(Πίνακας Κυριάκος Κατζουράκης)
« Το 1968 ο Αντώνης Σαμαράκης θα έδινε μια διάλεξη στο γαλλικό ινστιτούτο. Βαθειά και σκληρή χούντα, συγκεντρωθήκαμε γεμίζοντας ασφυκτικά το αμφιθέατρο νοιώθοντας πως μας δίνεται ευκαιρία να επικοινωνήσουμε και θεωρώντας πως αυτό είναι μια πράξη αντίστασης. Ο συγγραφέας μπήκε στην αίθουσα, κάθισε στο τραπέζι απέναντί μας και σώπαινε. Επί πολύ ώρα σιωπή. Σιωπή και στην αίθουσα, κανένας ήχος, μοναχά ανάσες.
Η σιωπή συνεχιζόταν και κανένας δεν ένοιωθε αμηχανία ή την ανάγκη να την θραύσει, ούτε καν βήχοντας.
Ύστερα από πολύ ώρα ο Αντ. Σαμαράκης έκανε μια ερώτηση: "ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;” και ξανά περιέπεσε στην παρατεταμένη σιωπή. Δεύτερη φορά με τον ίδιο τόνο: “ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ”; και πάλι σιωπή. Το επανέλαβε και τρίτη. Και μετά τη σιωπή της τρίτης φοράς έδωσε την απάντηση: “κανείς δεν φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ”. Και το ακροατήριο ξέσπασε σε ακράτητα χειροκροτήματα, ανακούφισης, νοήματος. Σαν χίλια συνθήματα που δεν ακούγονταν ».
** Έτσι ξεκίνησε την ομιλία του (όπως την κατέγραψε η μνήμη μου) ο ζωγράφος και σκηνοθέτης Κυριάκος Κατζουράκης κατά την παρουσίαση ενός βιβλίου εξαιρετικής επικαιρότητας και σπουδαιότητας με τίτλο "Ανάλεκτα ψυχοθεραπείας και πολιτικής"(εκδόσεις Κοροντζή), συλλογή άρθρων σε επιμέλεια της ψυχιάτρου Κάτιας Χαραλαμπάκη. **
Με μια άλλη ευκαιρία θα ήταν χρήσιμη η παρουσίαση του βιβλίου αυτού στο Kommon. Προς το παρόν ας εστιάσουμε στην αρχική επιδίωξη, της οποίας αφορμή είναι η περιγραφή από τον Κυριάκο Κατζουράκη του παραπάνω επεισοδίου. Πρόκειται, προφανώς, για την αξία του νοήματος.
Χρειάζεται να κάνεις κάποιες αφαιρέσεις για να μπεις στο πνεύμα. Αδύνατον να προσεγγίσεις εύκολα, ζώντας σε μια εποχή θορύβων, τη σημασία και τον ήχο της σιωπής.
Αλλά μιλάμε για μια εποχή υποχρεωτικής σιωπής, όπου τα νεύματα, οι μικρές χειρονομίες και συχνότερα η απόλυτη σιωπή, αντικαθιστούσαν τις λέξεις και, κυρίως, τις μακροσκελείς αφηγήσεις. Τότε οι στίχοι, τα τραγούδια, οι μικρές φόρμες έπαιρναν μεγάλες διαστάσεις και διάδοση, όχι γιατί κουραζόσουν στη μεγάλη αφήγηση (όπως τώρα), αλλά γιατί ήθελες να εξαντλήσεις το βάθος.
Έτσι λοιπόν, όσο ο Αντ. Σαμαράκης σιωπούσε, οι μέσα φωνές μιλούσαν σε χαμηλό τόνο και υψηλή ένταση. Κι ενώ ήχος δεν έβγαινε, ο ένας με τον άλλο οι συνευρεθέντες είχαν συντονιστεί σε μια εύγλωττη επικοινωνία και όλοι μαζί είχαν εμπλακεί σε ένα παιχνίδι που υπερέβαινε τις αισθήσεις τους. Αυτός είναι ένας τρόπος να πας ως την ουσία.
Θα χρειαζόμουν αυτή την αφήγηση δύο ή τρεις Κυριακές πριν, όταν έγραφα εδώ για τον ακατάσχετο θόρυβο που προκαλούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στην κοινωνική ζωή άνθρωποι της δικής μας πλευράς, οδηγώντας την κατάσταση, της δικής μας πλευράς, στον ευτελισμό.
Αλλά δεν άντεξα στον πειρασμό να επανέλθω, μέσω Κατζουράκη, και μέσω των «ανάλεκτων ψυχοθεραπείας», καθώς το όλο θέμα φωτίζεται από πολλές άλλες γωνίες και μας δίνει τη δυνατότητα να εισχωρούμε περισσότερο στο βάθος.
Και δεν άντεξα, επίσης, στον πειρασμό της φαντασίας, η οποία μου ζήτησε να σκεφτώ μια παρόμοια σκηνή στο σήμερα. Ας υποθέσουμε, λέει, πως στον ίδιο χώρο επανεμφανίζεται κάποια βραδιά ο Σαμαράκης (με ένα θαύμα που τον επαναφέρει στον κύκλο των ζωντανών) και αποπειράται να κάνει το ίδιο παιχνίδι με το ακροατήριό του. Ανεβαίνει, κάθεται και σιωπά. Η σιωπή δεν μπορεί να κρατήσει ούτε ελάχιστα. Η πίεση των πραγμάτων είναι μεγάλη. Τα σώματα δεν στέκονται ακίνητα, ταράζονται και αρχίζουν να στριφογυρίζουν. Ο ένας κοιτάζει τον διπλανό του για να καταλάβει τι γίνεται και ποιος είναι, δεν τον ξέρει, δεν τον αισθάνεται, δεν έχουν κοινή μνήμη κι αν έχουν δεν το ξέρουν, γιατί δεν έχουν κοινή αίσθηση του παρόντος.
Οπότε, αμήχανες μικρές φωνές στην αρχή, σπάνε τη σιωπή. Αλλά επειδή το κοινό θα αποτελείται κατά κύριο λόγο από αριστερούς, φαντάζεται η φαντασία, σε λίγο θα ζητήσουν τον λόγο να μιλήσουν, ο ένας μετά τον άλλον, εκπροσωπώντας καθένας μια ομάδα, οργάνωση, κίνηση ή άποψη. Έχουν κατακτήσει την αλήθεια και οφείλουν να την μεταλαμπαδεύσουν, η σιωπή είναι χαμένος χρόνος που πρέπει γρήγορα να καλυφθεί…
Και την ώρα που μιλούν, καθώς η σιωπή, οι χειρονομίες και η νόηση έχουν αποδράσει από την αίθουσα, ο προσκεκλημένος Σαμαράκης σηκώνεται σιωπηλά, φορά ξανά το παλτό του και φεύγει.
Κανείς δεν κατάλαβε την αναχώρησή του. Δεν την χρειάζονταν.