Πρόλογος
Tο παρόν άρθρο εξετάζει ορισμένες αρνητικές συνέπειες στην εξελισσόμενη σχέση γονιού παιδιού, προσεγγίζοντας παράλληλα κάποιες θεωρίες για τις αντικειμενότροπες σχέσεις. Συγκεκριμένα, παρουσιάζει τις θεωρίες του Bion για την «προβλητική ταύτιση» και «περιέχον/περιεχόμενο» και του Fairnbairn για την ηθική άμυνα απέναντί στα «κακά αντικείμενα». Περιγράφονται εν συντομία οι βασικές έννοιες των δύο θεωριών και παρουσιάζονται κλινικά παραδείγματα. Στο άρθρο επίσης εξετάζεται η δυνατότητα αξιοποίησης ψυχαναλυτικών θεωριών στο πλαίσιο μιας διαδραστικής προσέγγισης βασισμένης στη συστημική θεωρία. Υποστηρίζεται η άποψη ότι αυτές οι θεωρίες παρέχουν ένα αξιόπιστο εννοιολογικό πλαίσιο για την κατανόηση των δυναμικών στις σχέσεις γονιού/παιδιού.
Λέξεις-κλειδιά : προβλητική ταύτιση, περιέχον/περιεχόμενο, ηθική άμυνα, αντικειμενότροπες σχέσεις
Εισαγωγή
Οι θεραπευτές οικογένειας, στην αναζήτηση μοντέλων που βασίζονται περισσότερο στις συναισθηματικές διεργασίες στην οικογένεια, στράφηκαν στις ψυχαναλυτικές ρίζες για να εξηγήσουν καλύτερα τα ανθρώπινα κίνητρα, τα συναισθήματα, και τη συμπεριφορές. Ο Bowen μίλησε για τις προβλητικές διεργασίες στην οικογένεια, περιγράφοντας πώς οι γονείς, άθελά τους, προβάλλουν στα παιδιά τους τα απωθημένα από τη σχέση με τους δικούς τους γονείς (Bowen M., 1966). Το σύστημα συναισθηματικής πρόσδεσης (Bowlby J., 1969) είναι ουσιαστικής σημασίας για την επιβίωση και την υγιή ανάπτυξη. Η επισφαλής συναισθηματική πρόσδεση, αλλά και η αδυναμία των γονέων να παρέχουν μια ικανοποιητική ενσυναισθητική στήριξη και αντανάκλαση στη δυσφορία του παιδιού, όπως περιγράφει ο Bion (1959), και η εσωτερίκευση των ματαιωτικών και απορριπτικών πτυχών του γονιού, όπως περιγράφει ο Fairnbairn (1952), μπορούν να οδηγήσουν στην εκδήλωση συναισθηματικών και λειτουργικών προβλημάτων.
Ως συστημικοί θεραπευτές μπορούμε να αξιοποιήσουμε στοιχεία από τις θεωρίες για τις αντικειμενότροπες σχέσεις, στο πλαίσιο της συστημικής επιστημολογίας. Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί η ανάγκη να αποφευχθεί ένας συγκεκχυμένος εκλεκτικισμός (Boscolo, L., Bertrando, P. 1996). Οι ψυχαναλυτές συνέβαλαν με το βάθος των παρατηρήσεων στην κατανόηση των ασυνείδητων δυναμικών των σχέσεων μέσα στην οικογένεια. Εξερεύνησαν την πλούσια εσωτερική ψυχολογική ζωή (συμβολική, ασυνείδητη, συναισθηματική) ενός υποκειμένου μέσα στο σύστημα (Larner 2000). Αλλά εστίασαν κυρίως στη δυαδική σχέση μάνας παιδιού. Η συστημική θεωρία εξετάζει την αλληλεπίδραση μάνας/παιδιού στην αμοιβαιότητα της και σε μια κυκλικότητα, που εμπλέκει όλα τα μέλη της οικογένειας και εξελίσσεται μέσα στον χρόνο.
Το παιδί έχει ανάγκη από ασφάλεια, χαρά, παιχνίδι, ενθάρρυνση, μάθηση και φροντίδα. Οι γονείς, παρακινούμενοι από ειλικρινή αγάπη, επιθυμούν να προσφέρουν στα παιδιά τους αυτό που πιστεύουν ότι είναι το σπουδαιότερο αγαθό. Πολλές φορές, ενώ επιθυμούν να δουν τα παιδιά τους να ευτυχούν, επιτυγχάνουν τα αντίθετα αποτελέσματα.
Τα προβλήματα προκύπτουν όταν προς χάριν της προστασίας ποτίζουν το παιδί με φόβο, όταν προς χάριν της αριστείας ενσταλάζουν το άγχος και τη χαμηλή αυτοεκτίμηση, όταν προς χάριν τού να διδάξουν τα «πρέπει» και την «μη», εμφυτεύουν στο παιδί έναν άκαμπτο τυραννικό ηθικό κώδικα. Άλλοι παράγοντες που εκτρέπουν τη φυσιολογική ψυχοσυναισθηματική ωρίμανση του παιδιού περιλαμβάνουν τις αρνητικές οικογενειακές διεργασίες, οικογενειακές και συζυγικές συγκρούσεις, καταστάσεις στις οποίες οι συναισθηματικές ανάγκες των παιδιών υποτάσσονται στις συναισθηματικές ανάγκες των γονιών, αλλά και όταν υπάρχουν άλλοι περιορισμοί, μερικοί από τους οποίους μπορεί να είναι και αναπόφευκτοι (γονιός που νοσεί, απουσία γονιού). Τότε, ο εκκολαπτόμενος εαυτός του παιδιού στερείται του θρεπτικού, στηρικτικού και παραγωγικού περιβάλλοντος που έχει ανάγκη.
Δυο χρήσιμες θεωρίες που φωτίζουν την ασυνείδητη πτυχή των αλληλεπιδράσεων στην οικογένεια είναι η θεωρία του Bion (1962) για το περιέχον και το περιεχόμενο και την προβλητική ταύτιση, και του Fairnbairn για την ηθική άμυνα (1952).
Bion: προβλητική ταύτιση και περιέχον/περιεχόμενο
o Bion (1959) είδε τον μηχανισμό της προβλητικής ταύτισης ως μία διεργασία επικοινωνίας του παιδιού με τη μητέρα και εξέτασε τον ρόλο της στη φυσιολογική ανάπτυξη του παιδιού. Το βρέφος προβάλλει στη μητέρα το μη αρθρώσιμο σε λόγια άγχος, ώστε εκείνη να το βιώσει, να το διερευνήσει και, εν τέλει, να το περιέξει και μετά να το επιστρέψει στο παιδί επεξεργασμένο. Η δεκτική μητέρα λαμβάνει υπόψη τις συχνά εχθρικές προβλητικές ταυτίσεις του βρέφους, και μέσω της σταδιακής αλλαγής των συναισθημάτων και των σκέψεων που βιώνει, τους επιτρέπει να «εξελιχθούν σε μια κατανόηση του τι βιώνει το παιδί». Αυτή η διεργασία δεν είναι απλώς ένα καθρέφτισμα των διαθέσεων και των παρορμήσεων του βρέφους. Είναι μια ενεργός εμπλοκή με την ψυχική κατάσταση του παιδιού, που του δείχνει πώς οι προβολές του μπορούν να αποτοξινωθούν, να μεταβολισθούν και, εν τέλει, να γίνουν ανεκτές και «να πάρουν σχήμα και μορφή». Ο Bion (1962) ονόμασε τον τόπο όπου προσγειώνεται η προβολή ως « περιέκτη » και το υλικό που προβάλλεται ως «περιεχόμενο».
Η διεργασία αυτή βοηθά το παιδί να αναπτύξει τη σκέψη και τη φαντασία. Αυτή η ικανότητα απορροφά τον αντίκτυπο των απρόβλεπτων και ποικίλων ματαιώσεων που συνθέτουν τον κόσμο του παιδιού, ευνοεί τη διαφοροποίηση μεταξύ εαυτού και του άλλου και συμβάλλει στη συνοχή του εσωτερικού του κόσμου (Segal, 1955). Αυτό που λέει ο Bion είναι ότι η ικανότητα για νοηματοδότηση και στοχασμό, αναδύεται και εξελίσσεται σε μια σχέση με κάποιον που ενδιαφέρεται ολόπλευρα να μας γνωρίσει και να ανταποκριθεί (Flaskas C. 2005). Αυτή η προβλητική διεργασία εξελίσσεται σε όλες τις σχέσεις και στην ενήλικη ζωή, και όχι μόνο στη σχέση μάνας βρέφους, και μέσω αυτής αναπτύσσεται το γόνιμο έδαφος για παραγωγή νοήματος και ενσυναίσθησης, όλων των μελών της οικογένειας.
Ας δούμε μερικά παραδείγματα αυτής της διεργασίας που αναδεικνύει τη δυναμική φύση της αλληλεπίδρασης μεταξύ του παιδιού και του φροντιστή, αλλά όλων των μελών της οικογένειας.
Α)
O Ανέστης, πέντε ετών, είναι μοναχοπαίδι. Δεν μπορεί να συνεργαστεί αρμονικά με τα άλλα παιδιά στο παιχνίδι. Τσακώνεται μαζί τους, φεύγει και πάει στη μητέρα του. Εκείνη επεμβαίνει και καταστρέφει το παιχνίδι των άλλων παιδιών. Σε αυτή την περίπτωση, η μητέρα δεν αντέχει να βλέπει το παιδί να παιδεύεται. Δεν αντέχει στην πραγματικότητα η ίδια να μείνει για αρκετό χρόνο με τα συναισθήματα που έχει προβάλει πάνω της το παιδί, για να μπορέσει να τα κοσκινίσει και να βρει τι πραγματικά προσπαθεί να πει το παιδί. Το παιδί δεν προσπαθεί να επικοινωνήσει ότι θέλει να του λύσει το πρόβλημα, προσπαθεί να πει στη μητέρα για την έντονη δυσφορία που αισθάνθηκε όταν βρέθηκε αντιμέτωπο με την προοπτική να πρέπει να κάνει κάτι χωρίς αυτήν. Η μητέρα σπεύδει να ανακουφίσει γρήγορα το παιδί για να το προστατέψει από το να εκτεθεί στη δυσφορία.
Όταν το παιδί μπορεί να αντέξει μια ανεκτή ποσότητα άγχους και ματαίωσης, μπορεί να αναπτύξει την ικανότητα συμβολοποίησης. Το νόημα εξελίσσεται στη διεργασία της αλληλεπίδρασης του παιδιού με τον γονιό. Το νόημα δεν κατοικεί στο πρόσωπο του γονιού, ούτε στην ψυχή του παιδιού, είναι ένα προϊόν της αλληλεπίδρασής τους και μια διεργασία στην οποία μπορούν να αναπτυχθούν και οι δύο συναισθηματικά. Αυτό που εσωτερικεύει το παιδί τότε, είναι ένα αντικείμενο που μπορεί να παράξει νόημα στο «εδώ και τώρα», σε μια ποικιλία από διαφορετικές αλληλεπιδράσεις και η σκέψη δεν είναι απλώς η επιβολή της λογικής και του ορθολογισμού - είναι ένα άλμα προς το άγνωστο και η ικανότητα να αντέξει το χάσμα του κενού, ενώ περιμένει το νόημα να πάρει μορφή (Sandler, 2005). Στην εφηβεία ο Ανέστης έγινε κατ΄εξακολούθηση θύμα bullying. Ο πατέρας προβληματιζόμενος σκέφτηκε ότι, για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, θα πρέπει να πάει τον γιο του να μάθει καράτε.
Β)
Ο Νικήτας 6 ετών είναι μαθητής στην 1η δημοτικού και παρουσιάζει τραυλισμό. Η οικογένεια παραπέμφθηκε από τον λογοπεδικό για οικογενειακή θεραπεία. Ωστόσο, στη συνεδρία οι γονείς δηλώνουν ότι το κύριο πρόβλημά τους είναι ότι ο Νικήτας δεν συγκεντρώνεται να κάνει τα μαθήματα του, και το αίτημά τους είναι πώς θα τον κάνουν να στρώνεται στο διάβασμα. Έχουν δοκιμάσει διάφορες μεθόδους, πίεση, τάξιμο, τιμωρίες, ωστόσο το πρόβλημα δεν λύνεται. Η μητέρα αναφέρει ως αρετή της μεγαλύτερης κόρης (9 ετών), ότι είναι τελειομανής. Είναι άριστη μαθήτρια και ασχολείται με ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων με υψηλές επιδόσεις. Η μητέρα επικαλείται ότι η δασκάλα είναι απαιτητική και χρεώνει στους γονείς την ευθύνη να πηγαίνουν τα παιδιά στο σχολείο διαβασμένα. Εκφράζει επίσης την ανησυχία της ότι θα μείνει πίσω στα μαθήματα, σε σχέση με τα άλλα παιδιά. Στη σχέση του ζευγαριού δεν φαίνεται να υπάρχουν φανερές εντάσεις, αλλά μάλλον μεγάλη ποσότητα ανέκφραστου θυμού. Στη συνεδρία ο θεραπευτής βάζει τον Νικήτα να ζωγραφίσει. Το αξιοσημείωτο είναι η ματιά της μάνας καθώς ζωγραφίζει. Εκλαμβάνοντας εσφαλμένα ότι ο θεραπευτής υποβάλλει το παιδί σε τεστ, παρακολουθεί με το βλέμμα τον εξεταστή, με αγωνία αν το παιδί θα τα καταφέρει. Ο πατέρας παρακολουθεί ανέκφραστος.
Αν στην περίπτωση του Ανέστη η μητέρα επεμβαίνει άμεσα για να προστατέψει το παιδί από το συναίσθημα της δυσφορίας, στην περίπτωση του Νικήτα το αξιοσημείωτο είναι η εξεταστική ματιά της μητέρας και η ετοιμότητα να απορρίψει το παιδί αν αποτύχει. Η μητέρα δεν αντέχει να βλέπει το παιδί να μη μπορεί, να αποτυγχάνει. Η επαναλαμβανόμενη εμπειρία του παιδιού είναι ότι η μάνα του αδιάκοπα τον βαθμολογεί. Η ίδια δεν μπορεί να χειριστεί τα δικά της συναισθήματα αδυναμίας και αναξιότητας, με αποτέλεσμα να επιστρέφονται στο παιδί ακατέργαστα. Το παιδί μπαίνει σε διαδικασία ότι, για να πετύχει την αγάπη των γονιών, πρέπει συνεχώς να βελτιώνει τις επιδόσεις του, να είναι σε μια διαδικασία αδιάκοπης «προκοπής».
Γ)
Ένα ζευγάρι έρχεται για θεραπεία. Η κόρη τους, Ειρήνη, 38 ετών, είχε εξάρτηση από ουσίες και έκανε απεξάρτηση. Στη συνέχεια της βρήκαν μια δουλειά από το πρόγραμμα. Παίρνει τον λόγο η μητέρα λέγοντας «Εγώ έχω κάνει ατομική και ομαδική θεραπεία και έχω ακούσει από τους ειδικούς τι είναι σωστό και τι λάθος, στον χειρισμό της κόρης μας. Μας έχουν πει να μην επεμβαίνουμε σε προσωπικά της θέματα. Ήρθαμε γιατί ο σύζυγος κάνει λάθη… Έχουμε την υπόνοια ότι κόρη μας έφυγε από τη δουλειά. Ο σύζυγος, παρά τα όσα μας έχουν πει οι ειδικοί, να μην ανακατευόμαστε, τηλεφώνησε στο αφεντικό της για να ρωτήσει».
Ο θεραπευτής ρωτά τον πατέρα: Θεραπευτής: Τι σας ανησυχεί;
Πατέρας: Μην έχει ξαναμπλέξει με τα ναρκωτικά
Θεραπευτής: Αυτή την ανησυχία τη μοιραστήκατε με τη γυναίκα σας;
Τότε παρεμβαίνει εκείνη και με έντονο ύφος λέει: «Δεν θέλω να ακούω τέτοια… δεν αντέχω στην ιδέα ότι μπορεί να υποτροπίασε».
Θα μπορούσαμε να κατανοήσουμε τις αλληλεπιδράσεις όλων των μελών στην οικογένεια ως μια διεργασία προβλητικής ταύτισης, με την έννοια που δίνει ο Bion. Η μητέρα αποκρούει την αγωνία του πατέρα γιατί δεν αντέχει. Έτσι, ο πατέρας, μη μπορώντας να μοιραστεί την αγωνία του, προβαίνει σε μια πράξη άμεσης καταπράυνσης. Και οι δύο δεν μπορούν να μοιραστούν το άγχος τους, ώστε μέσα από την επικοινωνία να γίνει ανεκτό και διαχειρίσιμο και να αναδυθεί το νόημα, γιατί αμύνονται να μη «μολυνθούν» από τα αρνητικά συναισθήματα του άλλου. Οι γονείς αυτοί αδυνατούν να παρέχουν αμοιβαία επαρκή ενσυναισθητική στήριξη, ώστε να δώσουν και ένα υπόδειγμα στο παιδί πώς να αντιμετωπίζει τις δύσκολες καταστάσεις. Το παιδί ίσως έχει την ίδια ματαιωτική συναισθηματική εμπειρία στη διαντίδραση με τους γονείς. Αλλά πέραν της άμεσης αλληλεπίδρασης με τους γονείς, είναι επίσης και μάρτυρας της αλληλεπίδρασης μεταξύ τους. Παρακολουθώντας πώς διαχειρίζονται τα συναισθήματά τους, εσωτερικεύει τους τρόπους τους. Όταν αυτή η επικοινωνία των γονέων στην εκδήλωση ευάλωτων συναισθημάτων είναι επαναλαμβανόμενη, το παιδί μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον που οι γονείς αδυνατούν να κάνουν μια καταπραϋντική αντανάκλαση της εσωτερικής εμπειρίας τους. Το αποτέλεσμα είναι ένας αποδυναμωμένος εαυτός που θα στραφεί στην επιδίωξη διεγέρσεων, στην προσπάθειά του να αποκρούσει έναν πιο καταστροφικό κατακερματισμό του εαυτού.
Fairnbairn: Ηθική άμυνα απέναντι στα κακά αντικείμενα
Ο Fairnbairn, περιγράφει τις συνέπειες που έχει στον εσωτερικό κόσμο του παιδιού η εσωτερίκευση των απορριπτικών και ματαιωτικών πτυχών του γονιού. Αυτό μπορεί να συμβαίνει σε οικογένειες που αξιολογούν ως σημαντικότερο όλων τον έλεγχο και την ιεραρχία και σε οικογένειες με περιορισμένη συναισθηματική έκφραση ή όταν το «νοιάξιμο» εκφράζεται και εισπράττεται με χρηστικό τρόπο. Μπορεί να συμβαίνει, επίσης, στις περιπτώσεις που οι γονείς από καλή πρόθεση θέλουν να εμφυσήσουν στα παιδιά τους την πειθαρχία και την ανταγωνιστικότητα, ή να υλοποιήσουν τα παιδιά τα δικά τους ανεκπλήρωτα όνειρα. Στην περίπτωση που υπάρχουν αρνητικές εμπειρίες από τον γονιό που ήταν ματαιωτικός ή απορριπτικός, οι αναπτυξιακές ανάγκες του παιδιού δεν ικανοποιούνται και το παιδί μένει προσκολλημένο στον απορριπτικό γονιό, περιμένοντας να πάρει τα αναγκαία αναπτυξιακά εφόδια για να αυτονομηθεί. Ο Fairbairn υπέθεσε ότι ένας από τους πρώιμους τρόπους που υιοθετεί το παιδί για να παραμείνει προσκολλημένο στα απορριπτικά αντικείμενα είναι να τα εσωτερικεύσει, επειδή περιέχοντας τα εσωτερικά, αποκτά πρόσβαση σ’ αυτά, όταν δεν είναι διαθέσιμα στην πραγματικότητα. Μόλις τα εσωτερικεύσει, η ψυχολογική ανάπτυξη του παιδιού παρεμποδίζεται περαιτέρω, γιατί το επίκεντρο παραμένει στον εσωτερικό κόσμο, που γίνεται όλο και περισσότερο ένα κλειστό σύστημα (λόγω των συνεχώς ματαιωτικών εμπειριών από την εξωτερική του πραγματικότητα). Σε αντίθεση με το ικανοποιητικό αντικείμενο, το μη ικανοποιητικό αντικείμενο έχει δύο όψεις. Από τη μία πλευρά ματαιώνει και, από την άλλη πλευρά, παρασύρει και δελεάζει. Το παιδί, στην προσπάθειά του να το ελέγξει, έχει εισαγάγει στην εσωτερική οικονομία του νου του ένα αντικείμενο, που όχι μόνο συνεχίζει να ματαιώνει την ανάγκη του, αλλά και συνεχίζει να την διεγείρει (Fairbairn, 1952). Η πράξη του διαχωρισμού του τοξικού εσωτερικευμένου αντικείμενου σε δύο συνιστώσες: το απορριπτικό μερικό-αντικείμενο (και κατά συνέπεια ματαιωτικό) και το συναρπαστικό μερικό-αντικείμενο (επίσης ματαιωτικό, λόγω των ανεκπλήρωτων υποσχέσεων), χωρίζει, επίσης, την αίσθηση του εαυτού του παιδιού σε δύο χωριστούς «μερικούς» εαυτούς. Ένας που σχετίζεται με τον εσωτερικευμένο απορριπτικό γονιό που φοβάται την εγκατάλειψη, μισεί τον εαυτό, και τον γονιό και είναι διαποτισμένος από μια αίσθηση αυτοδίκαιης εκδίκησης. Και, ένας που σχετίζεται με τον εσωτερικευμένο δελεαστικό γονιό και είναι γεμάτος με μη ρεαλιστική ελπίδα για αγάπη. Το «τρίτο» ζευγάρι του εαυτού και του αντικειμένου στον εσωτερικό κόσμο του παιδιού, είναι κατασκευασμένο από αναμνήσεις των γονιών, όταν ήταν κατάλληλα συναισθηματικά υποστηρικτικοί κι ευχάριστοι. Αυτές οι πρώιμες σχεσιακές μνήμες μπορούν να σχηματίσουν ένα υπόστρωμα που είναι η ασυνείδητη βάση για την αγάπη, την εμπιστοσύνη, και την ενσυναίσθηση. Η πλειονότητα των αναμνήσεων από τον στοργικό γονέα παραμένουν διαθέσιμες στη συνείδηση. Ακόμα και οι ανυπόφορα απορριπτικοί γονείς έχουν κάποιες υποστηρικτικές αλληλεπιδράσεις και, έτσι, υπάρχουν συνήθως αρκετά γεγονότα για να δημιουργήσουν μια μικρή εκδοχή αυτής της εσωτερικής δομής. Ωστόσο, σε πολλούς η παρουσία της παραμένει ισχνή, διότι στην πραγματικότητα ήταν πολύ λίγες οι αναπτυξιακά θετικές αλληλεπιδράσεις με το ιδανικό αντικείμενο.
Ο αμυντικός μηχανισμός της σχάσης εμποδίζει να συντεθούν τα καλά και τα κακά αντικείμενα σε ένα ενιαίο αντικείμενο που έχει θετικές και αρνητικές πλευρές, όπως θα συνέβαινε στην ομαλή συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού. Αυτός ο μηχανισμός βοηθά το παιδί να διασφαλίσει τη συνέχιση της αναγκαίας προσκόλλησης προς το αντικείμενο, από το οποίο έχει εξάρτηση, απωθώντας τις μνήμες από τις εκατοντάδες αρνητικές αλληλεπιδράσεις, που αν ήταν σε πλήρη επίγνωση, θα κατέστρεφαν τον ουσιαστικό δεσμό μαζί του. Αυτή η δομική άμυνα γίνεται όλο και πιο παθολογική με την πάροδο του χρόνου, όταν η αναπτυξιακή τάση προς σύνθεση των καλών και κακών τμημάτων του ίδιου αντικειμένου πρέπει συνεχώς να εκμηδενίζεται, για να προστατεύει το παιδί από τις απαράδεκτες πηγές απογοήτευσης και να του επιτρέπει να παραμείνει προσκολλημένο στο όλο και πιο απεγνωσμένα αναγκαίο αντικείμενο (Celani P. D., 2007).
Σε πολλές οικογένειες οι απορριπτικές πτυχές των γονιών είναι τόσο ισχυρές, και η προκύπτουσα ματαίωση των νόμιμων αναπτυξιακών αναγκών τόσο σοβαρή, ώστε ο αρνητικός μερικός εαυτός και η εχθρική σχέση του με το απορριπτικό αντικείμενο αποκτά ζωτική σημασία για τον ορισμό του εαυτού και δίνει νόημα στη ζωή του παιδιού (και αργότερα του ενήλικα). Αυτή η ενδοψυχική δομή συνεχίζει να αναπαράγει τις «κακές» σχέσεις στο διηνεκές (Celani P. D.,2007).
Για παράδειγμα, ένα άτομο που κυριαρχείται από τον αρνητικό μερικό εαυτό, μπορεί να βιώνει όλες τις μορφές εξουσίας ως διεφθαρμένες, καταχραστές της εξουσίας, και ο ασυνείδητος στόχος του μπορεί να είναι να τους εκθέσει και να αναζητήσει δημόσια εκδίκηση. Αντίθετα, ένα άτομο που κυριαρχείται από τον μερικό εαυτό που σχετίζεται με το δελεαστικό αντικείμενο, μπορεί να περάσει τη ζωή του αναζητώντας ακατάλληλα πρόσωπα για αγάπη και εκτίμηση. Η κυρίαρχη ανάγκη δεν είναι για την ευχαρίστηση ή την ικανοποίηση αναγκών, αλλά για μια έντονη σχέση με ένα άλλο άτομο. Αν είναι μόνο οδυνηρές εμπειρίες που παρέχονται, το παιδί δεν εγκαταλείπει και να αναζητήσει ευχάριστες εμπειρίες αλλού, αλλά επιδιώκει τον πόνο ως ένα όχημα για την αλληλεπίδραση με τον σημαντικό άλλο. Επώδυνα συναισθήματα, αυτοκαταστροφικές σχέσεις, καταστάσεις αυτο-υπονόμευσης, δημιουργούνται εκ νέου σε όλη τη ζωή ως οχήματα για τη διαιώνιση των πρώιμων δεσμών με τους σημαντικούς άλλους (Celani P. D.,2007). Είναι ένα ατύχημα που επαναλαμβάνεται.
Η Θάλεια, 30 ετών, άρχισε ατομική θεραπεία γιατί οι άντρες με τους οποίους έκανε δεσμούς, είτε την κακοποιούσαν είτε την εγκατέλειπαν. Αναφέρει μια προηγούμενη κακοποιητική σχέση, που της φέρθηκε σαδιστικά.
Κατά την πορεία της ψυχοθεραπείας έκανε άλλη σχέση. Αυτός της φάνηκε διαφορετικός, «φροντιστικός». Σταδιακά, άρχισε κι αυτός να απομακρύνεται. Τον περιμένει με τις ώρες να της τηλεφωνήσει. Της απαντά «αυτός είμαι εγώ και δεν αλλάζω». Τελικά χώρισε και με αυτόν.
Η εξάρτηση από απορριπτικά, αλλά και συναρπαστικά αντικείμενα, αφήνει το παιδί με τις ανάγκες του χρόνια ανικανοποίητες, ενώ ταυτόχρονα φοβάται να εκφράσει τα αρνητικά συναισθήματά του. Διότι αφ’ ενός φοβάται μήπως εισπράξει ακόμη μεγαλύτερη απόρριψη, και έτσι να επιτείνει την κακία του γονιού και να τον κάνει να φαίνεται πιο αληθινός υπό την ιδιότητά του ως ένα κακό αντικείμενο. Αφ’ ετέρου, φοβάται, επίσης, μήπως θα το κάνει να το αγαπά λιγότερο κι έτσι θα καταστρέψει εντελώς την ιδιότητά του ως καλού αντικειμένου και τότε θα καταρρεύσει οριστικά μέσα του η ελπίδα ότι μπορεί ο σημαντικός άλλος να δείξει κάποτε τη θετική πλευρά του.
Βαθειά μέσα του το παιδί «προστατεύει την καλοσύνη και την αρετή των γονιών του», και είναι πρόθυμο να επωμιστεί την ευθύνη για την απόρριψη και την παραμέληση. Αυτό το pattern μονιμοποιείται και στην ενήλικη ζωή. Η απόκρυψη από την πραγματικότητα ότι οι γονείς του είναι «κακοί γονείς», επιτρέπει στο παιδί να στηρίξει την αυταπάτη ότι υπάρχει ελπίδα γι’ αυτό στο μέλλον, και ότι αν συμπεριφέρεται με διαφορετικό τρόπο, θα μπορέσει να βρει το κλειδί για την αγάπη των γονιών του. Αυτόν τον μηχανισμό ο Fairnbairn (1952b) ονόμασε «Ηθική άμυνα απέναντι στα κακά αντικείμενα». Τόσο η ηθική άμυνα, όσο και η άμυνα της διάσπασης, παίζουν κεντρικό ρόλο στον εσωτερικό κόσμο της ψυχαναγκαστικής διαταραχής προσωπικότητας. Η ανώριμη άμυνα της διάσπασης απομονώνει και απωθεί τις χειρότερες αναμνήσεις παραμέλησης ή κακοποίησης, ενώ η μετέπειτα σχηματιζόμενη ηθική άμυνα, συνειδητά δικαιολογεί τους γονείς για την εχθρική και υποτιμητική αντιμετώπισή τους.
Η ηθική άμυνα ενισχύεται από την τάση των γονιών να ορίζουν κανόνες τους οποίους υποτίθεται ότι το παιδί έχει παραβιάσει.
Η Θάλεια εργάζεται στην επιχείρηση του πατέρα της. Ο πατέρας συνεχώς είναι επικριτικός και απαιτητικός. Ποτέ δεν λέει «μπράβο». Συνεχώς της κάνει παρατηρήσεις για αλλεπάλληλα λάθη που υποτίθεται ότι κάνει, κάτι που την προσβάλλει και την ντροπιάζει.
Η έννοια του «μυστικισμού της εμπειρίας» αναφέρεται στην απώλεια της δυνατότητας να διαμορφώνει κάποιος προσωπική αντίληψη και κρίση για τη δική του εμπειρία. Αντίθετα, υιοθετεί για την εμπειρία του την αντίληψη που έχει ο σημαντικός άλλος (Winckler, 1995).
Ο «μυστικισμός της εμπειρίας» ενισχύεται από την ανάγκη του παιδιού να βλέπει εσφαλμένα τους γονείς του, ως άμεμπτους. Αυτή η θολωμένη αντίληψη επιτρέπει στους γονείς να τιμωρήσουν και να επικρίνουν τα παιδιά τους, ορίζοντας τις «παραβάσεις» τους ως ηθικά σφάλματα, κάτι που περαιτέρω το ενοχοποιεί. Η σύγχυση του παιδιού επιτείνεται από την εδραιωμένη πεποίθηση του ότι οι γονείς υποκινούνται από καλοπροαίρετα κίνητρα. Οι γονείς αρνούνται ότι είναι σκληροί, κριτικοί και αυθαίρετοι και τείνουν να απαγορεύουν την άμεση έκφραση του θυμού, μνησικακίας ή εκδίκησης, υποστηρίζοντας ότι μια τέτοια συμπεριφορά είναι άσχετη προς οποιαδήποτε κατανοητή αφορμή (Winckler, 1995).
Σε σχέση με τον πατέρα λέει: Νοιώθω ότι δεν έχω δικαίωμα να του θυμώνω. Ο πατέρας έχει δικαίωμα να θυμώνει γιατί λέει «εγώ σας τα παρέχω όλα» κάτι το οποίο είναι αλήθεια.
Έτσι, οι γονείς ενισχύουν τη χρήση της ηθικής άμυνας και υπάρχει μια ισχυρή συνέργεια μεταξύ των ασυνείδητων στρατηγικών των γονέων και της ανάγκης του παιδιού να διατηρήσει τα αντικείμενά του άμεμπτα. Μια άλλη χρήση της ηθικής στις οικογένειες αυτές, είναι η αξιοποίησή της ως μέσο επιβολής και ελέγχου, μέσω της προβολής της ηθικής ανωτερότητας. Η υπερ-καλοσύνη ως τρόπος ελέγχου είναι πολύ εμφανής σε αυτά τα σπιτικά.
Αβέβαιη για τον εαυτό της, και υπερβολικά ευαίσθητη στην αποδοκιμασία, φοβάται να πάρει ρίσκα που συνδέονται με την πρωτοβουλία, αποφάσεις και ενέργειες.
Αισθάνεται υποχρεωμένη και βεβαρημένη από τις απαιτήσεις των άλλων, που όμως, ταυτόχρονα, την απαλλάσσουν από το καθήκον της λήψης αποφάσεων. Κάθε απόφαση που παίρνει την εκθέτει σε πιθανή κριτική, είτε από τα άτομα του άμεσου περιβάλλοντός της, είτε από το εσωτερικευμένο απορριπτικό αντικείμενο. Με την πάροδο του χρόνου το κεντρικό Εγώ έχει διαβρωθεί σε σημείο που η ίδια έχει χάσει την αίσθηση της σιγουριάς για την πραγματικότητα.
Αισθάνεται ότι χρειάζεται συνεχώς τους άλλους για να επικυρώνουν αυτά που η ίδια ήδη γνωρίζει.
Οι πρώιμες και μετέπειτα εμπειρίες στην οικογένεια, την έκαναν, σταδιακά, να χάσει τη δυνατότητα να σχηματίζει προσωπική αντίληψη και άποψη για τα γεγονότα. Υιοθετεί την αντίληψη και άποψη του ισχυρού άλλου. Η αφήγηση σχετικά με τη ζωή της δεν προέρχεται από προσωπική εμπειρία, αλλά από την ιστορία κάποιου άλλου.
Η εξαιρετικά υπερλεπτομερής και αργή εκτέλεση της εργασίας που της ανατίθεται, είναι μια εξωτερίκευση της προσπάθειας να συμμορφωθεί με την παρούσα αυθαίρετη απαίτηση, αλλά με τρόπο που, την ίδια στιγμή, ακυρώνει. Έτσι, πιθανώς να απογοητεύει το απορριπτικό εσωτερικευμένο αντικείμενο, προκειμένου να διατηρήσει την αίσθηση του εαυτού.
Η πάλη μεταξύ του εσωτερικευμένου απορριπτικού αντικειμένου, που απαιτεί την τελειότητα, και του εξοργισμένου, αλλά παθητικά επιθετικού αντιδραστικού μερικού εαυτού, μπορεί να είναι η πηγή τόσο των συμπτωμάτων όσο και των μεταβιβάσεων.
Επίλογος
Το παρόν άρθρο εστίασε στην κατανόηση της δυναμικής στις σχέσεις στην οικογένεια από τη σκοπιά των δύο θεωριών του Bion και του Fairnbairn. Περαιτέρω, η αρθρογραφία θα μπορούσε να επεκταθεί στην ανάλυση και την κατανόηση της μεταβίβασης και στις δυνατότητες που προσφέρονται στη θεραπεία. Πέραν των δύο θεωριών που παρουσιάστηκαν, και άλλες ψυχαναλυτικές θεωρίες, όπως του Winnicott (1960) για τον ψευδή εαυτό, του Ferenczi (1932) για την ταύτιση με τον επιτιθέμενο που αναλύει τη βία και τη θυματοποίηση, του Κοhut (1972) για τη ναρκισσιστική οργή και την εξιδανίκευση της γονικής εικόνας, μπορούν να συμβάλουν στην ενδοψυχική κατανόηση του σχεσιακού βιώματος.
Η διασταύρωση ιδεών από το συστημικό και το ψυχαναλυτικό πεδίο θεραπείας, αλλά και από τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες, αποτελούν μέρος της μεταμοντέρνας σκέψης που αναπτύχτηκε από τους Foucault, Gadamer και Ricoeur, (Flaskas, 2002). Γράφοντας από μια συστημική προοπτική, οι Boscolo και Bertrando (1996) υποστηρίζουν την ιδέα ότι μπορούν να εργαστούν με διαφορετικές θεραπευτικές προσεγγίσεις, και θεωρούν ότι η ιδέα της αξιοποίησης μιας ποικιλομορφίας θεωριών είναι σύμφωνη με το «αναδυόμενο επιστημονικό παράδειγμα της πολυπλοκότητας στις ανθρωπιστικές επιστήμες, σύμφωνα με το οποίο ο καταλληλότερος τρόπος να βλέπεις και να κατανοείς τον κόσμο είναι μέσω ενός δικτύου θεωριών».
Βιβλιογραφία
Bion, W.R. (1959). Attacks on Linking. In E. Bott Spillius (ed.) Melanie Klein Today: Developments in theory and practice. Volume 1: Mainly Theory. 1988. London: Routledge.
Bion, W.R. (1962). A Theory of Thinking. In E. Bott Spillius (ed.) Melanie Klein Today: Developments in theory and practice. Volume 1: Mainly Theory. 1988. London: Routledge.
Boscolo, L. and Bertrando, P. (1996) Systemic Therapy with Individuals. London: Karnac
Bowen M., (1966) The use of family theory in clinical practice. Comprehensive Psychiatry 7, 345-374
Bowlby, J. (1969), Attachment and loss, Vol. 1: Attachment. New York: Basic Books.
Celani P. David (2007) A Structural Analysis of the Obsessional Character: A Fairbairnian Perspective.The American Journal of Psychoanalysis (2007) 67, 119–140. doi:10.1057/palgrave.ajp.3350015
Fairbairn, W.R.D. (1952). Endopsychic structure considered in terms of object relationships. In Psychoanalytic studies of the personality (pp.82–132 ).London: Routledge & Kegan Paul (Original work published 1944).Google Scholar
Fairbairn, W.R.D. (1952b). The repression and return of bad objects (with special
references to the “war neuroses”). In Psychoanalytic studies of the personality (pp.59– 81 ).London: Routledge & Kegan Paul (Original work published 1953).Google Scholar
Ferenczi, S. (1932), The Clinical Diary of Sándor Ferenczi, ed. J. Dupont. (trans. M. Balint & N. Z. Jackson). Cambridge, MA: Harvard University Press, 1988.
Flaskas, C. (2002) Comment – Border crossing and the integrity of frameworks. Journal of Family Therapy, 24: 222–231.
Flaskas Carmel (2005) Psychoanalytic Ideas and Systemic Family Therapy: Revisiting the Question 'Why Bother?' ANZJFT September 2005
Kohut, H. (1972). Thoughts on narcissism and narcissistic rage, Psychoanal. Study Child , 27:360-400
Larner, G. (2000) Towards a common ground in psychoanalysis and family therapy: on knowing not to know. Journal of Family Therapy, 22: 61–82.
Sandler, P.C. (2005). The Language of Bion: A Dictionary of concepts. London: Karnac.
Segal, H. (1955). Notes on Symbol Formation. In E. Bott Spillius (ed.) Melanie Klein Today: Developments in theory and practice. Volume 1: Mainly Theory. 1988. London: Routledge
Winckler, M.M. (1995). Obsessionalism. In M. Lionells, J. Fiscalini, C. H. Mann & D.B. Stern (Eds.),Handbook of interpersonal psychoanalysis (pp.469–490 ).Hillsdale, NJ: The Analytic Press.Google Scholar
Winnicott, D. W. (1960). Ego distortion in terms of true and false self. In: The maturational processes and the facilitating environment. Madison, CT: International Universities Press, 1987, pp.