να βοηθήσει. Τα είδη του χρόνου στο τελετουργικό, η θεώρηση της θεραπείας ως τελετουργικού και το τελετουργικό στη θεραπεία ανοίγουν νέα μονοπάτια. Οι έννοιες που υπήρχαν στο Μπαλί για τον κυκλικό χρόνο, που μετρά κυρίως τον συντονισμό των συμβάντων μέσα σε ένα κύκλο, αποτελούν πρόκληση για τα χρονικά μοντέλα της Δύσης. Επίσης, η έμφαση που δίδεται στο betwixt-and-between μεταξύ του betwixt-and-between είναι ένα ακόμη από τα πεδία που θίγονται εδώ.
Λέξεις-κλειδιά
Χρόνος, είδη χρόνου, χρόνος συστήματος, μεταιχμιακό/μεταιχμιακότητα, ανθρωπολογία/φιλοσοφία, τελετουργικό, στιγμή/παρόν/πυκνό παρόν, καταναγκασμός για επανάληψη, ίδιο λογικό σημείο, το Ασυνείδητο/μεταβίβαση
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Τι ώρα είναι τώρα; Το ρολόι μου λέει ότι είναι 7.15 μμ., αλλά τι είναι αυτή η σειρά των αριθμών; Ο Πλάτωνας προτείνει ότι ο χρόνος είναι αριθμός ( Παρμενίδης, 1997). Ο αριθμός εμφανίσεων του ήλιου ή της σελήνης μεταξύ γεγονότων μπορεί να δώσει μια συναίσθηση διάρκειας ή προβλεψιμότητας. Αλλά η ώρα δεν είναι ίδια στο Λονδίνο και στην Τιμισοάρα. Η ηλιακή ώρα (θέση) στον μεσημβρινό του Γκρίνουιτς δεν είναι η ίδια και στο Land’s End. Σε μια περίφημη αποστροφή του ο Άγιος Αυγουστίνος λέει:
«Τι είναι ο χρόνος; Ξέρω αρκετά καλά τι προβλέπεται ώστε κανείς να μην με ρωτάει. Αλλά εάν ρωτηθώ τι είναι και προσπαθήσω να το εξηγήσω, μπερδεύομαι» (Αυγουστίνος, 1961:264).
Τι είδη χρόνου έχουμε; Έχουμε τον Νευτώνειο γραμμικό χρόνο ή το τόξο του χρόνου να ταξιδεύει σε μια ευθεία κατεύθυνση από το παρελθόν στο παρόν. Τον σχετικό χρόνο του Αϊνστάιν. Τον κυκλικό χρόνο των μοτίβων και της επανάληψης. Επεισοδιακό ή διαχρονικό χρόνο. Την παράξενη συγχρονία του παρελθόντος και παρόντος και τη σύγχυση που προκύπτει όταν αυτά συγχωνεύονται. Μια αίσθηση ότι κάποιος είναι εκτός χρόνου. Ή πιθανόν ο χρόνος δεν υπάρχει. Ο Αριστοτέλης θεωρεί (1999: 112) ότι το Τώρα δεν είναι μέρος του χρόνου. Ο Julian Barbour (2000:34) υποστηρίζει: «Η στιγμή δεν είναι στο χρόνο – ο χρόνος είναι στη στιγμή», είναι μια αφαίρεση κατασκευασμένη από τις αλλαγές στα πράγματα. Ο χρόνος μου και ο χρόνος σου μπορεί να διαφέρουν. Μπορεί να μην μοιραζόμαστε την ίδια εμπειρία χρόνου με τον ασθενή μας στην αίθουσα συνεδριών. Αυτό που μοιάζει να λαμβάνει χώρα ταυτόχρονα στους υποκειμενικούς κόσμους του ασθενούς και του ψυχοθεραπευτή μπορεί να είναι ψευδαίσθηση. Πέρα από το προσωπικό μου ενδιαφέρον για τον «χρόνο», οι παραπάνω λόγοι μοιάζουν επαρκείς για να μελετηθεί η φύση του χρόνου και ο χρόνος στη θεραπεία.
Κλινική βινιέτα: Η Τζόι.
Η Τζόι ήταν μια μαύρη ασθενής από την Τζαμάικα που πλησίαζε τα πενήντα. Μετά από περίπου οκτώ συνεδρίες το έβρισκα δύσκολο να παραμένω συνδεδεμένος. Έμοιαζε να έχουμε φτάσει σε ένα άρρητο αλλά πάντοτε παρόν αδιέξοδο. Ρώτησα αν υπήρχε κάτι για το οποίο δεν είχα μιλήσει, τη λευκότητα μου ή τη μαυρίλα της, και μια «κοινή ιστορία σκλαβιάς»; Εκείνη απάντησε με ένα απλό «Ναι». Έτσι μπορέσαμε να μιλήσουμε για ιστορίες γυναικών, τις μνήμες της προγιαγιάς της σε σχέση με τη σκλαβιά της δικής της μητέρας.[1] Διερευνήσαμε μια ακόμα μακρόχρονη κληρονομιά, εκείνη των περιθωριοποιημένων ανδρών που αδυνατούσαν να προστατέψουν τις οικογένειες τους, και τις δυσκολίες του συντρόφου της να τη φροντίσει. Διερευνήσαμε κληρονομιές που εξακολουθούν να τις επεξεργάζονται και σήμερα στη μαύρη και τη λευκή μας κοινότητα.<[2] Γενικότερα, οι κοινωνικο-πολιτικο-πολιτισμικές διαφορές δημιουργούν διαφορετική αντίληψη του χρόνου (Hall, 1989, Levine, 2006). Οι ιστορίες μας και το μη λεκτικοποιημένο παρελθόν υπήρξε πάντοτε «παρόν». Όσο παρέμενε έτσι, αυτό το παρελθόν μπορούσε να μολύνει το παρόν. Ο Kareem μιλάει για «ψυχολογική κατοχή που υπήρξε πολύ πιο επιζήμια από μια μακράς διάρκειας φυσική κατοχή. Κατέστρεψε τον εσωτερικό εαυτό» (Kareem, 2000:33), καθώς «ούτε ο ασθενής ούτε ο θεραπευτής είναι “αθώοι” από ιστορία και μνήμη» (ibid: 23)
ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ
Επιτρέψτε μου να σκιαγραφήσω εδώ το πεδίο μου. Μοιάζει με ένα σημείο συνάντησης, όπως η περιοχή της Φωκίδας όπου τρεις δρόμοι από τη Δαυλίδα, τους Δελφούς και τη Θήβα συναντιούνται, ή αν θέλετε, αποκλίνουν (Vickers, 2007), εκεί όπου ο Οιδίπους σκότωσε τον πατέρα του, τον Λάιο. Είναι ένας σχεδόν μεταιχμιακός (liminal) χώρος που οδηγεί προς και από (μακριά). Όταν ο Οιδίπους εκπλήρωσε την προφητεία βρισκόταν betwixt και between, με το παρελθόν και το μέλλον να συναντιούνται σε ένα μοιραίο παρόν
Σχ.1 Η συνάντηση των τριών οδών
Στον χώρο αυτού του άρθρου μπορώ μόνο να διαλέξω μερικά μοτίβα για να δω αν μπορούν να συναντηθούν στο σημείο της Φωκίδας. Για το παρόν κείμενο επέλεξα περιοχές που τις βρήκα χρήσιμες. Έχω συζητήσει το θέμα αυτό αλλού πιο λεπτομερώς (Jenkins, 2013).
Το υπόβαθρο το περιγράφουν οι Boscolo και Bertrando στο The Times of Time :
«Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον ενώνονται σε έναν αυτοανακλαστικό δακτύλιο. … το παρόν κατέχει μια ειδική θέση σε αυτόν τον δακτύλιο … Μπορεί να συμβεί ένα συγκεκριμένο γεγονός —μια προδοσία, ένα λάθος, ένας πόλεμος, μια απώλεια— να αποκτήσει απόλυτη κυριαρχία. Παρά το πέρασμα του χρόνου, χρωματίζει παρόντα γεγονότα και καθορίζει άκαμπτα τις μελλοντικές δυνατότητες. Είναι σαν ο αυτοανακλαστικός δακτύλιος να έχει σχιστεί για να γίνει μια γραμμική, νομοτελειακή αλυσίδα: το γεγονός “που έχει παρέλθει” έχει τεράστια επίδραση στο παρόν και το μέλλον χωρίς το ίδιο να μεταβάλλεται από αυτά». (Boscolo & Bertrando, 1993: 100-101).
Εδώ συνοψίζεται πολύ κομψά το πεδίο μας, με απόηχους από το Burnt Norton του T.S. Eliot, δηλαδή πώς το παρόν μπορεί να μολυνθεί τόσο πολύ από παρελθόντα γεγονότα ώστε η αλλαγή να φαντάζει αδύνατη. Μοιάζει με το έντομο που διατηρείται σε ένα ατελείωτο παρόν μέσα στο κεχριμπάρι.
Εικ.1. Έντομο σε κεχριμπάρι, Victoria Museum, Αυστραλία
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Σύντομες σκέψεις.
Οι φιλόσοφοι ανέκαθεν ασχολούνταν με το θέμα του χρόνου. Οι δυτικές ιδέες ξεκινούν με το έργο του Παρμενίδη Περί Φύσεως (Geldard, 2007). Ο Παρμενίδης υποστηρίζει ότι η πραγματικότητα είναι μία και η αλλαγή αδύνατη, αφού αν αλλάξει δεν θα είναι πια η ίδια. «Αν παραμείνει η ίδια, τότε δεν αλλάζει. Αν ωστόσο δεν παραμείνει η ίδια, τότε δεν είναι πια εκείνο το πράγμα που έχει αλλάξει» (Popper, 1973: 113). Ο κόσμος των φαινομένων δεν είναι αξιόπιστος.
Ο Heidegger πάσχισε για να καταλάβει τη φύση του Dasein ή της ύπαρξης. Δήλωνε πως ο χρόνος βρίσκεται στη βάση της κατανόησης του κόσμου μας. Λέει: «Η ιστορία της έννοιας του χρόνου, δηλαδή, η ιστορία της ανακάλυψης του χρόνου, είναι η ιστορία του ζητήματος της ύπαρξης των οντοτήτων» (Heidegger, 1992: 141).
Στον εικοστό αιώνα ο υπαρξιστής[3] Merleau-Ponty επεξέτεινε τις ιδέες του Edmund Husserl. Πίστευε πως ο χρόνος γεννήθηκε από τη σχέση μας με τα πράγματα. Ο χρόνος δεν είναι μια διαδοχή από «τώρα» (‘une succession de maintenant’), και ότι τα στρώματα χρόνου γίνονται παχύτερα (‘la couche dutemps…s’épaissit’) (Merleau-Ponty,2011:478),παρότι για πολλούς ασθενείς η ζωή βιώνεται επεισοδιακά σαν να μην υπάρχει αφηγηματική χρονική σύνδεση. Οι χρονικές περιγραφές στη φιλοσοφία δεν είναι πάντα σχετικές με την ψυχοθεραπεία αφού αφορούν κυρίως το φυσιολογικό. Η αφηγηματική έμφαση του Paul Ricoeur (1980, 1984, 1985, 1988, 2000), αποτελεί αξιοσημείωτη εξαίρεση. Ο Sartre απηχεί πολλές από τις ιδέες του Ricoeur:
«Η χρονικότητα είναι εμφανώς μια οργανωμένη δομή και τα τρία “υποτιθέμενα” χρονικά της στοιχεία, παρελθόν, παρόν, μέλλον, δεν θα πρέπει να ιδωθούν ως συλλογή “δεδομένων”, από τα οποία φτιάχνουμε ένα σύνολο – για παράδειγμα μια σειρά από “τώρα” από τα οποία άλλα δεν είναι ακόμα, άλλα δεν είναι πια – αλλά ως στιγμές δομημένες από μια αρχική σύνθεση» (Sartre, 1943: 145).[4]
Όπως προειδοποιούν οι Sartre και Merleau-Ponty, δεν θα πρέπει να αποδομούμε το χρόνο σε συστατικά του μέρη αλλά να βλέπουμε στιγμές δομημένες μέσω μιας σύνθεσης.
ΠΛΑΤΩΝΑΣ ΚΑΙ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ
Ο Πλάτωνας περιγράφει στον Παρμενίδη τη «στιγμή» ως μια ενδιάμεση κατάσταση, ούτε παρελθούσα ούτε μέλλουσα.
«…Γιατί ένα πράγμα δεν αλλάζει από την ηρεμία ενώ η ηρεμία συνεχίζεται, ή από την κίνηση ενώ η κίνηση συνεχίζεται. Μάλλον, αυτό το αλλόκοτο πλάσμα, η στιγμή, ενεδρεύει ανάμεσα στην κίνηση και την ηρεμία – χωρίς να είναι σε κανένα χρόνο. … Αλλά αλλάζοντας, αλλάζει σε μια στιγμή, και όταν αλλάζει, δεν θα υπάρχει σε κανένα χρόνο, και μόνο τότε δεν θα ήταν ούτε στην κίνηση ούτε στην ανάπαυση.» (Πλάτων, 1997: 388.)
Θέλω να προτείνω ότι αυτή η αγνοημένη «στιγμή» στον Παρμενίδη του Πλάτωνα προσφέρει έναν παραγνωρισμένο τρόπο τοποθέτησης της αλλαγής στη θεραπεία σε αυτές τις φαινομενικά αντιφατικές στιγμές «σε κανέναν χρόνο» ενώ «μετέχουμε του χρόνου». Αυτή η στιγμή «σε κανέναν χρόνο» μπορεί να είναι μια διαζευκτική στιγμή που αποσυνδέει το προηγουμένως γνωστό από ένα στο μετέπειτα άγνωστο σε ένα συγκεκριμένο είδος χρόνου. Αυτή η αόρατη στιγμή έχει παραμεληθεί ως στιγμή έξω από τον χρόνο, έξω από τον χρόνο που προωθεί την αλλαγή.
Κλινική βινιέτα: Τζέιν
Επιτρέψτε μου να περιγράψω μια φαινομενικά ασήμαντη στιγμή στη θεραπεία. Το θέμα ήταν αν η Τζέιν θα μου επέτρεπε να κρατήσω το παλτό της καθώς έφευγε, αφού για να το κάνει θα έπρεπε να γυρίσει την πλάτη ώστε να φορέσει και το δεύτερο μανίκι. Αυτό απαιτούσε κάποιον βαθμό εμπιστοσύνης, που για την Τζέιν σήμαινε το να αντικρύσει τους χειρότερους φόβους της σχετικά με την απώλεια ελέγχου, σε ένα πλαίσιο σχεδόν πενήντα χρόνων φυσικής και σεξουαλικής κακοποίησης από τους γονείς της. Θα ξαναγυρίσω στην ιστορία της αργότερα.
Σε μια διερευνητική συνέντευξη σχετικά με τις εμπειρίες της, ρώτησα τι θα συνέβαινε:
Τζέιν: «Όταν δεν μπορούσα να σας επιτρέψω να το κάνετε, σκεφτόμουνα, άραγε, πόσο δύσκολο μπορεί να είναι; ...Υπήρχε πριν ένα σημείο όπου ήταν εντελώς αδύνατο. Μετά ... μου αποσπάσατε την προσοχή, τόσο όσο να μπορέσω να το κάνω, καθώς λοιπόν δεν καλο-πρόσεχα, γιατί με κάνατε να σκέφτομαι κάτι άλλο, ... συγκεντρωνόμουνα σ’ αυτό που μου λέγατε και όχι σε αυτό που επρόκειτο να συμβεί. Κατά κάποιον τρόπο, για μια στιγμή δεν ήμουν ακριβώς εκεί, και έτσι έγινε. Και ήταν καλό.»
Η Τζέιν περιγράφει την προσεκτικά χρονομετρημένη από μένα απόσπαση της συνειδητής προσοχής της που την έβαλε προς στιγμήν σε ένα διαφορετικό χρονικό χώρο. Όταν «δεν ήταν ακριβώς εκεί», όταν ήταν έξω από τον «κοσμικό χρόνο»’, ένα χρόνο γνωστικής συνειδητοποίησης, ήταν ελεύθερη να γυρίσει την πλάτη της και να μου επιτρέψει να κρατήσω το παλτό της.
Αυτό το περιστατικό συνέβη εκτός «θεραπείας» στην αίθουσα αναμονής, ανάμεσα στην αίθουσα συνεδριών και τον έξω κόσμο. Είναι ένας φυσικός ενδιάμεσος χώρος, ανάμεσα στην αποχώρηση από τη θεραπεία και την επιστροφή στον εξωτερικό κόσμο. Όσο κι αν ήταν απλό, το σχεδίασα ως παραστατικό γεγονός, μην περιγράφοντας τη στιγμή ως «τελετουργικό» ή «θεραπεία» και κάνοντάς το έτσι ακόμα πιο απροσδιόριστο. Μέρος του περισπασμού προϋπόθετε την ενεργή μου παιχνιδιάρικη διάθεση, που συνεπώς άλλαζε το πλαίσιο. Σε αυτό το πλαίσιο, η καθημερινή πράξη του να βοηθήσω την Τζέιν με το παλτό της γίνεται μεγαλειώδης («ιερή»).
Αυτό το ενδιάμεσο στάδιο είναι μεταιχμιακό [liminal], από το λατινικό limen —κατώφλι, και δεν υπάρχει πλήρως σε χώρο ή χρόνο. Το κατώφλι ανάμεσα σε δύο δωμάτια είναι αμφίσημο, δεν ανήκει σε κανένα χώρο, όπως ο Ιανός, ο διπρόσωπος θεός των Ρωμαίων στα ανοίγματα της πόρτας που κοιτάζει και στις δύο κατευθύνσεις, παρών και μη παρών (Εικ. 2). Θα συζητήσω το μεταιχμιακό και το τελετουργικό αργότερα.
Εικ. 2. Ιανός, θεός των Θυρών. Μουσείο του Βατικανού
Ο Αυγουστίνος περιγράφει διαφορετικά είδη παρόντος. Θεωρεί ότι υπάρχει μόνο το παρόν:
«…δεν είναι απόλυτα αληθές ότι υπάρχουν τρεις χρόνοι, παρελθόν, παρόν και μέλλον. Ίσως είναι πιο σωστό να ειπωθεί ότι υπάρχουν τρεις χρόνοι, ένα παρόν των παρελθόντων πραγμάτων, ένα παρόν των παρόντων πραγμάτων, ένα παρόν των μελλοντικών πραγμάτων… Το παρόν των παρελθόντων πραγμάτων είναι η μνήμη, το παρόν των παρόντων πραγμάτων είναι η άμεση αντίληψη, το παρόν των μελλοντικών πραγμάτων είναι η προσδοκία ...» (Αυγουστίνος, 1961: 269).
Από αυτή την άποψη, οι χρόνοι είναι κατασκευάσματα του νου, φαινόμενα της συνείδησης και της ικανότητάς μας για αυτοστοχασμό. Όπως ξέρουμε, στη θεραπεία συχνά είναι πολύ δύσκολο να είμαστε στο παρόν των παρόντων πραγμάτων. Θα επανέλθω σε αυτό παρακάτω.
EDMUND HUSSERL
Κλινική βινιέτα: Μπιλ
Ο Μπιλ είχε μια δύσκολη σχέση με τη μητέρα του, που την ένιωθε να μην τον αγάπησε ποτέ για αυτό που ήταν, και μια συναισθηματικά απούσα σχέση με τον πατέρα του. Μια μέρα ο Μπιλ μπήκε στην κουζίνα και βρήκε τη γυναίκα του να φτιάχνει μια τούρτα για τα γενέθλια της κόρης τους. Ο συνδυασμός του ψησίματος της τούρτας για μιαν αγαπημένη κόρη και της μυρωδιάς που ανέδιδε η τούρτα τού θύμισε έντονα τη μητέρα του και τη συναισθηματική παραμέληση που είχε βιώσει: έφυγε απότομα απ’ την κουζίνα, πήγε στο δωμάτιο του κι έμεινε κάτω από το πάπλωμα όλο το απόγευμα.[5]
Με αυτό κατά νου έρχομαι στον Edmund Husserl, ο οποίος βάλθηκε να διερευνήσει το θέμα του χρόνου χωρίς προϋποθέσεις, ως μέρος του υπαρξιστικού φαινομενολογικού κινήματος. Ο Gell (1992: 221) μιλά για τoν «αξιοσημείωτο απολογισμό της “ψυχολογίας της συνείδησης του εσωτερικού χρόνου”» από τον Husserl. Ο Husserl περιγράφει το ενδιαφέρον του για τα είδη χρόνου και όχι για την ατομική εμπειρία,
«… το φαινομενολογικό καθήκον είναι να αναλυθεί το νόημα, το “υλικό”, και το “περιεχόμενο” της αναπαράστασης του χρόνου – συγκεκριμένα, όσον αφορά τα ουσιαστικά του είδη και ασφαλώς όχι σε σχέση με κάθε ατομική περίπτωση που μπορεί να αναφερθεί.» (Husserl, 1991: 194).Εδώ εστιάζω στο πυκνό παρόν. Ο Dostal (1993: 146-7) αναφέρει: «μπορούμε να πούμε ότι το παρόν είναι “πυκνό” στο βαθμό που, εντός του παρόντος, βρίσκουμε τόσο το παρελθόν όσο και το μέλλον. Αυτό σημαίνει ότι βρίσκουμε σ’ αυτό και τις τρεις διαστάσεις του χρόνου». Σε κάθε παρούσα στιγμή υπάρχει το παρόν, στοιχεία του παρελθόντος (μνημονική διατήρηση), και το μέλλον (protention/προεξόφληση). Αυτό μπορεί να παρασταθεί ως εξής:
Σχ. 2. Οι retentive και protentive πλευρές αποτελούν συστατικά στοιχεία του παρόντος, δημιουργώντας ένα ‘παχύ’ παρόν
Διατήρηση, παρούσα στιγμή και προεξόφληση συγκροτούν την κάθε στιγμή. Η "διατήρηση" διαφέρει από την ενεργή μνήμη, η οποία απαιτεί συνειδητή ανάκληση, όπως και το όχι-ακόμη-παρόν της "προεξόφλησης" δεν είναι ενεργά συνειδητό. Αυτό το τριμερές παρόν περιλαμβάνει τα ‘όχι πια’ και "όχι ακόμη".
Το “παχύ” παρόν του Husserl στηρίζει την εμπειρία του παρελθόντος που παραμένει παρόν, το "ταυτόχρονο του μη σύγχρονου" (Schorske, 1991: 9). Ο Husserl κάνει λόγο για μια παρατεταμένη μουσική νότα "συνεχώς διατηρημένη στη συνείδηση", η οποία "παραμένει παρούσα".[6] Με το να είναι παρούσα στο παρελθόν, "η στιγμή ξεθωριάζει και αλλάζει συνεχώς, και ανάλογα με τον βαθμό της αλλαγής, γίνεται περισσότερο ή λιγότερο παρούσα" (ibid: 18). Παρούσες και παρελθούσες στιγμές αποτελούν ταυτόχρονα μια "παρούσα στιγμή εμπειρίας". Το "παρελθόν" έχει ένα "παρόν" διαρκώς σε υποχώρηση που συνεχώς "ξεθωριάζει" σε ένα ακόμα πιο μακρινό παρελθόν. Όταν δεν υπάρχει "ξεθώριασμα", το παρελθόν παραμένει παρόν. Το παρόν-του-παρελθόντος που παραμένει άμεσο γίνεται ένας ανεπούλωτος χρόνος (Hall, 1989), ένας συγχρονισμός χρόνων σε ένα παρελθόν γεγονός που διαρκεί, ‘παρόν τώρα και παρόν συνεχώς, και παρόν μαζί με τη την νέα “παρελθούσα” στιγμή – δια μιας παρελθούσα και παρούσα’ (Husserl, 1991: 19). Βλ. Σχήμα 3.
Σχ. 3. Το “παχύ” παρόν, όπου η ‘διατήρηση’ υπερισχύει
Στη διατύπωση του Husserl βρίσκουμε κοινά σημεία με τις κλινικές εμπειρίες. Ο Μπιλ δεν είχε βιώσει “ξεθώριασμα”. Οι οδύνες της παιδικής ηλικίας παρέμεναν σαν να ήταν χτες. Το "παρόν των παρελθόντων πραγμάτων" (Αυγουστίνος, 1961) ήταν ένα ανυπόφορο ‘τώρα’ καθώς η συγκράτηση κατέκλυζε το παρόν του ή κάθε είδους μέλλον. Στην υγιή ανάπτυξη, κάθε "συγκράτηση της συγκράτησης" (Husserl, 1991: 31) μετατρέπει προηγούμενα "τώρα" σε συγκράτηση. Σε διαταραγμένα ιστορικά, η συγκράτηση της συγκράτησης επαυξάνει τη χρονική παράλυση.
GALEN STRAWSON
Κλινική βινιέτα: Ντάγκλας .
Ο Ντάγκλας είναι ένας επιτυχημένος, σαραντάρης επιχειρηματίας. Περιγράφει ότι μεγάλωσε σε μια οικογένεια με περιορισμένο το αυθόρμητο συναίσθημα ή το ενεργό ενδιαφέρον για τις δραστηριότητές του. Εργάζεται πολλές ώρες, έχει χωρίσει από τη γυναίκα και τα παιδιά του αλλά διατηρεί τακτική επαφή μαζί τους. Έχει μια «φιλενάδα» με την οποία δεν συζεί, και μια γκαρσονιέρα με λίγα υλικά αγαθά όπου αισθάνεται πιο ασφαλής. Έχει φιλικές επαφές αλλά οι σχέσεις του δεν αλληλεπικαλύπτονται. Αντίθετα, η γυναίκα του, η Τζέσι, έχει τρεις αδελφές, όλες πολύ δεμένες μεταξύ τους, που διατηρούν στενές σχέσεις.
Ο Ντάγκλας περιγράφει τον εαυτό του: «Η ζωή είναι πολύ επεισοδιακή, προβλέπεις το επόμενο γεγονός αλλά δεν μπορείς να προγραμματίσεις μακροπρόθεσμα. Δεν μου αρέσει που είμαι απόμακρος, έχω παλέψει να το εξηγήσω και να το καταλάβω όπως και την απουσία συναισθημάτων που βιώνω». Αισθάνεται άνετα και γνήσια μόνο στο άμεσο «τώρα» της δραστηριότητας και η υπαρξιακή του κρίση ίσως έχει επιταχυνθεί λόγω της ρουτίνας που ζει πλέον μετά από χρόνια έντασης, ταξιδιών και ζωής στο εξωτερικό. Έχει μια έντονη ταύτιση με τον Meursault στον Ξένο του Καμί (1957) που ζει σε έναν άχρονο κόσμο χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις ή σύνδεση, όπου δεν υπάρχει πριν ή μετά. Αυτό έρχεται σε έντονη αντίθεση με τον διαχρονικό, κοσμικό χρόνο της Τζέσι. Από αυτή την άποψη μιλούν διαφορετικές «γλώσσες».[7]
Ο Strawson διερευνά τον μύθο ότι οι άνθρωποι «συνήθως βλέπουν ή ζουν ή βιώνουν τις ζωές τους ως κάποιου είδους αφήγηση ή ιστορία» (Strawson, 2005: 63). Λέει ότι οι άνθρωποι «βιώνουν την ύπαρξη τους μέσα στο χρόνο» με διαφορετικούς τρόπους, και ότι οι «μη-Αφηγηματικοί» άνθρωποι διάγουν ολοκληρωμένη ζωή.[8] Ορίζει ως «Διαχρονικό» κάποιον με μακρόχρονη συνέχεια της Αφηγηματικότητας, και «Επεισοδιακό» εκείνον του οποίου το παρόν έχει μικρή σύνδεση με το παρελθόν και το μέλλον.[9] Το επιχείρημα του Strawson σχετικά με τον επεισοδιακό ή διαχρονικό χρόνο θέτει υπό αμφισβήτηση το ότι μοιραζόμαστε υποχρεωτικά τις ίδιες χρονικές πραγματικότητες. Υποστηρίζει ότι η ψυχοθεραπεία δεν χρειάζεται να είναι αφηγηματική και ότι τα γεγονότα δεν χρειάζεται να είναι διαχρονικά:
«Οι βασικές επεξηγηματικές συνδέσεις στην ψυχοθεραπεία είναι συχνά από τη φύση τους αποσπασματικές, όπως άλλωστε και πολλές καίριες συνέπειες μιας εμπειρίας. Ιδανικά, κάποιος αποκτά ένα ανάμικτο απόθεμα από κατανοήσεις, όχι μιαν αφήγηση – μια σχεδόν αναπόφευκτα παραποιημένη αφήγηση» (Strawson, 2005: 83).
Αυτό αμφισβητεί τις βασικές παραδοχές ότι ψάχνουμε για σύνδεση, συνέχειες ή αφήγηση. Παρόλα αυτά, οι ιδέες του για την περιγραφική και την κανονιστική αφήγηση και τον _επεισοδιακό _ ή διαχρονικό χρόνο είναι χρήσιμες για την ψυχοθεραπεία και μας προειδοποιούν για τον κίνδυνο του να κάνουμε αυθαίρετες χρονικές υποθέσεις.
ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ
Κοίταξα τον χρόνο σε δύο ασιατικές κουλτούρες: του Μπαλί και του Σόρα. Παίρνω μια όψη του ημερολογιακού «αντιμεταθετικού» χρόνου στο Μπαλί (Geertz, 1973: 392). Θα περιγράψω την ιδέα του ανθρωπολόγου Leopold Howe ότι η χρονικότητα στο Μπαλί «γυρνά στο ίδιο λογικό σημείο» (Howe, 1981:231).[10]
«Η κυκλικότητα δεν συνεπάγεται χρόνο χωρίς διάρκεια» αλλά υπάρχει μια διαχρονικότητα στο φαινόμενο των ατέλειωτων επαναλήψεων στη «συσσώρευση αυτών των κύκλων [και] στο συντονισμό των γεγονότων εντός του κύκλου» (Howe, 1981: 227). Με την πάροδο του χρόνου (διάρκεια) τα γεγονότα οργανώνονται ή συντονίζονται (χωρίς να υπονοείται συνειδητή ή σκόπιμη διεργασία) έτσι ώστε τα γραμμικά γεγονότα να επαναλαμβάνονται και να συνέχονται με τους εσωτερικούς τους ρυθμούς.
Το Σχήμα 4 προτείνει συμπληρωματικές χρονικές προοπτικές. Ο ίδιος αριθμός στον περιστρεφόμενο κύκλο και την ευθεία γραμμή είναι η «ίδια στιγμή» από κυκλική και γραμμική άποψη. Τα διαστήματα μεταξύ δύο ή περισσότερων «σημείων» αντιπροσωπεύουν «διάρκεια», ένα lawas ή συγκεκριμένη χρονική περίοδο.[11] Ο κύκλος αντιπροσωπεύει «κυκλικό χρόνο». Ένας πλήρης κύκλος είναι έξι «lawa» ’ από το 1 μέχρι το 2, 3, 4, 5, 6, και μετά «πίσω» στο 1.
Σχ. 4. Κυκλικότητα και γραμμικότητα: συμπληρωματικές οπτικές
Το « καινούργιο 1» της ακόλουθης αλληλουχίας δεν είναι το « ίδιο 1» στην «αρχή» του κύκλου. Βρίσκεται στο ίδιο λογικό σημείο αλλά είναι σε διαφορετικό χρονικό σημείο «μαζί με το γραμμικό χρονοδιάγραμμα» του αριθμού. Αυτό το διαφορετικό 1 μπορούμε να το ονομάσουμε 1i. Ένας περαιτέρω κύκλος γίνεται 1ii, και ούτω καθ' εξής αθροιστικά σε κάθε λογικό σημείο και επόμενο σημείο διάρκειας της επανάληψης.[12] Η θέση 1ii περιέχει τη «μνήμη» του 1 και 1i· το 1iii περιλαμβάνει τη «μνήμη» του 1, 1i, και 1ii, κ.ο.κ. Το γραμμικό χρονοδιάγραμμα εκτείνεται από το μακρινό στο κοντινό παρελθόν μέσω του παρόντος ως το κοντινό μέλλον και το μακρινό μέλλον (η Σειρά Α του Mc Taggart’s [1927][13]). Από μια οπτική προσμονής, η αλληλουχία «διαβάζεται» από δεξιά προς αριστερά και από το μακρινό μέλλον στο μακρινό παρελθόν. Το «πριν» και «μετά» στο Σχ. 4 είναι η Σειρά Β του McTaggart στο άπειρο.
Ενώ οι Δυτικές κουλτούρες τονίζουν τη διάρκεια, τη στιγμή, και το πώς να «χρησιμοποιούμε» τον χρόνο, οι Μπαλινέζοι τείνουν να είναι «μέσα» στον χρόνο. Η χρήση του χρόνου και το να βρίσκεσαι μέσα στον χρόνο είναι ανάλογα με τα είδη χρόνου στην ψυχοθεραπεία. «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Μπαλινέζοι τονίζουν το κυκλικό στοιχείο της διάρκειας εις βάρος του γραμμικού» (Howe, 1981: 232).
Οι θεραπευτές θα είναι εξοικειωμένοι με ασθενείς που «επιστρέφουν στο ίδιο λογικό σημείο» στις διαφορετικές τους συχνότητες των χρονικών σημείων[14] όταν επαναλαμβάνουν το ίδιο γεγονός, ή εκδοχές που δομικά είναι «η ίδια ιστορία». Η επανάληψη είναι μία διαδραστική πράξη που ενισχύει την εμπειρία, ή μπορεί να ιδωθεί σαν σήμα για την αλλαγή που χρειάζεται. Οι ασθενείς λένε και ξαναλένε αυτές τις ιστορίες χωρίς την αίσθηση ότι ο χρόνος μπορεί να είναι ρευστός. Επιστρέφουν επανειλημμένα στο ίδιο λογικό σημείο , μην έχοντας χρονικά ορόσημα. Είναι σαν ο ασθενής, «κολλημένος στην ιστορία του», να καταλήγει «κολλημένος στον χρόνο».
ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΟ ΚΑΙ ΜΕΤΑΙΧΜΙΑΚΟΤΗΤΑ
Το τελευταίο μου θέμα σ' αυτό το διερευνητικό ανθρωπολογικό ταξίδι είναι το τελετουργικό. Παραθέτω τον ακόλουθο ορισμό:
«Το τελετουργικό στην πιο γενική και βασική του μορφή ορίζεται ως μια συμπεριφορά προσχεδιασμένη ή αυτοσχεδιασμένη, που επιφέρει τη μετάβαση από την καθημερινή ζωή σε ένα εναλλακτικό πλαίσιο εντός του οποίου το καθημερινό μεταμορφώνεται» (Alexander, 1997: 139).[15]
Τα τελετουργικά επιτελούν σημαντικές λειτουργίες στην κοινωνία (Turner, 1969). Είναι «επινοημένα για να σταματούν μια κρίση, να αποκαθιστούν λάθη, να διατυπώνουν παράπονα, να βρίσκουν λύσεις που επιτρέπουν στην ομάδα να συνεχίσει» (Turner, 1982: 232), με προφανείς παραλληλισμούς με την θεραπεία. Οι συμμετέχοντες σε ένα τελετουργικό συχνά χάνουν την αίσθηση του χρόνου, ή πιο σωστά, βιώνουν ένα διαφορετικό είδος χρόνου. [16],[17]
Το τελετουργικό εμπλέκει τον συμμετέχοντα σε μια συμβολική εμπειρία του κόσμου. Συνεπάγεται μια εκούσια τροποποίηση της συναισθηματικής διέγερσης για να «αναπαραγάγει συγκεκριμένες πνευματικές καταστάσεις» (Durkheim, 2001: 11) σε ένα διαφορετικό είδος χρόνου. Η εμπειρία του ανυπέρβλητου χρόνου στο τελετουργικό διαφέρει από τον κοινότοπο χρόνο. Προτείνω ότι το ίδιο συμβαίνει και στη θεραπεία. Ο Rappaport (1999: 219) σημειώνει ότι στο τελετουργικό
«μεταφορική αναπαράσταση, πρωταρχική διεργασία σκέψης, και ισχυρό συναίσθημα γίνονται όλο και πιο σημαντικά όσο η κυριαρχία της… απλής καθημερινής λογικής υποχωρεί».
Αντίστοιχα, ο ασθενής εισέρχεται σε ένα διαφορετικό είδος χρονικής κατάστασης. Ο Colin Turnbull πηγαίνει πιο μακριά. Μέσω της εκτέλεσης του τελετουργικού «επέρχεται ένας μετασχηματισμός, όχι μια απλή μετάβαση, και αυτό έχει να κάνει απολύτως με το πώς κατανοούμε τη μεταιχμιακότητα» (Turnbull, 1990: 73). Σε μια μεταιχμιακή κατάσταση είναι που συμβαίνει ο μετασχηματισμός. «Η τεχνική της συνειδητής πραγματοποίησης του μετασχηματισμού είναι η διεργασία της εισόδου στη μεταιχμιακή κατάσταση» (ibid: 79).
Ο πρώτος που έγραψε σχετικά με το μεταίχμιο ήταν ο van Gennep (1908) στο Rites de Passage . Μετά τον διαχωρισμό από το κοινότοπο, ο χώρος για την είσοδο σε έναν τόπο όπου το άγνωστο γίνεται γνωστό είναι ένας μεταιχμιακός χώρος με δυνατότητα μετασχηματισμού, πριν την τελική επανενσωμάτωση στην καθημερινότητα.[18] Το μεταίχμιο είναι ο συχνά παραγνωρισμένος χώρος όπου ο ασθενής μπορεί να περάσει σ' αυτή ‘τη στιγμή της ανόθευτης δυνατότητας’ ( Parmenides , 1997). Κάθε ψυχοθεραπευτική συνεδρία είναι μεταιχμιακή, χρονικά στο περιθώριο. Είναι ασαφής, μεταβατική, μετασχηματιστική και αβέβαιη, ένας τόπος δυνατοτήτων και σύγχυσης.[19]
Στην αποτελεσματική ψυχοθεραπεία το ορθολογικό υπονομεύεται με μια εμπειρική μετακίνηση, μετά την οποία το παρόν και το μέλλον δεν μπορούν να παραμείνουν ίδια. Σ' αυτόν τον μεταιχμιακό ενδιάμεσο χρόνο εισερχόμαστε σε έναν πιο σύνθετο κόσμο μεταξύ της «φαινομενολογικής εμπειρίας του χρόνου και του χρονολογικού χρόνου» (Perelberg, 2007: xv).[20]
Κλινική βινιέτα : Τζέιν – ένα τελετουργικό τραύματος.
Θα περιγράψω συνοπτικά ένα τελετουργικό που αφορά στον χρόνο που χρειάστηκε για να απομακρύνω εφιάλτες διάρκειας πενήντα ετών. Η Τζέιν, την οποία προανέφερα, είχε μείνει έγκυος τρεις φορές και είχε κακοποιηθεί σωματικά και σεξουαλικά κατά τη διάρκεια της παιδικής και ενήλικης ζωής της. Οι γονείς της, που ήταν τότε 68 ετών, καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης 30 ετών. Παρακολουθούσα σε θεραπεία τη Τζέιν για περισσότερα από οκτώ χρόνια. [21]
Οι εφιάλτες που είχε η Τζέιν σε όλη της τη ζωή έμοιαζαν ανεξέλεγκτοι. Εφόσον οι εφιάλτες λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια του ύπνου, το άτομο δεν μπορεί να τους ελέγξει. Ξυπνούσε δύο ή τρεις φορές κάθε νύχτα, συνήθως στο κάτω μέρος της σκάλας. Για πενήντα χρόνια σχεδόν (στα 53 της) δεν μπορούσε να θυμηθεί περισσότερες από τέσσερις ώρες συνεχούς ύπνου. Οι στρατηγικές χαλάρωσης και κάποιες νέες ρουτίνες ήταν μερικώς αποτελεσματικές, αλλά οι εφιάλτες συνεχίζονταν. Στο σημείο αυτό πρότεινα ένα αντιδιαισθητικό τελετουργικό:
- Από νωρίς κάθε βράδυ η Τζέιν θα έπρεπε να σχεδιάσει τον χειρότερο εφιάλτη που περίμενε να έχει εκείνη τη νύχτα, με βάση είτε την προηγούμενη νύχτα ή εκείνη που φοβόταν περισσότερο.
- Θα έπρεπε να τον καταγράψει λεπτομερώς, σε στάδια αν αυτό την βοηθούσε.
- Κατόπιν, θα έπρεπε να τον διαβάσει μόνη της φωναχτά όσες φορές χρειαζόταν, σαν ρόλο σε παράσταση, στον ξενώνα, —ένα μέρος που έχει προαποφασιστεί— έως ότου να μην αισθάνεται πανικό στο άκουσμά του.
- Στο σημείο αυτό θα έπρεπε να φύγει από το δωμάτιο (αφήνοντας το γεγονός σωματικά πίσω της) και να κάνει κάτι ευχάριστο (ξανά σαν «παράσταση») σε άλλο σημείο του σπιτιού της.
- Τέλος, μετά από ένα χαλαρωτικό μπάνιο θα έπρεπε να πέσει στο κρεβάτι τουλάχιστον μία ώρα νωρίτερα από το συνηθισμένο, αλλάζοντας έτσι την ώρα της συνηθισμένης ρουτίνας της, η οποία
- αύξανε τον χρόνο (διάρκεια) κατά τον οποίο θα μπορούσε να έχει έναν εφιάλτη.
Αυτό το τελετουργικό είχε άμεσο αποτέλεσμα. Για πρώτη φορά κοιμήθηκε επτά ώρες χωρίς διακοπή. Οι επόμενες νύχτες ήταν οι ίδιες. Το αποτέλεσμα ήταν «μεταμορφωτικό»: μια αλλαγή από νύχτες γεμάτες εφιάλτες σε νύχτες χωρίς καθόλου εφιάλτες.
Το βασανιστικό στοιχείο του να ανακαλεί ενεργά τον εφιάλτη που φοβόταν πιο πολύ ως αναγκαίο συστατικό της θεραπείας ήταν σημαντικό (Jenkins, 1980).[22] Το να είναι διατεθειμένη να το κάνει αυτό κάθε νύχτα απαιτούσε κουράγιο και αφοσίωση. Σήμαινε να είναι πλήρως αφοσιωμένη στη διαδικασία. Ο χρόνος, ο τόπος, η δομή και η «παράσταση» ήταν καθορισμένα, και ο στόχος ήταν ξεκάθαρος.
Καθώς οι εφιάλτες κόπηκαν τόσο εντυπωσιακά, η Τζέιν αντιμετώπισε ένα δίλημμα. Δεν μπορούσε να σχεδιάσει τον εφιάλτη της νύχτας με βάση τον προηγούμενο και, επομένως, έπρεπε να φανταστεί ότι φοβόταν έναν εφιάλτη με βάση την παλιότερη εμπειρία της, κάτι που γινόταν όλο και πιο απόμακρο. Αυτό έγινε το όλο μακρινότερο παρελθόν της (Mc Taggart, 1927). Το τελικό στάδιο ήταν όταν «ξέχασε» να ακολουθήσει το τελετουργικό και δεν είχε εφιάλτη. Αργότερα περιόρισε σταδιακά το «τυπικό τελετουργικό» επειδή αισθανόταν ότι το χρειαζόταν λιγότερο. [23]
Το χρονικό μίγμα είναι σημαντικό. Η Τζέιν:
- συνειδητά και σκόπιμα επεξεργαζόταν μια ασυνείδητη διαδικασία που θα συνέβαινε στο άμεσο μέλλον ,
- την κατέγραφε τώρα στο παρόν . Ακολούθως,
- διάβαζε φωναχτά τον εφιάλτη που περίμενε να έχει στο μέλλον ή αυτόν που φοβόταν περισσότερο, επανειλημμένα αν αισθανόταν την ανάγκη, δίνοντάς του ρυθμό και θέτοντάς τον υπό από τον παρόντα έλεγχό της
- στο παρόν, ώστε να το μεταθέσει στο παρελθόν ενός μέλλοντος που θεωρείται ότι δεν έχει ακόμη συμβεί ως μέλλον-ήδη - παρόν · σε αυτό που ο Αυγουστίνος ονομάζει παρόν των μελλοντικών πραγμάτων.
Φαίνεται ότι σε αυτό το μακρινό μέλλον η Τζέιν δεν βιώνει τον εφιάλτη της ως εκτός του ελέγχου της· βρίσκεται τώρα στο παρελθόν υπό τη συνειδητή της βούληση. Εν τέλει, αναπτύσσει ένα νέο σχήμα στο παρόν που επιβιώνει στο μέλλον και επιβεβαιώνει τις αλλαγές στην παρούσα σχέση με το τραυματισμένο και τραυματικό παρελθόν . Η ίδια περιγράφει μέρος της χωρικής και χρονικής της εμπειρίας σε μια διερευνητική συνέντευξη.
Τζέιν. «Αισθάνθηκα σαν να παίρνατε τον έλεγχο των εφιαλτών μου. Σκέφτηκα, ‘Θα συγκεντρωθώ σ' αυτό’. Κατά κάποιο τρόπο πήγαινε αντίθετα στην κοινή λογική. Υποθέτω ότι πέτυχε επειδή μπορούσα να προγραμματίσω και να τον καταγράψω ώστε να τον έχω υπό έλεγχο. Αν συνέβαινε, ήταν κάτι που είχα σχεδιάσει, και αν δεν συνέβαινε, τότε ήταν ένα αποτέλεσμα. Σε κάθε περίπτωση έβγαινα κερδισμένη …»
H . J . «Από χρονικής πλευράς, τι θα συνέβαινε;»
Τζέιν. «Την ώρα που το έκανα, εισχωρούσα μερικές φορές σε ένα διαφορετικό χρόνο και τόπο, και υπήρχαν φορές που πεταγόμουν ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν, και αυτό έκανε τον χρόνο να φαίνεται μακρύτερος. Όταν πηγαίνεις πίσω στο παρελθόν, στον χρόνο, είναι σαν να χάνεις την επαφή με αυτό, ολόκληρα μεγάλα κομμάτια, και μπορεί να φαίνεται σαν ατέλειωτες ώρες. Και όταν επέστρεφα στην πραγματικότητα, ήμουν κάπως μπερδεμένη. Θα είχα ανοιχτή τη μουσική και θα επέστρεφα [στην πραγματικότητα] και άκουγα την ίδια μουσική — κάτι σαν ‘Πώς έγινε αυτό;’ Και μετά συνέχιζα, μερικές φορές πεταγόμουν πίσω ξανά, και κάθε φορά γινόταν λιγότερο άσχημα. Πιθανότατα βοήθησε επειδή το είχα ήδη κάνει πια, και επομένως δεν χρειαζόταν να πάω πίσω και να το ξαναπαίξω στον ύπνο μου …»
Η Τζέιν επισημαίνει τον ρόλο μου του ενδιάμεσου στη διάσχιση του limen , στην πάλη για τον έλεγχο των εφιαλτών της, και στη μεταβίβαση του ελέγχου στην ίδια. Αυτό υποδεικνύει μια ισχυρή θετική ταύτιση και μια εμπιστοσύνη στη θεραπευτική διαδικασία. Στη θεραπεία υπήρχε ένα «διαφορετικό είδος χρόνου» από τον καθημερινό της (κοινότοπο) χρόνο όπου κυριαρχούσαν οι εφιάλτες. Περιγράφει πώς ο χρόνος άλλαξε για εκείνη και πώς έχανε «την αίσθηση του χρόνου». Προτείνω ότι υπήρχε ταυτόχρονα ένα άλλο είδος (ανυπέρβλητου) χρόνου χωρίς τους περιορισμούς του κοινότοπου χρόνου. Ο ρυθμός των επαναλαμβανόμενων εμπειριών του αισθήματος ασφάλειας στην περιορισμένη θεραπευτική δομή συνέβαλε στην θεραπεία της· σιγά-σιγά μπορούσε να φέρει τάξη στη στιγμή.
ΟΙ ΕΚΦΑΝΣΕΙΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Σημαντικός στη θεραπεία είναι ο χρόνος μεταξύ των συνεδριών, οι περιοχές που παράγουν κάποια από την πολυπλοκότητα που υπαινίσσεται ο Turnbull (1990). Ο Leach επισημαίνει τις χρονικές στιγμές betwixt and between μεταξύ του betwixt and between, που κινούνται από το προ-μεταιχμιακό στο μεταιχμιακό και από εκεί στο μετα-μεταιχμιακό. Προτείνει ότι τα όρια είναι τεχνητές διακρίσεις για κάτι που κανονικά θα ήταν συνεχές. Στη νεκρή ζώνη μεταξύ των ορίων βρίσκονται η ασάφεια και το άγχος.
"Το όριο διαχωρίζει δύο ζώνες του κοινωνικού χωροχρόνου που είναι φυσιολογικές, χρονικά προσδιορισμένες, ξεκάθαρες, κεντρικές, κοσμικές , αλλά τα ίδια τα χωρικά ορόσημα είναι αφύσικα, άχρονα, ασαφή, μεθοριακά, ιερά … Η διάσχιση συνόρων και ορίων βρίσκεται πάντοτε συγκαλυμμένη πίσω από τελετουργίες …» (Leach, 1976: 35).
Η αβεβαιότητα του limen προκαλεί δυσφορία ή ένταση. Ο μετασχηματισμός στη θεραπεία μπορεί εύκολα να συμβεί μεταξύ όσο και κατά την διάρκεια συνεδριών, καθιστώντας το μεσοδιάστημα μεταξύ συνεδριών έναν οριακό χρόνο δυνατότητας. Το πρόσωπο-βάζο-πρόσωπο (Σχ. 5) συλλαμβάνει τη φύση των διφορούμενων ορίων. Οι γραμμές ορίζουν χείλη, στόμα, μύτη, λαιμό, βάζο, κορμό βάζου, μέτωπο, ή ένα μπολ. Οι γραμμές «πλαισιώνουν» ταυτόχρονα το εσωτερικό και το εξωτερικό: αυτό είναι ένα πρόσωπο· αυτό είναι ένα βάζο, (vide , είναι παιχνίδι, είναι θεραπεία, είναι τελετουργικό)· ή αυτό δεν είναι πρόσωπο, δεν είναι βάζο, δημιουργώντας μια εικόνα από πραγματικότητες που διαρκώς αλλάζουν.
Σχ. 5. Πρόσωπο-βάζο-πρόσωπο gestalt: το ένα, το άλλο, και τα δύο
Το Σχ. 6i προτείνει μια προσέγγιση της ψυχοθεραπείας με δομή τελετουργίας μύησης. Η διάρκεια της θεραπείας γίνεται μια δυναμική μεταιχμιακή περίοδος. Αντιπροσωπεύει την θεραπεία ως ενότητα σαν να ήταν το τελετουργικό χωρίς παραλλαγή ή ρυθμό εντός της δομής της.
Εικ. 6i. Ψυχοθεραπεία: μια δομή τελετουργίας μύησης
Η θεραπεία αντιμετωπίζεται ως μεταιχμιακή , ως μια ανυπέρβλητη περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας ο μετασχηματισμός είναι δυνατός. Ο χρονολογικός της χρόνος και η εκ των έσω φαινομενολογική εμπειρία του χρόνου είναι διαφορετικά είδη χρόνου. Το ξεκίνημα της θεραπείας, το οποίο μπορεί να είναι ιδιαίτερα αγχωτικό, αντιπροσωπεύει τον χωρισμό από τις κοινοτοπίες. Στο ξεκίνημα της δεύτερης συνεδρίας του ένας ασθενής, ο Τζον, εκφράστηκε σχετικά με την πρώτη του συνάντηση. Είπε ότι είχε βρει τη διαδικασία του να αρχίσει την αντιμετώπιση των προσωπικών του εμπειριών και σχέσεων “τραυματική”· έφυγε από τη συνεδρία “εξαντλημένος”. Το ξεκίνημα της θεραπείας ήταν μία δοκιμασία φυσικού, συναισθηματικού, και ψυχολογικού χωρισμού από το οικείο, χωρίς να γνωρίζει καλά-καλά τι να περιμένει από αυτή τη διαδικασία.
Καθώς τελειώνει η ψυχοθεραπεία, θα πρέπει να επιτευχθεί μια διαδικασία επανενσωμάτωσης, χωρισμού από τη συνεχή εμπλοκή του ψυχοθεραπευτή. Οι Casement, (1985, 1990, 2002, 2006), Sandler, Dare, and Holder(1992), Sandler et al., (1997) και Yalom (1989, 2001, 2006) προσεγγίζουν τον χωρισμό και το τέλος ως κρίσιμα, μετασχηματιστικά, και αναπόσπαστα μέρη της θεραπείας. Το τέλος συμβολίζει μια στιγμή επανένταξης στην καθημερινότητα.
Κάθε συνεδρία, στην οποία δίνεται πολλή προσοχή, είναι δυνητικά μετασχηματιστική. Παρόλα αυτά, το διάστημα μεταξύ συνεδριών υπονοεί ένα άλλο είδος χρονικού τόπου εκτός χρόνου των συνεδριών, οι οποίες είναι εκτός χρόνου σε σχέση με τις κοινοτοπίες. Εδώ προκύπτει ένας χρόνος betwixt-and-between μεταξύ betwixt-and-between. Σε αυτή την ενδιάμεση περίοδο μπορεί να προκύψει ‘αυθόρμητα’ μετασχηματισμός από τη συνεδρία ή μέσω της ρητής πρόθεσης του ψυχοθεραπευτή μέσα από τελετουργίες ή δράσεων εν είδει δοκιμασίας (Jenkins, 1987).
Ρώτησα την Τζέιν σχετικά με τον χρόνο μεταξύ συνεδριών και το timing.[24]
Τζέιν . “Μετά τις συναντήσεις μπορούσε να είναι χειρότερα. Χρειαζόμουν χρόνο για να ηρεμήσω. Άλλοτε ήταν χειρότερα, άλλοτε καλύτερα. … Ο ενδιάμεσος χώρος μού έδινε τον χρόνο για να ξεκαθαρίσω τα πράγματα στο μυαλό μου.”
H.J. “Τι ήταν σημαντικό σχετικά με τα διαλείμματα;”
Τζέιν “Όταν το μεσοδιάστημα ήταν μακρύ, γινόταν αρκετά δύσκολο. Μέχρι να συναντηθούμε, είχα καταφέρει να το καταχωνιάσω ξανά. Σε ένα βαθμό, γινόταν δύσκολο να επανέλθω σ' αυτό. Όταν τα διαλείμματα ήταν μακρύτερα, υπήρχε ο κίνδυνος να το απωθήσω, όπως έκανα πριν ξεκινήσουμε.”
H.J. “Σε ποιο βαθμό ήταν τα διαλείμματα μέρος της θεραπείας;”
Τζέιν. “Νομίζω ότι ήταν συνεχώς στο μυαλό μου, ή στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Ήταν σαν να γινόταν η θεραπεία διαρκώς, αφού μπορούσα να χρησιμοποιήσω τα πράγματα για τα οποία μιλούσαμε εδώ σαν εργαλείο στα μεσοδιαστήματα...”
H.J. “Τι ήταν σημαντικό για εσένα όσον αφορά τον ρυθμό, τη διάταξη και το timing των συνεδριών;”
Τζέιν. “Με βοήθησε η ευελιξία των διαστημάτων. Ήταν χρήσιμη επειδή το αποφασίζαμε μαζί εκείνη την στιγμή, με συναίνεση, και ήταν φορές που χρειαζόμουν ένα διάλειμμα. Ήταν σημαντικό. Μου επέτρεψε να αισθανθώ ότι είχα εν μέρει τον έλεγχο. Από κοινού.”
Η συμφωνημένη μεταβλητή φύση του χρόνου μεταξύ των συνεδριών έδωσε στην Τζέιν μια αίσθηση ελέγχου και αυτονομίας, ενώ ο χρόνος διεξαγωγής των συνεδριών είχε σημαντική επίδραση στην εμπειρία της. Ένας σημαντικός όρος για τη θεραπεία ήταν ότι τελικά δεν θα χρειάζεται θεραπευτή εφόσον θα είχε εσωτερικοποιήσει αυτή τη μορφή της σταθερότητας.
Το Σχ. 6.ii αναδιαμορφώνει αυτή τη δομή. Κάθε συνεδρία είναι ένας μικρόκοσμος της μεγαλύτερης ολότητας και του ρυθμού. Η μεταιχμιακότητα κάθε συνεδρίας είναι ‘οριοθετημένη’ με αρχή (αποχωρισμός) και τέλος (επανένταξη). Ωστόσο, τα οριοθετημένα διαλείμματα μεταξύ συνεδριών έχουν τη δική τους μεταιχμιακότητα και τον ‘ρυθμό’ τους (Hubert, 1999). Δεν είναι αδρανείς περίοδοι που χωρίζουν παθητικά τις συνεδρίες αλλά είναι γεμάτες με δυνατότητα αλλαγής, προσχεδιασμένης ή αυθόρμητης.
Σχ. 6ii. Τα διαλείμματα ως ενεργά μεταιχμιακά διαστήματα
Η σειρά S-L-R της κάθε επιμέρους συνεδρίας (Σχ. 6ii) αντιπροσωπεύει τον διαχωρισμό από το κοινότοπο. Τα διαστήματα μεταξύ των συνεδριών έχουν τον δικό τους ρυθμό (Turner, 1982). Τα _Συνεδρία-διάλειμμα-συνεδρία _ και διάλειμμα-συνεδρία-διάλειμμα γίνοντα ιεικόνα και φόντο σε δυναμική ρευστότητα (Σχ. 5).
Η αναλυτική σταθερά του χρόνου και του χώρου, συχνά σε διάστημα αρκετών ετών, μπορεί να γίνει αντιληπτή ως μια υπερβατική, μεταιχμιακή κατάσταση με τον ‘αντι-χρονικό χαρακτήρα της τελετουργίας’ (Turner, 1982: 237). Η συστημική θεραπεία τείνει να ποικίλλει πιο πολύ ως προς τη συχνότητα των συνεδριών και τα μακρύτερα μεσοδιαστήματα, και δημιουργεί άλλου είδους ένταση ή ρυθμό (Palazzoli et al., 1978). Τα διαφορετικά θεραπευτικά μοντέλα δημιουργούν διαφορετικά είδη χρόνου κατά τη διάρκεια και τα μεσοδιαστήματα των συνεδριών.
ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ — FREUD και PALAZZOLI
Κλινική βινιέτα: Σαρλίν
Η εμπειρία που περιγράφεται εδώ παρέχει μια ξεχασμένη μνήμη, ή μνήμη (mémoire) χωρίς ανάμνηση (souvenir) ή ανάκληση (rappel).
Η Σαρλίν βίωνε έναν εξουθενωτικό φόβο ότι θα βλάψει τους άλλους, κάτι που είχε σημαντικές κοινωνικές συνέπειες με καταναγκαστική προστατευτικότητα της μικρής της κόρης και συνολικά της οικογένειας της. Ήταν φανερό ότι προσπάθειες να ελέγξει το περιβάλλον της και να αποφύγει να βλάψει οποιονδήποτε ήταν ανιχνεύσιμες σε ένα περιστατικό σε μια πισίνα όταν ήταν έξι ή επτά χρονών. Είχε γλυστρίσει κάτω από μια νεροτσουλήθρα και χτύπησε ένα αγόρι που κολυμπούσε κάτω απ’ το νερό, προκαλώντας αιμορραγία στη μύτη του, και εισπράτοντας τις οργισμένες αντιδράσεις των μεγάλων. Κάνοντας τη σύνδεση του γεγονότος αυτού με τον φόβο της ότι θα βλάψει τους άλλους, της επέτρεψε να πειραματιστεί να πάρει μικρά ρίσκα στις καθημερινές δραστηριότητες χωρίς το παραλυτικό άγχος ότι θα βλάψει άλλους. Μέχρι αυτή την _ανάκληση _ στη θεραπεία, δεν είχε συνειδητή ανάμνηση του συμβάντος. Η «μνήμη» της ήταν ατέλειωτα enactments στρατηγικών για να αποφύγει να βλάψει άλλους. [25] Με αυτή την έννοια ο χρόνος είχε σταματήσει και μέχρι να μπορέσει να επανασυνδεθεί με την προηγούμενη στιγμή του τραύματος ήταν καταδικασμένη μάλλον σαν τον Σίσυφο να «κυλάει τον βράχο» της ατέρμονα στην κορυφή του λόφου, μόνο για να τον δει να ξανακυλάει πίσω στο βάθος.
FREUD
Το Ασυνείδητο
Ο Freud είναι κατηγορηματικός σχετικά με τον χρόνο στο Ασυνείδητο: «Οι διεργασίες του συστήματος του Ασυνείδητου είναι άχρονες · δηλαδή δεν έχουν χρονική διάταξη, δεν αλλάζουν με το πέρασμα του χρόνου· δεν έχουν απολύτως καμία χρονική αναφορά. Η αναφορά στον χρόνο είναι συνυφασμένη … με τη λειτουργία του συστήματος του Συνειδητού ’ (Freud, 1915: Vol. XIV: 187). Σε έναν ασυνείδητο νου δεν υπάρχει αποδοχή της πραγματικότητας ή του χρόνου, αφού ‘οι ασυνείδητες νοητικές διεργασίες είναι ‘άχρονες’ … η ιδέα του χρόνου δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε αυτές» (Freud, 1920: XVIII: 28).
Αν ο χρόνος και η άρνηση δεν υπάρχουν στο Ασυνείδητο, με ποιο τρόπο επηρεάζει αυτό το πώς κατανοούμε τη φροϋδική σκέψη; Ο ίδιος σκιαγραφεί μερικές ιδέες περί χρόνου στην Ανατομία της Προσωπικότητας , όπου προτείνει μια χρονική μελέτη της ασύνειδης διαγενεακής μετάδοσης. Το παρόν δεν είναι ποτέ αποκλειστικά παρόν. «Η ανθρωπότητα ποτέ δεν ζει πλήρως στο παρόν. Το παρελθόν, η παράδοση της φυλής και των ανθρώπων … υποκύπτει με βραδείς ρυθμούς στις επιρροές του παρόντος και των νέων αλλαγών» (Freud, 1933: Vol. XXII: 67). Αυτός είναι ένας χρόνος που δεν είναι συνειδητά γνωστός.
Καταναγκασμός της επανάληψης
Ο Freud περιγράφει από νωρίς τον καταναγκασμό της επανάληψης (Freud, 1914: Vol. XII, 1915: Vol. XIV). Συχνά συμβαίνει χωρίς συνειδητή επίγνωση, σαν ο χρόνος να σταθεροποιείται σε έναν ατέρμονα κύκλο. Ο ίδιος γράφει: «[ήθελα] να γνωρίζω … κάτι για αυτόν, να μάθω σε ποια λειτουργία αντιστοιχεί, υπό ποιες συνθήκες μπορεί να εμφανιστεί» (Freud, 1920: Vol. XVIII: 23). Πίστευε ότι τα ένστικτα αντιπροσωπεύουν «μια παρόρμηση» για την επαναφορά μιας κατάστασης που έχει διαταραχθεί, και ότι «αυτός ο κατ’ ουσίαν συντηρητικός χαρακτήρας των ενστίκτων αντικατοπτρίζεται στα φαινόμενα του καταναγκασμού της επανάληψης» (Freud, 1925: Vol. XX: 57).
Όταν απειληθεί, το εγώ αυτοπροστατεύεται μέσω της απώθησης. Όταν το εγώ πάψει να χρειάζεται προστασία, η ενστικτώδης παρόρμηση είναι ελεύθερη να «ακολουθήσει την πορεία της … υπό την επήρεια του καταναγκασμού της επανάληψης» (Freud, 1926: Vol. XX: 153). Ο «καταναγκασμός της επανάληψης» μπορεί επίσης να ειδωθεί από μια χρονική σκοπιά και όχι ως προϊόν αντιθετικών εσωτερικών δυνάμεων — ως παράδειγμα της «επιχειρούμενης λύσης» (Watzlawick et al, 1974) που αποτελεί μέρος του προβλήματος.[26] Ο αναλυτής προσπαθεί να φέρει όσο το δυνατόν περισσότερα στη συνειδητή μνήμη έτσι ώστε να ελαχιστοποιηθεί η επανάληψη.
Μεταβίβαση
Η θεραπευτική μεταβίβαση είναι ένα είδος θύμησης που αναπαράγει στο παρόν τις παρελθούσες εμπειρίες του ασθενούς μέσω του θεραπευτή (Malan, 1979). Υπάρχει κάτι το κομψό σε αυτή τη «θύμηση» χωρίς συνειδητή «γνώση» του τι ακριβώς ανακαλείται. «Ο ασθενής δεν θυμάται το σύνολο όσων έχουν απωθηθεί μέσα του, και αυτό που δεν θυμάται μπορεί να είναι ακριβώς το πιο ουσιαστικό του μέρος» (Freud, 1920: Vol. XVIII: 18). Το είδαμε αυτό στην εμπειρία της Susan. Με ανάλογο τρόπο, κατά τη μεταβίβαση ο ασθενής που αποδίδει στον θεραπευτή ιδιότητες από παρελθούσες σχέσεις συμπιέζει τον χρόνο.[27]Ο ασθενής βιώνει ένα γεγονός ή μια σχέση του παρελθόντος σαν σύγχρονα, και προς στιγμήν αδυνατεί να διαχωρίσει τα χρονικά πλαίσια.
PALAZZOLI
ΧΣ: ο Χρόνος του Συστήματος .
Ο χρόνος είναι σημαντικός στο έργο της Palazzoli. «Μια πλευρά της διαπροσωπικής επικοινωνίας που δεν έχει τύχει επαρκούς προσοχής είναι αυτή του χρόνου’ (Palazzoli et al., 1986: 166).[28] Ο χρόνος και η χρονική συγκυρία των συμπτωμάτων έχουν σημασία, καθώς συνδέουν την εμφάνισή τους με γεγονότα στην οικογένεια και εντοπίζουν ηλικιακά (ή χρονικά) την κοινωνικο-πολιτιστική διάψευση των προσδοκιών (Haley, 1973). «Πρέπει να χαρτογραφήσουμε τις χρονικές ακολουθίες και να εστιαστούμε σε αυτές όσο το δυνατόν πιο στενά. … Όλες οι σχετικές με το σύμπτωμα χρονικές ακολουθίες … είναι καίριας σημασίας και μας ενδιαφέρουν» (Palazzoli et al., 1989: 212).[29]
Η κλινική εφαρμογή του «χρόνου του συστήματος» από την Palazzoli έχει τις ρίζες της στο έργο του Bateson. Ο Bateson (1971) επισημαίνει ως χαρακτηριστικό των συστημάτων ότι η συμπεριφορά οποιουδήποτε μέρους ή ατόμου σε ένα σύστημα είναι εν μέρει προδιαγεγραμμένη από το άμεσο παρελθόν του και «από το τι έκανε σε μια χρονική στιγμή που προηγήθηκε του παρόντος κατά το διάστημα που χρειάστηκε το μήνυμα για να ολοκληρώσει το κύκλωμα» (Bateson, 1971: 287). Εδώ έχουμε μια απλή χρονική διατύπωση. Η μνήμη μεταφράζεται ως ο χρόνος που απαιτεί ένα μήνυμα για να ολοκληρώσει το κύκλωμα και να επιστρέψει στο ίδιο λογικό σημείο (Howe, 1981).[30]
Ο Bateson υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος ελέγχεται ως έναν βαθμό από πληροφορίες του συστήματος και πρέπει να «προσαρμόσει τις δράσεις του στα χρονικά χαρακτηριστικά του συστήματος και στα αποτελέσματα των δικών του προηγούμενων δράσεων» (ibid: 287). Ισχυρίζεται ότι τα νοητικά χαρακτηριστικά του συστήματος είναι εγγενή σε όλο το σύστημα. Η Palazzoli παραφράζει τον Bateson: « Η ισχύς βρίσκεται αποκλειστικά στους κανόνες του παιχνιδιού, τους οποίους οι συμμετέχοντες δεν μπορούν να αλλάξουν»’ (Palazzoli et al., 1978: 6).
Η Palazzoli γνώριζε τα χρονικά βιώματα των ασθενών της: «αυτή η χωροχρονική εμπειρία είναι μια από τις θεμελιώδεις πλευρές της ατομικής ύπαρξης» (Palazzoli, 1974: 140). Συνειδητοποιούσε ότι καθώς «η ασθενής (επιχειρεί) μια αναδόμηση της παρελθούσης εμπειρίας της ως προς τον χώρο και τον χρόνο» (ibid: 140-141) ανακαλύπτει μια νέα σχέση με το παρόν της και ένα διαφορετικό προσδοκώμενο μέλλον.[31]
Για να κατανοήσουμε τη σπουδαιότητα του χρόνου, διαβάζουμε;
«Κάθε σύστημα … χαρακτηρίζεται από … τον δικό του “χρόνο”. Από τη φύση του ένα σύστημα ενέχει μια διάδραση, που σημαίνει ότι πρέπει να λάβει χώρα μια αλληλουχία δράσης και αντίδρασης πριν μπορέσουμε να περιγράψουμε μια κατάσταση του συστήματος ή μια αλλαγή κατάστασης» (Palazzoli et al., 1978: 14).
Για να προκύψει «μια αλληλουχία δράσης και αντίδρασης» περνά ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Η αποτελεσματική θεραπεία προϋποθέτει την κατανόηση του ΧΣ. Εκεί που ο Freud θα έκανε λόγο για αντίσταση, η Palazzoli λέει ότι όπου υπάρχουν άκαμπτα ομοιοστατικά συστήματα «ο απαιτούμενος ΧΣ για την αλλαγή είναι πολύ μεγαλύτερος από ό,τι στα ευέλικτα μορφογενετικά συστήματα» (ibid: 14-15). Για να μπορέσουν να επιδράσουν οι νέες ιδέες ή προκλήσεις στους οικογενειακούς ρυθμούς διάδρασης, συχνά απαιτείται μακρύτερο διάστημα μεταξύ συνεδριών ώστε να (αναδι-)οργανωθεί το σύστημα (ο ασθενής) και να αφομοιώσει την αλλαγή.[32]
ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ
Δεν ξεκίνησα να προτείνω τρόπους με τους οποίους μια χρονική προσέγγιση σε ήδη γνωστό υλικό μπορεί να συμβάλει στο ή στα προτιμώμενα μοντέλα πρακτικής. Ο διαθέσιμος χώρος επαρκούσε μόνο για να διερευνήσουμε κάποιες ιδέες.
Αυτή η τριμερής διερεύνηση αποκάλυψε ορισμένες συνδέσεις. Ο χρόνος μας επιτρέπει να κινηθούμε πέρα από τα συνήθη όρια. Η θεώρηση από μια χρονική σκοπιά της θεωρίας του Freud περί του καταναγκασμού ως μιας αέναης επιστροφής στο ίδιο λογικό σημείο επιτρέπει στον θεραπευτή να διερευνήσει διαφορετικά αυτή την τελμάτωση. Ο «χρόνος του συστήματος» της Palazzoli αποκτά μεγαλύτερο βάθος αν λάβουμε υπόψη και άλλα είδη χρόνου πέρα από το διάστημα και την κυκλικότητα.
Εισήγαγα κάποιες σκέψεις γύρω από τη «στιγμή» και το παρόν και μη-παρόν. Το παρόν των παρελθόντων, παρόντων και μελλοντικών πραγμάτων του Αυγουστίνου αντανακλά μια διαφορετική σχέση με τον χρόνο. Το πλατωνικό «εν χρόνω ουδενί ον» δίνει βαρύτητα σε ανεπαίσθητες στιγμές ανοιχτές στην αλλαγή. Το «παχύ παρόν» που περιγράφει ο Husserl, με τις διαστρωματώσεις retention και protention, δίνει έναν δυναμικό χρονικό χώρο.
Η ανθρώπινη εμπειρία μπορεί να διακριθεί σε επεισοδιακό και διαχρονικό χρόνο. Είτε συμφωνούμε με τον Strawson είτε όχι, η συνειδητοποίηση ότι ένα ζευγάρι ζουν σε διαφορετικό είδος χρόνου ο καθένας —επεισοδιακό ή διαχρονικό— οδηγεί σε έναν τρόπο βοήθειας χωρίς αιτιάσεις και αλληλοκατηγορίες. Η θεραπευτική μεταβίβαση ως χρονική συμπύκνωση καταργεί την ανάγκη να αντιμάχεται κανείς την αντίσταση με τον ίδιο τρόπο.
Πολλές έννοιες της ανθρωπολογίας διευρύνουν τους ορίζοντες της πρακτικής. Η τελετουργικό οδηγεί σε «μια επιβράδυνση του ρυθμού της καθημερινής ζωής» (Kapferer, 2004: 48) και σε διαφορετικά είδη χρόνου, ενώ απαιτεί και την υπέρβαση ορίων. Ο Edmund Leach παρατηρεί ότι τα χωρικά ορόσημα που διαχωρίζουν τον κανονικό χωροχρόνο είναι συχνά ασαφή, οριακά: «Η διάσχιση συνόρων και κατωφλίων δυσχεραίνεται πάντοτε από τελετουργικά» (Leach, 1976: 35). Αυτό δίνει μια ιδέα για το πώς μπορούμε να προσεγγίσουμε τη θεραπεία.
Μια νέα επίγνωση της μεταιχμιακότητας και των ειδών του χρόνου στο τελετουργικό και στη θεραπεία (όσο και στο παιχνίδι [Bateson, 1955]) πρέπει να αποτελέσει πρόκληση για την πρακτική. Με το τελετουργικό ο όγκος της δουλειάς μου έχει αυξηθεί, αλλά η θεώρηση της θεραπείας ως τελετουργίικού προσθέτει βάθος. Η επίγνωση του μεταιχμιακού επηρεάζει όχι μόνο το σημείο εστίασης των συνεδριών αλλά και τις σκέψεις στα μεταξύ τους διαστήματα.
Σε ένα τόσο σύντομο άρθρο μπορούσα μόνο να παρουσιάσω ενδεικτικά μερικές περιοχές της έρευνάς μου. Το θέμα του χρόνου είναι συναρπαστικό, στρυφνό — και βεβαίως ατέλειωτο!
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ο Barack Obama στην επινίκια ομιλία του της 5ης Νοεμβρίου 2008 αναφέρθηκε στη σύζυγό του Michelle η οποία είχε στις φλέβες της αίμα αφρικανών σκλάβων και λευκών δουλοκτητών. Εκείνο το απόγευμα στο Σικάγο, με λίγες μόνο λέξεις ανέδειξε μια ολόκληρη ιστορία φυλής, κουλτούρας, καταπίεσης και ταυτότητας.
[2] Ο Andrea Levy (2010) γράφει ένα ιστορικό μυθιστόρημα για τη δουλεία, τη μετάβαση από τη δουλεία στην ελευθερία, και τη σχετική βαρβαρότητα. Ο CharlesWard (1983) δημοσίευσε την αυτοβιογραφία του, έναν φόρο τιμής στο θρίαμβο ενός ανθρώπου του οποίου ο παππούς γνώρισε τη σκλαβιά· ο Ward σταμάτησε το σχολείο στα δώδεκα και το 1980, σε ηλικία 71 ετών, έλαβε διδακτορικό (Doctor of Education) από το Πανεπιστήμιο του Beverley Hills στην Καλιφόρνια.
[3] Ο Merleau-Ponty ήταν «συν-διοργανωτής μαζί με τον Sartre της υπαρξιστικής φιλοσοφίας … [αναπτύσσοντας] μια περιγραφή του κόσμου ως πεδίου εμπειρίας στο οποίο βρίσκω τον εαυτό μου» (Honderich, 2005: 588).
[4] ‘La temporalité est évidemment une structure organisée et ces trois prétendus “éléments” du temps: passé, présent, avenir, ne doivent pas être envisagés comme une collection de “data” dont il faut faire la somme – par exemple une série infinie de “maintenant” dont les uns ne sont pas encore, dont les autres ne sont plus – mais comme des moments structurés d’une synthèse originelle’ (Sartre, 1943: 145). Ο Σαρτρ θεωρεί τη φαινομενολογική αυτή περιγραφή‘comme un travail provisoire’.
[5] Αυτό θυμίζει το βούτημα madelaine που μπαίνει στο αφέψημα στο Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο του Προυστ.
[6] Εδώ βρίσκουμε ακόμη έναν απόηχο της θεώρησης του Αυγουστίνου για το παρόν των παρελθόντων πραγμάτων, το παρόν των παρόντων πραγμάτων, και το παρόν μελλοντικών πραγμάτων.
[7] Η καλλιτέχνις Alla Tkachuk λέει ότι οι γυναίκες βιώνουν τον χρόνο κυρίως ως κυκλικό φαινόμενο που συνδέεται με τον κύκλο της εμμηνόρροιας. Αντιθέτως, για τους άντρες λέει ότι ο χρόνος είναι γραμμικός, όπως δείχνει η προσέγγισή τους προς τους ανθρώπους και την επίλυση προβλημάτων. Αυτό υποδηλώνει ότι η χρονική εμπειρία και η αίσθηση του χρόνου επηρεάζεται από βιολογικο-ορμονικο-κοινωνικο-πολιτισμικούς παράγοντες.
[8] Υπάρχει ένα ανεξήγητο υπο-κείμενο στο δοκίμιο του Strawson που προκαλεί τη βάση της ψυχοθεραπείας. Ξεχωρίζει την ψυχοθεραπεία ως δυνητικά καταστροφική εάν επιβάλλει οποιοδήποτε από τα δύο αφηγηματικά μοντέλα, χωρίς να καθιστά σαφές πού το βασίζει αυτό, δεδομένου μάλιστα ότι το δοκίμιό του δεν αφορά στην ψυχοθεραπεία.
[9] Στο ρηξικέλευθο βιβλίο Families of the Slums , (Minuchin et al., 1967), ο συγγραφέας χαρτογραφεί τις εμπειρίες παιδιών χωρίς αίσθηση της συνέχειας στη ζωή τους, που δεν συνδέουν γεγονότα μέσα στο χρόνο και δεν μπορούν να τα ανακαλέσουν, ούτε βλέπουν τις συνέπειες συμπεριφορών στους άλλους. Αυτή η εργασία περιγράφει τις συνέπειες του περιορισμένου βαθμού στον οποίον αυτά τα παιδιά μπορούν να συμμετέχουν σε μια κοινωνική δραστηριότητα που θα τους προετοιμάσει για την ενήλικη ζωή.
[10] Στην Μπαλινέζικη κοσμοθεωρία ο χρόνος και ο τόπος του ατόμου διαφέρει σημαντικά από ό,τι στη Δύση. «Το να λες την ώρα, που υπονοεί την αναγνώριση ότι η ώρα περνάει, επιτυγχάνεται με αναφορά στον τόπο μιας συγκεκριμένης σκηνής μέσα στις σειρές» (Howe, 1981: 227). Ο Μπαλινέζικος χρόνος και η διαχρονικότητα ξετυλίγονται στο πλαίσιο των κύκλων μετενσάρκωσης.
[11] Δηλαδή, μπορούν να μετρηθούν ως «νούμερο». Ένα lawas είναι η απόσταση μεταξύ δύο κόμπων σε ένα φυτό μπαμπού. Αυτό απηχεί τον Παρμενίδη του Πλάτωνα: «πάντων ἄρα τὸ ἓν πρῶτον γέγονε τῶν ἀριθμὸν ἐχόντων … πρῶτον δέ γε οἶμαι γεγονὸς πρότερον γέγονε, τὰ δὲ ἄλλα ὕστερον, τὰ δ᾽ ὕστερον γεγονότα νεώτερα τοῦ πρότερον γεγονότος: καὶ οὕτως ἂν εἴη τἆλλα νεώτερα τοῦ ἑνός…» ( Παρμενίδης , 153
[12] « Όταν ένας κύκλος τελειώνει δεν επιστρέφει στο ίδιο χρονικό σημείο· επιστρέφει, κι αυτό είναι κάτι πολύ διαφορετικό, στο ίδιο λογικό σημείο» (Howe, 1981: 231). Η «διεύθυνση του κύκλου» που παρουσιάζεται είναι δεξιόστροφη, η ίδια όπως του ήλιου που ανεβαίνει και κατεβαίνει ως προς τον άξονα της γης — μια διεύθυνση που κινείται στο παρόν από το παρελθόν (αρχικά ανατολή) προς το μέλλον (αργότερα δύση).
[13] M.E. McTaggart, (1927) The unreality of time. Στο: Le Poidvin, R., & Mac Beath, M., (Eds) The Philosophy of Time . London. The Sheldon Press. 19-84.b).
[14] Βλέπουμε μια παρόμοια διάταξη στους Μπαλινέζους όσον αφορά την ονοματοθεσία των παιδιών. Στην ονοματοθεσία των παιδιών ανακαλύπτουμε μια προοπτική του να τοποθετούν ανθρώπους και σχέσεις προοδευτικά στον χρόνο. Η ονοματοθεσία δεν επιστρέφει στο ίδιο χρονικό εναρκτήριο σημείο. Γίνεται Wayan balek , Njoman balek . Η ονοματοθεσία επιστρέφει στο ίδιο λογικό / διαφορετικά χρονικό σημείο (κυκλικό) σε ένα επακόλουθο χρονοδιάγραμμα (γραμμικό) του μέλλοντος, παρόντος, παρελθόντος.
[15] Alexander, B. C., (1997) Ritual and current studies of ritual: overview. Στο: Glazier, D., (Ed) Anthropology of Religion: A Handbook . Westport, CT. GreenwoodPress. 139-160.
[16] Αυτή είναι η εμπειρία της Κίττυ στο μυθιστόρημα Providence της Brookner μετά την επίσκεψή της στη χαρτορίχτρα. “Είναι καλή,” είπε η Κίττυ, παρόλο που δεν ήταν πια σε θέση να θυμηθεί τι ακριβώς της είχε πει... Δεν είχε πάρει πληροφορίες αλλά είχε συμβεί κάποιου είδους μετατόπιση στην συνείδησή της.’ (Brookner, 1983: 75).
[17] Η περιγραφή του Bateson για το παιχνίδι θα μπορούσε να ισχύσει εξίσου και για την τελετουργία: ‘Οι δράσεις στις οποίες μετέχουμε τώρα δεν σημαίνουν αυτό που θα σήμαιναν οι δράσεις τις οποίες αντιπροσωπεύουν’ (Bateson, 1955: 152). Οι καθημερινές δράσεις, ο χρόνος και το νόημα αναστέλλονται μέσα σ' αυτό το πλαίσιο, καθώς οι συμμετέχοντες εισέρχονται στον κόσμο του ανυπέρβλητου. Σύμφωνα με τους κανόνες του ‘παιχνιδιού’, το καθημερινό αποκτά νέο νόημα καθώς το οικείο γίνεται ανοίκειο.
[18] Van Gennep μιλά για αυτόν τον χώρο ως ‘le marge’ , κυριολεκτικά το περιθώριο, ή η άκρη, ούτε στο ένα μέρος ούτε στο άλλο· betwixt and between.
[19] Η Tali Sharot (2012) σημειώνει ότι η πρόβλεψη προκαλεί μελλοντικά γεγονότα. Το να πει κανείς ότι κάτι θα συμβεί γίνεται έντονα αιτιολογικό. Τονίζει το γεγονός ότι για να σχεδιάσουμε το μέλλον χρησιμοποιούμε τ ίδια τμήματα του εγκεφάλου που χρησιμοποιούμε και για την μνήμη. Αυτό παραπέμπει σε μια ενδιαφέρουσα νευρολογική σχέση του παρελθόντος και του μέλλοντος, και ίσως στο πόσο δύσκολο είναι να ‘μάθουμε από τα λάθη μας’ αντί να τα επαναλάβουμε.
[20] Η (liminal) εμπειρία του Αγ. Παύλου, ο οποίος χτυπήθηκε έφιππος [από κεραυνό] καθ’ οδόν για τη Δαμασκό μεταξύ δύο γεωγραφικών σημείων, μεταξύ του να είναι διώκτης και προσήλυτος, εύλογα άλλαξε την πορεία της παγκόσμιας ιστορίας. Χωρίς τα χριστιανικά διδάγματα και τις επιστολές του, τα οποία περιλαμβάνουν σχεδόν κάθε ανθρώπινο συναίσθημα, είναι εύλογο ότι η Χριστιανική ιστορία δεν θα κατάφερνε να επιζήσει στις πρώτες γενιές που παρακολούθησαν τη σταύρωσή του Ιησού ως κοινού εγκληματία.
[21] Η Τζέιν όχι μόνο έδωσε τη συγκατάθεσή της για την χρήση αυτού του υλικού, αλλά και προσφέρθηκε να δώσει συνέντευξη σχετικά με τις εμπειρίες της στη θεραπεία.
[22] Επειδή η Τζέιν ήξερε ότι θα έπρεπε να προσεγγίσει το τελετουργικό κάθε βράδυ, έπιασε τον εαυτό της να το έχει αυτό «στο νου της» όλο και περισσότερο καθώς πλησίαζε το βράδυ. Παραδόξως, αυτό αύξανε την πιθανότητα να μην έχει εφιάλτη.
[23] Αρχικά, έπειτα από τις πρώτες νύχτες χωρίς εφιάλτες, η Τζέιν σταμάτησε το βραδινό τελετουργικό χωρίς να με συμβουλευτεί και οι εφιάλτες αμέσως επέστρεψαν, στεναχωρώντας την σημαντικά. Δεν ήταν ξεκάθαρο το κατά πόσο ήταν υπερβολικό το βάσανο της πραγματοποίησης του τελετουργικού, ή το ότι δεν μπορούσε να κρατήσει στο μυαλό της τη σύνδεση μεταξύ του τελετουργικού και της λήξης. Η επίσημη επαναθέσπιση του τελετουργικού είχε άμεσα το επιθυμητό αποτέλεσμα.
[24] Συνέντευξη στις 21 Ιανουαρίου 2011.
[25] Η Τζέιν, την οποίαν έχω ήδη αναφέρει, είχε μια παρόμοια εμπειρία μνήμης χωρίς «ανάμνηση». Σε μια περίπτωση, οι γονείς της είχαν σπάσει το παρμπρίζ του αυτοκινήτου της. Το είχε αντικαταστήσει, και καθώς ένας νεαρός άντρας άρχισε να καθαρίζει το τζάμι του αυτοκινήτου της, η Τζέιν αφηγήθηκε ότι αισθάνθηκε συντριβή και φώναξε στον νεαρό άντρα να βγει έξω.
Διερευνήσαμε το νόημα του αυτοκινήτου ως προσωπικού ασφαλούς χώρου και την επίδραση που είχε πάνω της η είσοδος του νεαρού άντρα για να το καθαρίσει. Άρχισε να το βλέπει ως προσωπική εισβολή, και πώς αυτή αναζωπύρωσε τις μπειρίες βιασμού και παραβίασης. Καθώς έκανε τις συνδέσεις της άρχισε να βλέπει ότι είχε μνήμη (mémoire) του βιασμού της χωρίς συνειδητή ανάμνηση (souvenir), ή ανάκληση (rappel) για το πώς αυτή η (ισομορφική) εμπειρία επανενεργοποίησε τους «ξεχασμένους» της τρόμους. Άρχισε να χαλαρώνει. Αυτό το γεγονός σήμαινε ότι «δεν θα τρελαινόταν».
Η Τζέιν ανέπτυξε τρόπους για να αντιμετωπίσει το παρελθόν όταν αυτό γινόταν αφόρητα παρόν, αλλά καταπιέζοντας την ανάκληση της κακοποίησης της για να προστατεύσει τον εαυτό της από τον φόβο τρελαθεί». Η μνήμη, με το πρόσχημα της αποσυνδεμένης αναβίωσης γεγονότων, θα μπορούσε να έρθει απρόσκλητη στη θεραπεία ώστε αντί για τη ζωντανή ανάκληση περασμένων γεγονότων, θα μπορούσε να τα re-enact, παλινδρομώντας στην ηλικία όπου τα είχε υποστεί.
[26] Ο Freud δίνει το ακόλουθο παράδειγμα της επανάληψης ως επιχειρούμενης λύσης για μια πρώιμη απογοήτευση: ‘Έτσι, κάποιος που πέρασε την παιδική του ηλικία σε μια υπερβολική αλλά σήμερα ξεχασμένη προσκόλληση στη μητέρα του, μπορεί να περάσει όλη του τη ζωή αναζητώντας μια σύζυγο από την οποία να εξαρτηθεί και να εξασφαλίσει την … υποστήριξή της’ (Freud, 1939. Vol. XXIII: 75). Ο Freud θεωρεί ότι αυτός είναι ένας τρόπος να κατανοήσουμε τη νεύρωση και τη διάπλαση του χαρακτήρα, το πώς τα χρονικά σχήματα και η επανάληψη στην ενήλικη ζωή αναπτύσσονται από (και διαιωνίζουν) τα πρώιμα βιώματα, αναπαράγοντας το παρελθόν στο παρόν. Πρόκειται για μια χρονική θεώρηση των ανθρώπινων σχέσεων, μια απόπειρα επίλυσης ενός υπαρξιακού διλήμματος με μια καταδικασμένη σε αποτυχία αέναη επανάληψη των ίδιων και των ίδιων. Η Melanie Klein τονίζει «την επίδραση των πρώιμων στάσεων σε ολόκληρη τη ζωή, το γεγονός ότι η σχέση με τις φιγούρες της παιδικής ηλικίας διαρκώς επανεμφανίζεται και τα ανεπίλυτα προβλήματα της βρεφικής ή της πρώιμης παιδικής ηλικίας αναβιώνουν αλλά σε τροποποιημένη μορφή» (Klein, 1959: 258).
[27] Βεβαίως, στην ψυχανάλυση αυτό γίνεται σημαντικό μέσο θεραπείας και ίασης.
[28] Το πλήρες παράθεμα έχει ως εξής: «Μια πλευρά της διαπροσωπικής επικοινωνίας που δεν έχει τύχει επαρκούς προσοχής είναι αυτή του χρόνου ( T ). Όπως και με τα X (περιεχόμενο), Y (σχέση), και N (πεδίο), είναι δυνατόν να προσδιοριστεί κάθε επικοινωνία διαφορετικά σύμφωνα με τον χρόνο ( T ) εντός του οποίου προκύπτουν οι άλλες μεταβλητές» (Palazzoli, 1986: 166).
[29] Ο Sebastian Kraemer προτείνει τρία χρονικά ερωτήματα κατά την εξέταση κλινικών προβλημάτων, στα οποία προσθέτω ένα τέταρτο. Όλα τους έχουν χρονική χροιά, και είναι: «Γιατί τώρα;» Γιατί έγινε τώρα πρόβλημα, έστω και αν το ζήτημα υπήρχε εδώ και καιρό; « Γιατί να ανησυχούμε;» Γιατί πρέπει κανείς να ανησυχεί ανάλογα με το αν πρόκειται για μια συνήθη δυσκολία της ζωής που αντιμετωπίζεται σαν σοβαρό πρόβλημα ή για ένα σοβαρό πρόβλημα που μπορεί να έχει σοβαρότερες συνέπειες; «Προς τι» Ποιο ρόλο ή ποια λειτουργία επιτελεί το πρόβλημα ως προς τη σταθεροποίηση της κατάστασης και ποιοι μπορεί να είναι οι προβληματισμοί ως προς μια ενδεχόμενη αλλαγή ή βελτίωση; Το τέταρτο ερώτημά μου είναι «Και μετά τι;» Ποιες είναι οι μελλοντικές προεκτάσεις και τι θα πρέπει να είναι διαφορετικό στο μέλλον; Τα ερωτήματα αυτά πηγάζουν από προβληματισμούς του μοντέλου του Μιλάνου.
[30] Η πλήρης διατύπωση του Bateson: «Το υλικό του μηνύματος … πρέπει να διατρέξει όλο το κύκλωμα, και ο χρόνος που απαιτείται για να επιστρέψει στο σημείο εκκίνησής του αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό του όλου συστήματος. Επομένως η συμπεριφορά του ρυθμιστή (ή κάθε άλλου μέρους του κυκλώματος) προσδιορίζεται ως έναν βαθμό όχι μόνον από το πρόσφατο παρελθόν του αλλά από το τι έκανε σε μια χρονική στιγμή που προηγήθηκε του παρόντος κατά το διάστημα που χρειάστηκε το μήνυμα για να ολοκληρώσει το κύκλωμα. Συνεπώς υπάρχει ένα είδος προσδιοριστικής [determinative] μνήμης ακόμη και στο απλούστερο κυβερνητικό κύκλωμα» (Bateson, 1971: 287).
[31] Μια ασθενής αναφέρει: «Τώρα ζω στον χρόνο, και τον αξιοποιώ καλύτερα. Παλιότερα ο χρόνος με συνέθλιβε — η προσπάθειά μου να είμαι έτοιμη για οτιδήποτε. Τώρα είμαι έτοιμη, ακριβώς επειδή δεν χρειάζεται να είμαι» (ibid: 142). Αυτό αντανακλά την αλλαγή χρόνου για την ασθενή (του «χρόνου του συστήματός της») καθώς θεραπευόταν.
[32] Η ομάδα ανακάλυψε πως αν δεν δοθεί επαρκές διάστημα μεταξύ των συνεδριών, δεν υπάρχει αρκετός χρόνος για να εδραιωθούν οι αρχικές βελτιώσεις ή για να ανταποκριθούν τα μέλη της οικογένειας στην αλλαγή (που τη θεωρούν απειλή). Μόνον όταν υπάρχει αρκετός χρόνος μπορεί ο θεραπευτής να βιώσει τους συνήθεις τρόπους με τους οποίους το «σύστημα» (με τους δικούς του «κανόνες») αντιμετωπίζει την απειλή της αλλαγής, κι έτσι να έχει τη δυνατότητα να επινοήσει περαιτέρω παρεμβάσεις ώστε να προκαλέσει την αλλαγή. Αυτό «οδηγεί στην υπόθεση ότι, αντίθετα από τη συνήθη πρακτική, η ένταση της θεραπείας δεν είναι ευθέως ανάλογη με τη συχνότητα και τον συνολικό αριθμό των συνεδριών» (ibid: 180).
BIBLIOGRAPHY
Alexander, B. C., (1997) Ritual and current studies of ritual: overview. In: Glazier, D., (Ed) Anthropology of Religion: A Handbook . Westport, CT. Greenwood Press. 139-160.
Aristotle, (1999) Physics . (Trans. Robin Waterfield) Oxford. Oxford University Press.
Augustine of Hippo (1961) Confessions. London. Penguin Books.
Barbour, J., (2000) The End of Time: the next revolution in our understanding of the universe. London. Phoenix Paperback.
Bateson, G., (1955) A theory of play and fantasy. APA Psychiatric Research Reports, II. In: Bateson G., (1973) Steps to an Ecology of Mind. London. Paladin Books. 150-166.
Bateson, G., (1971) The Cybernetics of ‘Self’: A theory of alcoholism. Psychiatry . 34. 1-18. In: Bateson, G. (1973) Steps to an Ecology of Mind. London. Paladin Books. 280-308.
Boscolo, L., and Bertrando, P., (1993) The Times of Time. New York. W.W. Norton.
Brookner, A. (1983) Providence . London. Triad Grafton Books.
Camus, A., (1957) L’Étranger . Paris. Éditions Gallimard.
Casement, P. (1985) On Learning from the Patient . London. Routledge.
Casement, P. (1990) Further Learning from the Patient: the Analytic Space and Process. Hove. Brunner Routledge.
Casement, P. (2002) Learning from our Mistakes . Hove. Brunner Routledge.
Casement, P., (2006) Learning from Life: Becoming an Analyst . Hove. Routledge.
Dostal, R. J., (1993) Time and phenomenology in Husserl and Heidegger. In: Guignon, C., (Ed.) The Cambridge Companion to Heidegger . Cambridge. Cambridge University Press. 141-169.
Durkheim, E., (2001 [1912]) The Elementary Forms of the Religious Life . (Trans. Cosman, C.) Oxford. Oxford World’s Classics.
Eliot, T. S., (1944) Four Quartets . London. Faber and Faber Ltd.
Freud, S., (1914) Remembering, repeating and working-through (further recommendations on the technique of psycho-analysis). The Standard Edition of the Complete Psychological Works of Sigmund Freud . Volume XII. Translated by James Strachey. London. Vintage. The Hogarth Press and The Institute of Psycho-Analysis. 145-156.
Freud, S., (1915) The Unconscious. The Standard Edition of the Complete Psychological Works of Sigmund Freud . Volume XIV. Translated by James Strachey. London. Vintage. The Hogarth Press and The Institute of Psycho-Analysis. 159-215.
Freud, S., (1920) Beyond the Pleasure Principle. The Standard Edition of the Complete Psychological Works of Sigmund Freud . Volume XVIII. Translated by James Strachey. London. Vintage. The Hogarth Press and The Institute of Psycho-Analysis. 3-64.
Freud, S., (1925) An Autobiographical Study. The Standard Edition of the Complete Psychological Works of Sigmund Freud . Volume XX. Translated by James Strachey. London. Vintage. The Hogarth Press and The Institute of Psycho-Analysis. 7-74.
Freud, S., (1926) Inhibitions, Symptoms and Anxiety. The Standard Edition of the Complete Psychological Works of Sigmund Freud . Volume XX. Translated by James Strachey. London. Vintage. The Hogarth Press and The Institute of Psycho-Analysis. 77-175.
Freud, S., (1933) New Introductory Lectures on Psychoanalysis. The Standard Edition of the Complete Psychological Works of Sigmund Freud . Volume XXII. Translated by James Strachey. London. Vintage. The Hogarth Press and The Institute of Psycho-Analysis. 3-182.
Geertz, C., (1973) Person, time and conduct in Bali. In: The Interpretation of Cultures . New York. Basic Books. 360-411.
Geldard, R. G., (2007) Parmenides and the Way of Truth . Rhinebeck, New York. Monkfish Book Publishing Company.
Gell, A., (1992) The Anthropology of Time: Cultural Constructions of Temporal Maps and Images . Berg. Oxford.
Gennep, A., van, (1960 [1908]) The Rites of Passage . (Trans. Vizedom, M. B., and Caffee, G. L.,) Chicago. The University of Chicago Press.
Haley, J. (1973) Uncommon Therapy: the Psychiatric Techniques of Milton H. Erickson MD. New York. Norton Books.
Hall, E. T., (1989) The Dance of Life: the Outer Dimension of Time . New York. Anchor Books.
Heidegger, M., (1992, [1925/1979]) History of the Concept of Time. Bloomington and Indianapolis. Indiana University Press.
Heidegger, M., (1993) Martin Heidegger: Basic Writings . (Ed. David Farrell Krell). New York. HarperCollins.
Howe, L. E. A. (1981) The social determination of knowledge: Maurice Bloch and Balinese time. The Journal of the Royal Anthropological Institute. 16. 2. 220-234.
Hubert, H., (1999 [1905]) Essay on time: a brief study of the representation of time in religion and magic. (Trans. Parkin, R., and Redding, J.) Oxford. Durkheim Press.
Husserl, E., (1991 [1928]) On the phenomenology of the Consciousness of Internal Time (1893-1917) . Trans. J.B. Brough. Dordrecht. Kluwer Academic Publishers.
Jenkins, H. (1980) Paradox: a pivotal point in therapy. Journal of Family Therapy . 2. 339-356.
Jenkins, H., (1987) Task setting in family therapy. Practice . 4. 363–373.
Jenkins, H., (2013) Time: the silent guest at the therapeutic table . PhD thesis; University of London, Goldsmiths College.
Kapferer, B., (2004) Ritual dynamics and virtual practice: beyond representation and meaning. In: Handelman, D., and Landquist, G., (Eds) Ritual in its own Right . Oxford. Bergen Books. 35-54.
Kareem, J., (2000) The Nafsiyat Intercultural Therapy Centre: ideas and experience in intercultural therapy. In: Kareem, J., and Littlewood, R., (Eds.) (2000) Intercultural Therapy: Themes Interpretation and Practice . Oxford. Blackwell Scientific Publications. 14-38.
Leach, E., (1976) Culture and Communication: The Logic by which Symbols are Connected . Cambridge University Press.
Levine, R., (2006) A Geography of Time: The Temporal Misadventures of a Social Psychologist . Oxford. Oneworld Publications.
McTaggart, J.M.E., (1927) The unreality of time. In: Le Poidevin, R., and MacBeath, M., (Eds) (1993) The Philosophy of Time. Oxford. Oxford University Press. 24-34.
Malan, D.H. (1979) _Individual Psychotherapy and the Science of Psychodynamics. _ London. Butterworths.
Merleau-Ponty, M., (2011 [1945]) Phénoménologie de la Perception . Paris. Éditions Gallimard.
Palazzoli, M. S., (1974) Trans. Pomerans, A., Self-Starvation: From the Intrapsychic to the Transpersonal Approach to Anorexia Nervosa . London. Chaucer Publishing Co. Ltd.
Palazzoli, M.S., Cecchin, G., Prata, G., and Boscolo, L., (1978) Trans. Burt, E, V. Paradox and Counterparadox . New York. Jason Aronson.
Palazzoli, M. S., Anolli, L., Di BLasio, P., Giossi, L., Pisano, I., Ricci, C., Sacchi, M., and Ugszio, V., (1986) Trans. Pomerans, A. J., The Hidden Games of Organizations . New York. Pantheon Books.
Palazzoli, M.S., Cirillo, S., Selvini, M. & Sorrentino, A.M. (1989) Trans. Kleiber, V. Family Games: General Models of Psychotic Processes in the Family. London. Karnac Books.
Perelberg, R. J., (2007) Introduction. In: Perelberg, R. J., (Ed) (2007) Time and Memory . London. Karnac. xiii-xxi.
Plato (1997) Plato: Complete Works. (Ed. Cooper, J. M.) Indianapolis. Hackett Publishing Co. 359-397.
Popper, K., (1973) The world of Parmenides: notes on Parmenides poem and its origin in early Greek cosmology. In: Popper, K., (2001) The world of Parmenides: Essays on the Presocratic Enlightenment . London. Routledge. 105-145.
Rappaport, R. A., (1999) Ritual and Religion in the Making of Humanity. Cambridge. Cambridge University Press.
Ricœur, P., (1980) Narrative time. Critical Inquiry . 7. 169-190.
Ricœur, P., (1984) Time and Narrative: Vol 1. Chicago. University of Chicago Press.
Ricœur, P., (1985) Time and Narrative: Vol 2. Chicago. University of Chicago Press.
Ricœur, P., (1988) Time and Narrative: Vol 3. Chicago. University of Chicago Press.
Ricoeur, P., (2000) La Mémoire, l’Histoire, l’Oubli. Paris. Éditions du Seuil. English version: Ricœur, P., (2006) Memory, History, Forgetting . Chicago. University of Chicago Press.
Sandler, J., Dare, C., and Holder, A. (Second Edition) (1992) The Patient and the Analyst . London. Karnac.
Sandler, J., Holder, A., Dare, C., and Dreher, A. U., (1997) Freud’s Models of the Mind. Madison. International Universities Press.
Sartre, J-P., (1943) _L’Être et le Néant: _ Essai d'ontologie phénoménologique . Paris. Éditions Gallimard.
Schorske, C. E., (1991) Freud: the psychoarcheology of civilizations. In: Neu, J., (Ed.) The Cambridge Companion to Freud . Cambridge. Cambridge University Press. 8-24.
Strawson, G., (2005) Against narrativity. In: Strawson, G., (Ed). The Self? Oxford. Blackwell Publishing. 63-86.
Turnbull, C., (1990) Liminality: a synthesis of subjective and objective experience. In: Schechner, R., and Appel, W., (Eds) By Means of Performance: Intercultural Studies of Theatre and Ritual . Cambridge. Cambridge University Press. 50-81.
Turner, V., (1969) The Ritual Process . New York. Aldine de Gruyter.
Turner, V., (1982) Images of Anti-Temporality. In: Turner, E. (Ed) (1985) On the Edge of the Bush . Arizona. The University of Arizona Press. 227-246.
Vickers, S., (2007) Where Three Roads Meet . Edinburgh. Canongate.
Watzlawick, P., Weakland, J., and Fisch, R. (1974) Change: Principles of Problem Formation and Problem Resolution. New York. Norton.
Yalom, I. D., (1989) Love’s Executioner and Other Tales of Psychotherapy . Harmondsworth. Penguin Books.
Yalom, I. D., (2001) The Gift of Therapy: Reflections on Being a Therapist. London. Piatkus (Publishers) Ltd.
Yalom, I. D., (2006) The Schopenhauer Cure. New York. Harper Perennial.