Μετάφραση: Δήμητρα Γιβροπούλου
Το κείμενο του P. Bertrando «Text and context: narrative, postmodernism and cybernetics» δημοσιεύτηκε το 2000 στο Journal of FamilyTherapy, 22:83-103. Αναδημοσιεύεται στα ελληνικά με την άδεια του συγγραφέα.
Περίληψη
Στις μέρες μας, η συστημική οπτική στην οικογενειακή θεραπεία αντικαθίσταται από μια μεταμοντέρνα αφηγηματική προσέγγιση, ενώ η κυβερνητική τείνει να αντιμετωπίζεται ως μια ξεπερασμένη θεώρηση, με αποτέλεσμα να παραβλέπεται η συνεισφορά της στη θεραπεία. Σε αυτό το άρθρο προτείνουμε μια επιγενετική άποψη για την εξέλιξη των θεωριών, σύμφωνα με την οποία μια αφηγηματική θεραπεία χωρίς τη συστημική άποψη είναι ημιτελής. Θα απαριθμήσουμε τόσο τους άρρητους όσο και τους ρητούς κανόνες στους οποίους υπόκειται ένας μεταμοντέρνος αφηγηματικός θεραπευτής και θα κάνουμε μια ανασκόπηση κάποιων σημείων της κριτικής που ασκούν οι μεταμοντέρνοι θεωρητικοί στη συστημική οπτική. Επίσης, θα αναλύσουμε ορισμένες θεωρητικές ανακολουθίες που παρουσιάζουν οι μεταμοντέρνες αφηγηματικές θεραπείες και θα προτείνουμε κάποιους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να προχωρήσουμε στο μέλλον.
Εισαγωγή
Η συστημική οπτική -με την οποία αναφέρομαι στις συστημικές και κυβερνητικές ιδέες και τις σχετικές θεραπευτικές πρακτικές- επικράτησε στο πεδίο της οικογενειακής θεραπείας για πολλά χρόνια (βλ. Nichols και Schwartz, 1998). Προς το τέλος της δεκαετίας του 1980 προέκυψε ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για την αφηγηματική θεραπεία. Ο όρος «αφηγηματική θεραπεία» που παρουσιάστηκε αρχικά στην Αυστραλία και τη Ν. Ζηλανδία από τους Michael White και David Epston (Epston, 1989, White και Epston, 1989, 1992a), άρχισε να εμφανίζεται παράλληλα με τον όρο «συστημική θεραπεία» και σταδιακά να τον αντικαθιστά. Το 1995, ο Peter Steinglass, στο εκδοτικό του σημείωμα για το περιοδικό Family Process έγραφε: «Οι αφηγηματικές προσεγγίσεις στην οικογενειακή θεραπεία σίγουρα αιχμαλώτισαν τη φαντασία και το ενδιαφέρον στο πεδίο μας, γεγονός που αποδεικνύεται από το μεγάλο αριθμό σχετικών άρθρων που υποβάλλονται στο περιοδικό μας αυτόν τον καιρό» (1996: 403). Οι αφηγηματικές ιδέες συνιστούν ένα ευρύ και σύνθετο σώμα, που συμπεριλαμβάνει διαφορετικά επιστημονικά αντικείμενα, από την ανθρωπολογία μέχρι την ψυχανάλυση (Bruner, 1986, Geertz, 1973, Gergen, 1982, Mitchell, 1981, Spence, 1982). Η συστημική θεραπεία συνδέθηκε με ένα συγκεκριμένο κλάδο της αφηγηματικής, που σχετίζεται με τον κοινωνικό κονστρουξιονισμό και τη μεταμοντέρνα σκέψη (βλ. McNamee και Gergen, 1992). Αυτό οδήγησε σε μια ανάπτυξη αντίστοιχων εφαρμογών στη θεραπεία ζεύγους και οικογένειας (Papp και Imber-Black, 1996, Penn και Frankfurt, 1994, Weingarten, 1998, Zimmerman και Dickerson, 1994), στην οικογενειακή συμβουλευτική στο πλαίσιο της γενικής ιατρικής (Weingarten και Weingarten Worten, 1997) και στην έρευνα για τη θεραπευτική αλληλεπίδραση (Kogan και Gale, 1997). Οι αφηγηματικές ιδέες χρησιμοποιήθηκαν από συγγραφείς που συνδέονται με διαφορετικές παραδόσεις της οικογενειακής θεραπείας, όπως η συστημική (Boscolo και Bertrando, 1993, Sluzki, 1992) και η στρατηγική (Eron και Lund, 1993). Η εισαγωγή της αφηγηματικής σκέψης στη συστημική θεραπεία είχε πολλαπλές συνέπειες. Κάποιες ήταν εξαιρετικά θετικές: για παράδειγμα, ο μεγαλύτερος σεβασμός στις ιδέες, αξίες και ιστορίες που φέρνουν οι πελάτες, σε συνδυασμό με μια ασέβεια προς τις θεωρίες και τις υποθέσεις των θεραπευτών. Άλλες ήταν πιο προβληματικές, όπως μια τάση πλήρους ταύτισης με την αφηγηματική οπτική και ταυτόχρονης απόρριψης της κυβερνητικής και της συστημικής θεωρίας. Μια τέτοια διχοτομική άποψη, κατά τη γνώμη μου, διακινδυνεύει να επισκιάσει κάποιες από τις πιο πολύτιμες συνεισφορές και των δυο οπτικών.
Επιγένεση θεραπευτών, επιγένεση θεωριών
Η αντικατάσταση της συστημικής θεώρησης από τη μεταμοντέρνα αφηγηματική οπτική είναι παρόμοια με τον τρόπο που, πολλά χρόνια πριν, η συστημική θεώρηση αντικατέστησε την προηγούμενη ψυχαναλυτική ορθοδοξία. Θεωρώ όμως ότι αυτή η ιδέα της αντικατάστασης δεν είναι απλώς εσφαλμένη, αλλά αδύνατη. Οι Boscolo και Bertrando (1996) πρότειναν την έννοια του «ανείπωτου» για να αναφερθούν ακριβώς σε εκείνες τις θεωρίες και εμπειρίες που κάθε θεραπευτής συναντά στη ζωή του και που ενσωματώνονται στον τρόπο με τον οποίο ασκεί τη θεραπεία, είτε το συνειδητοποιεί, είτε όχι. Ένας έμπειρος θεραπευτής εκφράζει στην πράξη πολύ περισσότερα από όσα υποδεικνύει ή επιτρέπει η θεωρία. Αυτή η λανθάνουσα ιδέα συνιστά το «ανείπωτο». Κάθε θεραπευτής, ακόμη κι αν αποφασίσει να βάλει στην άκρη κάποιες από τις γνώσεις του για να μάθει κάτι καινούριο, εργάζεται ενσωματώνοντας -περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά- τις διάφορες θεωρίες και εμπειρίες με τις οποίες έχει έλθει σε επαφή στο παρελθόν. Οι Boscolo και Bertrando διατύπωσαν ένα τέτοιο επιγενετικό μοντέλο για το θεραπευτή (βλ. επίσης Wynne, 1984): Αντί για μια τέτοια αλματώδη πρόοδο προτιμούμε μια επιγενετική εξέλιξη, κατά την οποία κάθε αλλαγή στη θεωρία ή την πρακτική συνδέεται με τις εμπειρίες που έχουν αποδειχθεί χρήσιμες στο παρελθόν. Αυτός ο τρόπος θεωρητικής σκέψης δεν συνιστά μια απλή, γραμμική διεργασία συσσώρευσης νέων ιδεών μέσα στο χρόνο, αλλά (σύμφωνα με τη συστημική-κυβερνητική οπτική μας) ένα σύστημα εννοιών και εμπειριών που συνδέονται αναδρομικά και βρίσκονται σε μια συνεχή εξέλιξη... Στη δουλειά μας αντλούμε έμπνευση από τις σημαντικές φωνές με τις οποίες έχουμε έλθει σε επαφή κατά τη διάρκεια της καριέρας μας. Σύμφωνα με την επιγενετική μας άποψη, ενσωματώνουμε στην πιο πρόσφατη εκδοχή του συστημικού μοντέλου τις θεωρίες που μάθαμε στο παρελθόν και όλες τις σημαντικές «φωνές» (επαγγελματικές, ή απλά ανθρώπινες) που μας δίνουν έμπνευση στην καθημερινή μας ζωή και πρακτική. (Boscοlo και Bertrando, 1996: 35-39) Όταν αυτή η επιγένεση δεν γίνεται αντιληπτή, ο θεραπευτής θεωρεί ότι ακολουθεί μια αμιγή προσέγγιση. Για παράδειγμα, τα μέλη της αρχικής ομάδας του Μιλάνου, θεωρούσαν ότι εργάζονται «αμιγώς συστημικά», αλλά όταν ένας ψυχαναλυτής παρακολούθησε τη δουλειά τους, είπε ότι είδε τέσσερις ψυχαναλυτές να εργάζονται με πολλές αναλυτικές ιδέες χωρίς να τις εκφράζουν φωναχτά. Αργότερα, κάποια από τα μέλη της ομάδας συμφώνησαν με το συνάδελφο τους (Boscolo και Bertrando, 1996). Μπορούμε να επεκτείνουμε αυτό τον τρόπο σκέψης και στις θεωρίες. Οι θεωρίες αναπτύσσονται μέσα από μια επιγενετική εξέλιξη, ακριβώς όπως οι θεραπευτές. Ο Dell (1989) υπενθυμίζει ότι οι πρώιμες συστημικές-κυβερνητικές θεραπευτικές θεωρίες περιείχαν μια αυτονόητη γνώση ατομικής (περισσότερο αναλυτικής) ψυχολογίας. Το ίδιο, κατά την άποψή μου, ισχύει στις σύγχρονες μεταμοντέρνες θεραπείες, που εμπεριέχουν μια αυτονόητη γνώση συστημικών αλληλεπιδράσεων. Όπως επισημαίνει ο Reisman (1991), σε κάθε ιστορική περίοδο δίνεται έμφαση σε ορισμένα ζητήματα και υπάρχουν έννοιες που εκλαμβάνονται ως δεδομένες. Στη δεκαετία του ’50 η ψυχανάλυση υπήρχε ως κάτι δεδομένο και ήταν η συστημική (πλαισιακή) οπτική που έκανε τη διαφορά. Στη δεκαετία του ’90 το πλαίσιο είναι προφανές και χρειάζεται κάτι διαφορετικό για να υπάρξει αντίθεση. Οι αφηγηματικοί μεταμοντέρνοι θεραπευτές εργάζονται κάτω από ισχυρές επιδράσεις που πηγάζουν από τις θεωρίες τους, αλλά συγχρόνως επηρεάζονται από εσωτερικευμένες θεωρίες και πράξεις τις οποίες δεν δηλώνουν[1]. Στη συνέχεια θα εκφράσω ρητά κάποια τέτοια αυτονόητα συμπεράσματα.
Οδηγίες για το μεταμοντέρνο θεραπευτή
Αρχικά θα ήθελα να καταστήσω σαφές ότι εμείς (όλοι μας) δεν μπορούμε παρά να είμαστε μεταμοντέρνοι. Η σκέψη μας είναι εκ των πραγμάτων «ασθενέστερη» από εκείνη των προκατόχων μας, υπό την έννοια ότι δεν μπορούμε να έχουμε καμία μεγαλύτερη βεβαιότητα για την ύπαρξη ενός μοντέλου που να περιλαμβάνει τα πάντα για να εξηγήσουμε τον κόσμο (ούτε καν αυτό το μικρό κομμάτι του κόσμου που είναι η θεραπεία). Οι «φωνές» του Minuchin (1987), η ασέβεια του Cecchin και των συνεργατών του (1992), το επιγενετικό μοντέλο των Boscolo και Bertrando(1996), αποτελούν παραδείγματα της σταθερής εγκατάστασης των μεταμοντέρνων ιδεών στη θεραπεία. Κάποιοι θεραπευτές, ωστόσο, θεωρούν ότι ο μεταμοντερνισμός είναι μια θέση που καλούνται να υιοθετήσουν, ένα σύνολο οδηγιών στις οποίες πρέπει να συμμορφωθούν και όχι μια αναπόφευκτη συνέπεια της ύπαρξής μας μέσα στις παρούσες συνθήκες ζωής. Εκείνο στο οποίο αντιτίθεμαι είναι η ιδέα μιας σκοπίμως μεταμοντέρνας θεραπείας που αρνείται να αναγνωρίσει το χρέος της σε ό, τι έχει προηγηθεί.
Αν και ορισμένοι μεταμοντέρνοι θεραπευτές δεν υιοθετούν μια τέτοια θέση (βλ. Frosh, 1997, Pocock, 1995, 1998), προφανώς οι περισσότεροι το πράττουν. Ας δούμε ορισμένες από τις προδιαγραφές που επιβάλλονται σε ένα θεραπευτή που υιοθετεί μια αυστηρά μεταμοντέρνα στάση.
-
Πρώτον, η πραγματικότητα πρέπει να θεωρείται ως μια κοινωνική κατασκευή. Δηλαδή η πραγματικότητα δεν είναι παρά οι συζητήσεις που κάνουμε γι' αυτήν και επομένως όλες οι απόψεις είναι επακόλουθο της γλώσσας: Κάθε θεωρία και κάθε σύστημα ιδεών είναι, εν μέρει, μια αφήγηση. Επομένως, η μοναδική αποστολή του θεραπευτή είναι να διατηρεί τη συζήτηση ανοικτή (Anderson και Goolishian, 1992) ώστε να γίνεται απεριόριστη παραγωγή νέων νοημάτων (νέων ιστοριών). Επιπλέον, η έμφαση μεταβιβάζεται από το πλαίσιο του Bateson στο κείμενο του Derrida, το οποίο και αποτελεί τη θεμελιώδη μεταφορά των νέων προσεγγίσεων.
-
Δεύτερον, πρέπει να απορρίπτονται όλες οι μετα-αφηγήσεις, δηλαδή τα σφαιρικά συστήματα που παρουσιάζονται ως απόλυτα και «αληθινά». Μπορεί να υπάρχουν διάφοροι Λόγοι (discourses), αλλά συνήθως μόνο ορισμένοι από αυτούς γίνονται ευρέως αποδεκτοί από την κοινωνία και αυτοί είναι οι προνομιακοί Λόγοι που ευνοούνται από τις κυρίαρχες δυνάμεις. Οι υπόλοιποι επιζούν ως υποταγμένες γνώσεις. «Εκείνο που μετράει ως αντικειμενική γνώση είναι μια σχέση εξουσίας, στην οποία μια κατηγορία ανθρώπων επωφελείται εις βάρος μιας άλλης κατηγορίας ανθρώπων» (Farber και Sherry, 1997). Προκειμένου να αποφύγουν τη μοντερνιστική έννοια της «αλήθειας» οι μεταμοντερνιστές υποστηρίζουν ότι αποδέχονται όλες τις αφηγήσεις, όλες τις απόψεις, αρνούμενοι απολύτως να τις κρίνουν ως καλύτερες ή χειρότερες. Στη θέση μιας μοναδικής, προοδευτικά εξελισσόμενης ιστορίας τοποθετούν τη «γενεαλογία» (Foucault, 1966), μια ρευστή διεργασία που ενσωματώνει όχι μόνο τις μεγάλες ιστορίες, αλλά και ό, τι είναι χαμένο, περιθωριακό ή _εναλλακτικό. Δεν υπάρχει μια και μοναδική απόλυτη αλήθεια, αλλά πολλές αλήθειες που έχουν μια τοπική αξία και εγκυρότητα μέσα στην κοινωνία στην οποία προσδιορίστηκαν και έγιναν αποδεκτές. Αν δεχτούμε ότι η θεραπεία δεν είναι παρά ένας Λόγος (discourse), μια συζήτηση ανάμεσα σε δυο ή περισσότερα πρόσωπα στην οποία κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι κατέχει κάποια προνομιακή γνώση, τότε οι ιστορίες που φέρνουν οι πελάτες στη θεραπεία πρέπει να ακούγονται «όπως είναι» (Parry, 1991), γιατί ο θεραπευτής απογυμνωμένος από το ρόλο του ειδικού πρέπει να τηρεί μια στάση μη-γνώσης (Anderson και Goolishian, 1992).
-
Τρίτον, ο θεραπευτής πρέπει να έχει επίγνωση της θέσης εξουσίας που κατέχει, του ρόλου του ως φορέα εξουσίας στη ζωή των πελατών του, που προκύπτει ήδη από το γεγονός ότι ανήκει σε μια κοινωνική τάξη, σε ένα φύλο κ.τ.λ. Την ίδια στιγμή, ο θεραπευτής πρέπει να αναγνωρίζει ότι το επιστημονικό του αντικείμενο μπορεί να γίνεται αντιληπτό ως ένα σύνολο πρακτικών και αφηγήσεων εξουσίας. Επομένως, επιβάλλεται να συζητηθεί η εξουσία του θεραπευτή ως κατόχου μιας προνομιακής γνώσης (δηλαδή εξουσίας). Εκτός από το να υιοθετεί μια στάση μη-γνώσης, ο θεραπευτής πρέπει να αποφεύγει κάθε πρακτική που θα μπορούσε να περιορίσει την ελευθερία του πελάτη με οποιονδήποτε τρόπο και που θα μπορούσε να τον ωθήσει προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Αντίθετα, πρέπει να αναζητά τη συνεργασία του (Hoffman, 1992). Εφόσον για τον μεταμοντέρνο θεραπευτή το άτομο είναι εγκλωβισμένο σε ιστορίες που διηγούνται οι άλλοι γι’ αυτό, το έργο του είναι να αποκαταστήσει τα δικαιώματα του ατόμου που μειονεκτεί απέναντι στην οικογένεια, θεωρώντας το ως κάτοχο εναλλακτικών γνώσεων και βοηθώντας το να διηγηθεί «εναλλακτικές ιστορίες» επιτυχίας (White και Epston, 1989). Η μονάδα παρατήρησης και μέγιστου ενδιαφέροντος για τον θεραπευτή (ακόμη κι αν θεωρεί τον εαυτό του οικογενειακό θεραπευτή) στρέφεται περισσότερο στο άτομο, παρά στο ζευγάρι ή την οικογένεια, όπως σημειώνει ο Minuchin(1998) μετά από προσεκτική εξέταση της πρακτικής τεσσάρων επιφανών μεταμοντέρνων θεραπευτών.
Μια τέτοια προοπτική συνεισφέρει σημαντικά στην κατανόησή μας για τα άτομα και τις θεραπείες. Την ίδια στιγμή, η έμφαση σε κάποια θέματα αναπόφευκτα επισκιάζει κάποια άλλα. Είναι άλλο πράγμα να λέμε «δεν μπορούμε παρά να είμαστε μεταμοντέρνοι» και να πιστεύουμε ότι οι θεραπευτές δεν μπορούν να ζουν με την καθησυχαστική βεβαιότητα μιας θεωρίας που περικλείει τα πάντα, και είναι εντελώς διαφορετικό να σκεφτόμαστε ότι το να μην έχουμε μια προτίμηση σε κάποια θεωρία είναι «σωστό», ενώ το να έχουμε είναι «λάθος». Οι μεταμοντέρνες αφηγηματικές θεραπείες στην παρούσα εκδοχή τους τείνουν να δημιουργήσουν τη δική τους ορθοδοξία, μια «μοντέρνα έκφανση του μεταμοντερνισμού» (Barbetta, 1997), στην οποία υπονοείται ότι η μετακίνηση προς το μεταμοντερνισμό αποτελεί πρόοδο (η ίδια η ιδέα της προόδου στην οποία οι μεταμοντερνιστές ασκούν κριτική). Ο πιο σοβαρός κίνδυνος που διατρέχουν οι μεταμοντέρνοι θεραπευτές είναι να χάσουν, για χάρη του μεταμοντερνισμού, πολλές από τις θετικές πλευρές των μοντερνιστικών θεωριών και πρακτικών. Άλλος ένας κίνδυνος είναι να χάσουν την επαφή τους -και άρα και την επιρροή τους- σε πεδία (όπως η ψυχιατρική) στα οποία η επίδραση ενός μοντέρνου, διαδικαστικού τρόπου σκέψης είναι σήμερα ακόμη πιο ισχυρή και διεισδυτική παρά ποτέ.
Μεταμοντέρνες κριτικές του συστημικού μοντέλου
Μηχανισμός και ανθρωπισμός
Οι περισσότεροι μεταμοντέρνοι αφηγηματικοί θεραπευτές ισχυρίζονται ότι, γενικά μιλώντας, η «κυβερνητική μεταφορά» αποτελεί ένα μηχανιστικό τρόπο θεώρησης της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης με όρους μαθηματικών μοντέλων, μηχανικών διαγραμμάτων ή υπολογιστών (Hoffman, 1990, Paré, 1996). Μια τέτοια μηχανιστική μεταφορά δεν είναι δίκαιη για την ανθρώπινη φύση των «ανθρώπινων συστημάτων», καθώς βασίζεται σε αναλογίες που είναι εντελώς ξένες προς το αντικείμενο του ενδιαφέροντός τους. Αντίθετα, η αφηγηματική άποψη που τοποθετείται ως μια «ανθρωπιστική» άποψη, θα μπορούσε να επιστρέψει στο ανθρώπινο πρόσωπο τα «δικαιώματα» που του αρνούνται άλλες θεραπευτικές προσεγγίσεις, και κυρίως η συστημική (Parry, 1991, White, 1995, Zimmerman και Dickerson, 1994). Όπως το θέτει ο White (1995:216):
Όταν συνδέουμε τη δράση με το νόημά της επαναφέρουμε και μεγιστοποιούμε τον παράγοντα της συνειδητότητας στην ερμηνεία των πράξεων και των γεγονότων που συμβαίνουν στις ζωές των ανθρώπων. Δίνουμε προτεραιότητα στις ιδέες που έχουν οι άνθρωποι για ό, τι κάνουν και για τους λόγους για τους οποίους το κάνουν, στις απόψεις τους για το πώς έφτασαν τα πράγματα να γίνουν όπως είναι κ.ο.κ.
Με άλλα λόγια, το ζήτημα είναι να δοθεί πίσω στο πρόσωπο (το υποκείμενο) ό, τι του έχει αφαιρεθεί εξαιτίας μιας βαθιάς δέσμευσης στη σχεσιακή οπτική, που αγνοεί τα πρόσωπα για χάρη των σχέσεων (βλ. Bertrando, 1997). Για να δώσουν έμφαση σε αυτό το νέο ανθρωπισμό, οι θεραπευτές πρέπει να χρησιμοποιήσουν διαφορετικές μεταφορές. Οι συγγραφείς που υιοθετούν αυτή την άποψη προτείνουν μια ερμηνεία της αλληλεπίδρασης στις οικογένειες και τις μικρές ομάδες με τη χρήση άλλων εργαλείων, όπως η κειμενική κριτική, η ιστορική ανάλυση ή η εθνογραφία.
Σίγουρα, στα πρώιμα γραπτά της πρώτης κυβερνητικής υπάρχει μια αντι-ανθρωπιστική στάση (Heims, 1991), αλλά με κανέναν τρόπο δεν είναι αυτή η ουσία της. Η μεγάλη ιδέα της αρχικής ομάδας της κυβερνητικής δεν ήταν -όπως πιστεύουν πολλοί- να χρησιμοποιήσει αναλογίες από την αναπτυσσόμενη επιστήμη των υπολογιστών για να ερμηνεύσει την ανθρώπινη συμπεριφορά μέσα στα «οικογενειακά συστήματα». Για το Bateson (αλλά και για άλλους συγγραφείς όπως οι Wiener, Mc Culloch, Mead και von Foerster) η κυβερνητική δεν είναι μια μεταφορά (αν βάλουμε στην άκρη την ιδέα ότι η έννοια της μεταφοράς είναι μια μεταφορά από μόνη της), αλλά μια περιγραφική γλώσσα. Σύμφωνα με το Bateson, η κυβερνητική περιγράφει την ανθρώπινη αλληλεπίδραση και δεν την υποβαθμίζει σε όρους μηχανής (βλ. Bateson, 1972, 1979). Αντίθετα, οι οπαδοί του Bateson ήταν εκείνοι που, πιθανόν για να απελευθερωθούν από την ψυχαναλυτική «ανθρωπιστική» γλώσσα και για να δώσουν το στίγμα της συγκεκριμένης τους προσέγγισης, υιοθέτησαν μια «ψυχρή» γλώσσα, γεμάτη μαθηματικές και μηχανικές μεταφορές. Έτσι, οι ιδέες του Bateson χρησιμοποιήθηκαν επιφανειακά και οι οικογένειες μετατράπηκαν σε μηχανές προς επισκευή (βλ. Watzlawick και συν., 1967). Μια σύγκριση των αρχικών γραπτών της πρώτης κυβερνητικής με τα βιβλία του MRI[2] είναι αρκετή για να διαπιστώσουμε τη διαφορά.
Ωστόσο, οι Hoffman, Parry και White μας υπενθυμίζουν μια σημαντική _κατάχρηση _του κυβερνητικού μοντέλου. Πολλοί συστημικοί θεραπευτές (ειδικά εκείνοι με μικρότερη εμπειρία) προβαίνουν σε μια υποστασιοποίηση των κυβερνητικών μεταφορών και φαντάζονται ότι βλέπουν πραγματικά κυκλώματα, ανατροφοδοτήσεις και ρυθμιστές μέσα στις οικογένειες. Οι πιο έμπειροι συστημικοί θεραπευτές απέφυγαν ούτως ή άλλως αυτή την παγίδα και στις μέρες μας το ενδεχόμενο για μια τέτοιου τύπου απανθρωπισμένη υπεραπλούστευση έχει ελαττωθεί, γεγονός που οφείλεται στην επίδραση της αφηγηματικής σκέψης.
Τεχνολογίες και πολιτικές
Η κυβερνητική απέφυγε να εκδηλώσει οποιοδήποτε ενδιαφέρον για την πολιτική. Αυτή η απουσία μιας πολιτικής προοπτικής ίσως να οφείλεται σε θεωρητικές θέσεις, όπως η πολύ γνωστή ιδέα του Bateson(1972) ότι η εξουσία είναι μια «μεταφορά που διαφθείρει». Μπορεί επίσης να αποδοθεί στις απαρχές της προσέγγισης που πρωτοεμφανίστηκε τη δεκαετία του 1950 στις Η.Π.Α., εποχή κατά την οποίαν κάθε πολιτική αναφορά ήταν ύποπτη. Αυτό, με τη σειρά του, οδήγησε τους πρώτους συστημικούς θεραπευτές σε μια πρακτική που αποσκοπούσε κυρίως στην επαν-εξισορρόπηση της κατεστημένης κατάστασης (για παράδειγμα, οι στρατηγικοί θεραπευτές στόχευαν μόνο στην εξάλειψη του συμπτώματος). Μια τέτοια θεραπεία γίνεται εκ των πραγμάτων συντηρητική: εκείνο που μετράει είναι να απομακρυνθεί κάθε εμπόδιο, ώστε να επιτευχθεί η καλή προσαρμογή στις υπάρχουσες κοινωνικές συνθήκες. Όταν η συστημική θεραπεία ανέπτυξε το ενδιαφέρον για μια ανοικτή διερεύνηση της ζωής των πελατών, η εισαγωγή της πολιτικής προοπτικής (με όρους ανάλυσης της τοποθέτησης απέναντι σε πρακτικές εξουσίας) έγινε επιτακτική, όπως εξηγείται εκτενώς στη φεμινιστική κριτική (Hare-Mustin, 1986).
Επομένως, οι Drewry και Winslade (1997) εντοπίζουν τις ρίζες της αφηγηματικής θεραπείας -ιδιαίτερα εκείνης των White και Epston- στην κριτική των πρακτικών δύναμης, μια ανάκαμψη του Λόγου με τον οποίο είχε ασχοληθεί ο Michel Foucault δύο δεκαετίες πριν (Foucault, 1971, 1976, 1994). Παρόλο που ο Foucault θεωρείται μια σημαντική προσωπικότητα στην πολιτισμική και οικονομική ιστορία, η θεραπευτική εκδοχή της αφήγησης είναι εντελώς διαφορετική από την αφήγηση όπως γίνεται αντιληπτή στη γενική ψυχολογία, την ψυχανάλυση ή άλλα σχετικά πεδία, στα οποία συνήθως επικρατεί άγνοια για τη δουλειά του Foucault (βλ. Bruner, 1990, Mitchell, 1981, Polkinghorne, 1988). Η αφηγηματική σκέψη αποκτά δεσμούς με την πολιτική κριτική, αλλά δεν είναι απαραίτητο να είναι κανείς αφηγηματικός για να ασχοληθεί με τις σχέσεις εξουσίας, αφού ήδη από τη δεκαετία του 1970 η ευρωπαϊκή κριτική ψυχιατρική είχε ασχοληθεί εκτενώς με αυτό το θέμα (βλ. για παράδειγμα Basaglia, 1967).
Επιπλέον, μπορεί να προκύψουν διάφορα προβλήματα από την αυτούσια μεταφορά της κριτικής που ασκεί ο Foucault στις πρακτικές εξουσίας από τα πεδία της κουλτούρας και της οικονομίας στο πεδίο της θεραπείας. Η εφαρμογή των ιδεών του Foucault στη θεραπεία σημαίνει ότι: 1) οι ιστορίες των πελατών αποτελούν καταπιεσμένες γνώσεις, ενώ η ψυχιατρική γνώση ή η γνώση του «ειδικού» είναι κυρίαρχη γνώση, 2) οι ιστορίες των ασθενών (δηλαδή αυτών που έχουν το πρόβλημα) γίνονται γνώσεις που υπόκεινται στις απόψεις των υπόλοιπων μελών της οικογένειας οι οποίες θεωρείται ότι επηρεάζονται από τον κυρίαρχο πολιτικό Λόγο (βλ. White και Epston, 1989). Η ιδέα της οικογένειας που παράγει μια «κυρίαρχη γνώση» σε αντίθεση με την υποτιθέμενη «καταπιεσμένη γνώση» των ασθενών είναι τόσο αταίριαστη, όσο και η μαθηματική μεταφορά που εφάρμοσε ο Watzlawick στην ανθρώπινη κατάσταση. Πρόκειται για άλλο ένα παράδειγμα απορρόφησης από το πεδίο της θεραπείας θεωριών που δε σχετίζονται με την ίδια τη θεραπεία, και είναι η ίδια διεργασία που σύντομα οδήγησε στη χρήση διαφορετικών μεταφορών -πάντα συναρπαστικών, πάντα μακριά από τη θεραπευτική πρακτική[3].
Όσο για τη θέση εξουσίας του θεραπευτή, συνήθως επισημαίνεται ότι ένας αφηγηματικός θεραπευτής πρέπει να έχει επίγνωση της δικής του θέσης εξουσίας. Εδώ υπάρχει μια αυτονόητη ιδέα: ότι ο θεραπευτής πρέπει με κάποιο τρόπο να αποδράσει από το σύστημα εξουσίας. Για παράδειγμα, οι Anderson και Goolishian (1992) καθώς και οι White και Epston(1992b) παραθέτουν μια σειρά ερωτήσεων που, ακριβώς επειδή είναι ερωτήσεις και όχι δηλώσεις του θεραπευτή, υποτίθεται ότι απελευθερώνουν και ενδυναμώνουν τον πελάτη[4]. Όμως, μια ερώτηση μπορεί επίσης να αποτελεί μια πρακτική εξουσίας, όπως πολύ καλά γνώριζε ο Elias Canetti (1960): η αστυνομία ή ο δικαστής κάνουν ερωτήσεις και οι ερωτήσεις τους πρέπει να απαντηθούν όπως και οι ερωτήσεις του θεραπευτή, που, όσο συνεργατικές κι αν είναι, ζητούν απαντήσεις. Όπως θα μπορούσε να το είχε θέσει ο Foucault, αν η εξουσία δεν είναι η πρόθεση ενός ατόμου, αλλά ένα δίκτυο σχέσεων που συνδέει όλους εμάς, το γεγονός ότι κάποιος είναι θεραπευτής (ακόμη και καλοπροαίρετος) και άρα το πρόσωπο που αποφασίζει να κάνει ερωτήσεις (ακόμη και τις πιο απελευθερωτικές), αποτελεί μια θέση εξουσίας στο βαθμό που ο πελάτης αποδέχεται το δικαίωμα του θεραπευτή να κάνει ερωτήσεις και να περιμένει απαντήσεις. Είναι αδύνατο να αποδράσει κανείς από αυτή τη θέση εξουσίας γιατί, από αυτή τη άποψη, η εξουσία είναι μια σχέση και μάλιστα μια απαραίτητη σχέση. (Σε αυτό το σημείο ο Jay Haley (1963) θα μπορούσε να θέσει το ερώτημα: Είμαστε σίγουροι ότι η εξουσία από μόνη της είναι κάτι κακό;).
Γνώση και γνώσεις
Οι μεταμοντέρνοι θεραπευτές ασκούν κριτική στην πεποίθηση, στην οποία ακόμη και οι συστημικοί θεραπευτές είναι μερικές φορές επιρρεπείς, ότι γνωρίζουν το «αληθινό» νόημα των πράξεων του πελάτη. Η κυβερνητική θεωρία απλώς θα τοποθετούσε ένα τέτοιο «αληθινό» νόημα μέσα στο σχεσιακό σύστημα στο οποίο εντάσσεται το άτομο, αντί να το αποδώσει σε μια βιολογική αιτία ή σε «βαθιά» ασυνείδητες παρορμήσεις. Κάθε συστημική υπόθεση ή αναπλαισίωση, επομένως, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να περιορίζει τον πελάτη σε μια κυρίαρχη γνώση (τη γνώση του θεραπευτή). Οι Anderson και Goolishian (1992), οι συγγραφείς που άσκησαν αρκετά επίμονα αυτή την κριτική, αξιώνουν για το θεραπευτή μια στάση μη-γνώσης, με την οποία περιορίζεται στο να κρατά τη συζήτηση ανοικτή, υιοθετώντας μια ερμηνευτική στάση[5].
Η μη-γνώση προϋποθέτει ότι οι κατανοήσεις, οι εξηγήσεις και οι ερμηνείες μας στη θεραπεία δεν περιορίζονται από προηγούμενες εμπειρίες ή θεωρητικά διαμορφωμένες αλήθειες και γνώσεις...ο θεραπευτής δεν «γνωρίζει» εκ των προτέρων την πρόθεση κάθε πράξης, αλλά πρέπει να βασίζεται στην εξήγηση που δίνει ο πελάτης. Μαθαίνοντας με την περιέργεια και παίρνοντας στα σοβαρά την ιστορία του πελάτη, ο θεραπευτής τον συνοδεύει σε μια αμοιβαία εξερεύνηση της κατανόησης και της εμπειρίας του. (Anderson και Goolishian, 1992: 28-30) Μια τέτοια θέση είναι η απάντηση στην αυταπάτη ότι έχουμε βρει την «αληθινή υπόθεση» που μπορεί να ερμηνεύσει έναν πελάτη ή μια οικογένεια. Αυτή η τοποθέτηση παρουσιάζει αξιοσημείωτες ομοιότητες με την έννοια της «περιέργειας» του Gianfranco Cecchin (1987). Από την άλλη πλευρά, έχει τις παγίδες της: πιο συγκεκριμένα, από μια επιγενετική άποψη, είναι αδύνατο να υιοθετηθεί μια πραγματική στάση μη-γνώσης γιατί ο θεραπευτής δεν μπορεί να αποφύγει τη γνώση που προέρχεται από τις εμπειρίες του. Επομένως, κάθε φορά που θα βρίσκεται αντιμέτωπος με μια νέα κατάσταση, αναπόφευκτα θα ανακαλεί τη θεωρητική θέση με την οποία ταυτίστηκε κάποτε, ή θα κάνει υποθέσεις που θα βασίζονται στην αντιστοιχία με παρόμοιες καταστάσεις. Επομένως, η μη-γνώση ενέχει τον κίνδυνο είτε να γίνει μια μορφή ευσεβούς πόθου όπου η γνώση απλώς βυθίζεται στη σφαίρα του ανείπωτου, είτε να μετατραπεί σε μια στρατηγική στάση. Η προσποίηση ότι κάποιος δεν έχει μια ιδέα ή μια άποψη είναι απλώς μια απομίμηση της μη-γνώσης (αυτά τα θέματα έχουν συζητηθεί εκτενώς από τους Boscolo και Bertrando, 1996).
Απορίες των μεταμοντέρνων αφηγηματικών προσεγγίσεων στη θεραπεία και πιθανές λύσεις
Η μεταμοντέρνα αφηγηματική προσέγγιση έχει, όπως κάθε άλλη προσέγγιση, τις δικές της ανακολουθίες, που δημιουργούν δυσκολίες, ακόμη και παράδοξα. Οι φιλόσοφοι ονομάζουν «απορία» κάθε πρόβλημα που δεν μπορεί να λυθεί εξαιτίας της αντιφασής του. Επομένως, θα αναφερθώ σε αυτές τις ανακολουθίες χρησιμοποιώντας τον όρο απορίες των μεταμοντέρνων αφηγήσεων. Για να γίνω πιο σαφής θα ξεκινήσω με ένα ανέκδοτο που έχει πει ο Kenneth Gergen, ένας από τους πιο διακεκριμένους εκπροσώπους της μεταμοντέρνας σκέψης στην ψυχολογία:
Γύρω από το τραπέζι ήταν μαζεμένοι κάποιοι λόγιοι, απασχολημένοι με διάφορα θέματα του μεταμοντέρνου διαλόγου και ανυπόμονοι να αναζητήσουν τις ευρύτερες επιπτώσεις τους. Ωστόσο, ένας από αυτούς δεν σκεφτόταν απλώς πάνω στο θέμα, αλλά το «βίωνε». Γι’ αυτόν, κάθε πρόταση με λογική και συνοχή που παρουσίαζαν οι συνάδελφοί του δεν ήταν παρά ένα καινούριο παιχνίδι. Καθεμία γινόταν στόχος για λογοπαίγνια ή ειρωνικές καρικατούρες. Για λίγο, όλοι διασκέδαζαν με τα αστεία της αποδόμησης. Αλλά σιγά-σιγά, καθώς περνούσε η ώρα, έγινε σαφές ότι δεν ήταν δυνατό να γίνει καμία σοβαρή συζήτηση και ότι αν όλοι οι συμμετέχοντες γίνονταν μεταμοντέρνοι με τον ίδιο τρόπο θα κατέληγαν σε μια άδεια σιωπή. Εξάλλου, ο μεταμοντέρνος παίκτης υπάρχει σε μια συμβιωτική σχέση με τη «σοβαρή κουλτούρα». (Gergen, 1991: 194)
Είναι σαφές, λοιπόν, ότι δεν μπορεί να διατυπωθεί ένας μεταμοντερνισμός που να μην έχει κάποιες τοποθετήσεις, να μην βρίσκεται δηλαδή σε μια διαλεκτική σχέση με ένα μοντερνισμό ο οποίος δεν μπορεί να «ξεπεραστεί» (αυτό υπονοείται στην κατασκευή του όρου, που απλώς προσθέτει στο «μοντερνισμό» το πρόθεμα «μετά»). Ο μεταμοντέρνος αφηγηματικός θεραπευτής μπαίνει σε ένα παρόμοιο παράδοξο αν «πρέπει» να βλέπει όλες τις αφηγήσεις ως ισοδύναμες (επομένως όλες ως εξίσου αληθινές - ή μη αληθινές, οπότε θα ίσχυε το ίδιο). Η μη αποδοχή οποιασδήποτε θεωρίας αποτελεί ήδη μια θεωρητική (ή μετα-θεωρητική) θέση. Άρα, οι μεταμοντέρνοι θεραπευτές παρουσιάζουν μια εσωτερική αντίφαση που συνδέεται με μια αυστηρή και αλάνθαστη θεωρητική προϋπόθεση: ότι είναι υποχρεωμένοι να αγνοούν κάθε θεωρία. Όμως, τι θα έλεγαν οι μεταμοντέρνοι αφηγηματικοί θεραπευτές αν κάποιος υποστήριζε ότι τα ζητήματα του φύλου ή της βίας ή της κακοποίησης είναι «απλώς ιστορίες, όπως όλες οι άλλες» και άρα υπόκεινται στον ίδιο σχετικισμό στον οποίο υπόκειται και η συστημική οπτική; Τέτοιου είδους ισχυρισμοί, όσο κι αν δημιουργούν αποστροφή, θα ήταν απολύτως αποδεκτοί μέσα στο μεταμοντέρνο πλαίσιο.
Στην πραγματικότητα, ούτε ο Lyotard (1979) ούτε ο Derrida (αναφ. στο Kearney, 1984) αρνούνται την ύπαρξη μιας κάποιου είδους πραγματικότητας. Απλώς και οι δύο ενθαρρύνουν τη συστηματική αμφισβήτηση των παραδοχών και των θεωριών (μετα-αφηγήσεων). Προφανώς όμως, οι περισσότεροι μεταμοντέρνοι θεραπευτές μετατρέπουν αυτή την αμφισβήτηση σε βεβαιότητα, μολονότι αρνητική. Το πρόβλημα βρίσκεται στις οδηγίες για μια μεταμοντέρνα στάση, όπως για παράδειγμα: «Ο μεταμοντερνισμός δεν αποδέχεται τις γενικές θεωρίες (αφηγήσεις), επομένως, οι μεταμοντέρνοι θεραπευτές δεν πρέπει να έχουν καμία θεωρητική προκατάληψη». Το ίδιο συμβαίνει με τις οδηγίες για μια αφηγηματική στάση. Όταν κάποιος λέει «Αυτό πρέπει να το κάνω με τον αφηγηματικό τρόπο» είναι σαν να ομολογεί πίστη στη μετα-αφήγηση της αφηγηματικής θεραπείας. Τη στιγμή λοιπόν που κάνει κάτι τέτοιο, ο μεταμοντέρνος θεραπευτής γίνεται μοντερνιστής.
Ατομικισμός
Στην αφηγηματική προσέγγιση η προσοχή του θεραπευτή μετακινείται όλο και περισσότερο προς το άτομο (ή, όπως το θέτει ο Minuchin (1998), πού βρίσκεται η οικογένεια στην αφηγηματική οικογενειακή θεραπεία;). Για να ειπωθεί μια ιστορία χρειάζεται ένας αφηγητής και αυτός ο αφηγητής είναι συνήθως ένας ατομικός «εαυτός». Ο ιστορικός της ψυχολογίας Julian Jaynes (1976) προχώρησε αρκετά λέγοντας ότι η έννοια του εαυτού θα ήταν σχεδόν άχρηστη στην καθημερινή ζωή (μπορούμε να ζούμε, να κινούμαστε και να πράττουμε χωρίς να σκεφτόμαστε τον «εαυτό» μας), αν δεν υπήρχε η αναγκαιότητα να κάνουμε στον εαυτό μας και στους άλλους μια περιγραφή της ζωής μας η οποία να έχει μια συνοχή (να αφηγηματοποιήσουμε τη ζωή μας, όπως λέει ο ίδιος). Ο εαυτός είναι απαραίτητος για να πούμε τις ιστορίες μας.
Επομένως, η αφηγηματική άποψη οδηγεί σε μια ατομικιστική προοπτική, σύμφωνα με την οποία το άτομο θεωρείται ως σημείο εκκίνησης για τις σχέσεις, παρά ως ενσωματωμένο και αδιαχώριστο από αυτές. Στα περισσότερα σημαντικά θεραπευτικά κείμενα της αφηγηματικής προσέγγισης οι συγγραφείς αναφέρονται περισσότερο στον «πελάτη», παρά στους «πελάτες». Για παράδειγμα, σε ένα πρώιμο κείμενό του ο Parry (1991) μιλά για τον τρόπο με τον οποίο «ένα πρόσωπο[6] λέει την ιστορία του», ανακτώντας έτσι τη δική του φωνή. Η Hoffman (1990) ορθά θυμάται πόσο εύκολα μπορεί να πέσει κανείς στην παγίδα του εύθυμου μυστικισμού[7] της αρμονίας του Bateson, όπου όλα τα συστήματα αντικατοπτρίζουν το ένα το άλλο. Αντιπαραβάλλει δε σε αυτό το ειδυλλιακό όραμα τη σκληρή εμπειρία, για παράδειγμα, του ατόμου που υφίσταται βία και κακοποίηση. Οι Zimmerman και Dickerson (1994) κάνοντας μια επισκόπηση των λόγων που οδήγησαν στη στροφή στην αφήγηση αναφέρουν, συμφωνώντας με το Michael White, ότι κάθε άτομο πρέπει να «γίνει ο συγγραφέας της δικής του ιστορίας» (σελ. 243). Οι Penn και Frankfurt (1994) διατείνονται ότι, όταν δημιουργούμε νέες ιστορίες, «η προηγούμενη εμπειρία μονολόγου γίνεται μια εσωτερική εμπειρία διαλόγου -η συζήτηση με τον εαυτό μας- η οποία και παράγει την αλλαγή στη συζήτησή μας με τους άλλους. Αυτό νομίζουμε ότι είναι το «υλικό» των νέων αφηγήσεων» (σελ. 218). Γι’ άλλη μια φορά η ιστορία μας οδηγεί κατευθείαν στον εαυτό και την εσωτερική εμπειρία, ενώ ο διάλογος αποτελεί ένα δεύτερο βήμα. Αυτό είναι αξιοσημείωτο, καθώς οι συγκεκριμένοι συγγραφείς εμπνέονται από το ριζικό κοινωνικό κονστρουξιονισμό: προτιμούν την ιδέα της ανάλυσης του εαυτού με όρους κοινωνικής και γλωσσικής αλληλεπίδρασης (Shotter και Gergen, 1989) και θεωρούν το άτομο (όπως το γνωρίζουμε) ως κοινωνικό και ιστορικό δημιούργημα (Cushman, 1995).
Σύμφωνα με αυτή την προοπτική, οι ιστορίες δεν ανήκουν απαραιτήτως σε άτομα: μπορεί να είναι πολιτισμικές ιστορίες, ή οικογενειακές ιστορίες (Byng-Hall, 1988) που καθορίζουν την ίδια μας την αντίληψη για τον κόσμο. Όμως, σε αυτή την περίπτωση, το άτομο δεν έχει πλήρη συνείδηση αυτών των ιστοριών και πρέπει να υπάρξει ένα άλλο άτομο για να τις ανακαλύψει (ή να τις αποκαλύψει). Αυτό το άτομο, τότε, γίνεται «ειδικός» (στην ανακάλυψη άρρητων ή ενσαρκωμένων αφηγήσεων). Αυτό έρχεται σε σύγκρουση με τη μεταμοντέρνα αντίληψη ότι «ο πελάτης είναι ο ειδικός»: αν ο πελάτης είναι ο ειδικός, η ιδιότητά του αυτή πρέπει να γίνεται σαφής και ο θεραπευτής υποχρεούται να στηρίζεται στην αυτοαναφορά του πελάτη, όποια κι αν είναι αυτή. Επομένως, δεν ισχύει απαραίτητα ότι οι ιστορίες είναι ατομικές, αλλά είναι ο τρόπος με τον οποίο κάποιοι αφηγηματικοί θεραπευτές χρησιμοποιούν τη μεταμοντέρνα αφηγηματική σκέψη που οδηγεί στη θεώρηση ότι οι ιστορίες λέγονται από παραδοσιακά άτομα και εαυτούς.
Αυτό δεν αποτελεί ένα ενδογενές πρόβλημα, αλλά μπορεί να γίνει, αν θεωρηθεί ότι ο εαυτός (το άτομο) βρίσκεται σε διάσταση με το πλαίσιο του. Για παράδειγμα, σύμφωνα με το μοντέλο του Michael White φαίνεται να υπάρχει στις οικογένειες μια κεντρική, κυρίαρχη ιστορία που συντηρεί ένα σύστημα δύναμης και εκμετάλλευσης (καταπίεση των γυναικών, των «ασθενών» κ.τ.λ.). Ο σκοπός της θεραπείας είναι να φέρει στην επιφάνεια μια νέα ιστορία, στην οποία οι καταπιεσμένοι πρέπει να σταματήσουν να είναι καταπιεσμένοι. Σε αυτό το σημείο αποφασιστική υπήρξε η επίδραση κριτικών θεωριών όπως του Foucault ή του φεμινισμού, που επικεντρώνονται στην ιδέα της «καταπίεσης» (μιας υποταγμένης κουλτούρας, του γυναικείου φύλου κ.τλ.) από μια κυρίαρχη δύναμη (μια προνομιακή γνώση, το ανδρικό φύλο κ.τ.λ.). Η μεταφορά τέτοιων θέσεων στην οικογενειακή θεραπεία οδηγεί στην άποψη ότι το άτομο καταπιέζεται από το οικογενειακό περιβάλλον, το οποίο εκπροσωπεί την κυρίαρχη κουλτούρα: επομένως, ο πελάτης ως άτομο πρέπει να «απελευθερωθεί» και να γίνει ο ίδιος ο συγγραφέας της δικής του ιστορίας.
Αυτή, σε ένα επίπεδο, είναι μια θαυμάσια ιδέα. Αλλά, σε ένα άλλο επίπεδο, κανείς δεν είναι εκατό τοις εκατό ο συγγραφέας της δικής του ιστορίας. Όπως παρατηρεί ο ίδιος ο Foucault (1971), ο καθένας από εμάς «εξιστορείται», σε κάποιο βαθμό, από μια γλώσσα και ένα Λόγο και αυτό συμβαίνει γιατί είμαστε αδιαχώριστα ενσωματωμένοι στο πλαίσιό μας. Μερικές φορές αυτή η αποδοχή της ιδέας της «απελευθέρωσης» από το πλαίσιο παραβλέπει άλλους παράγοντες που συνδέουν τα μέλη της οικογένειας και δημιουργούν αρμονία. Οι περισσότερες οικογένειες, ακόμη κι εκείνες που έρχονται σε θεραπεία, ψάχνουν τρόπους να υπάρξουν μαζί, εφόσον είναι μαζί. Και όλο αυτό κρύβει ένα άλλο, βαθύτερο θεωρητικό πρόβλημα: σε μια αφηγηματική κλινική προοπτική, είναι πραγματικά δυνατό να ασχοληθούμε με υπερ-ατομικά θέματα; Κι αν όχι, ποιός είναι ο σκοπός της οικογενειακής θεραπείας; Κάποιες φορές φαίνεται απλώς σαν ατομική θεραπεία (απελευθέρωση) απέναντι στην οικογένεια.
Πλαίσια
Θεωρώ ότι οι περισσότερες απορίες των μεταμοντέρνων αφηγήσεων ξεκινούν από το γεγονός ότι ξεχνάμε, ή επιτρέπουμε να περνάει απαρατήρητη, μια βασική ιδέα της συστημικής προσέγγισης: το πλαίσιο. Η παράδοξη κατάσταση του μεταμοντερνισμού και η ροπή του προς τον ατομικισμό είναι, σε τελική ανάλυση, προβλήματα σχεσιακής άποψης. Η επίκληση κάποιων ιδεών του Gregory Bateson θα μπορούσε να λύσει κάποια προβλήματα τέτοιου είδους, αν αυτές δεν είχαν σχεδόν εξαφανιστεί από τις σύγχρονες θεραπευτικές αναφορές. Πολλές από τις συνεισφορές του Bateson (η πληροφορία ως διαφορά, ο ολιστικός τρόπος σκέψης, η κυκλική αιτιολογία) χρησιμοποιήθηκαν από τους συστημικούς θεραπευτές από τη στιγμή που υιοθετήθηκαν από την αρχική ομάδα του Μιλάνου (Boscolo και συν., 1987, Selvini Palazzoli και συν., 1980). Παρ’ όλα αυτά, οι ιδέες του Bateson για το πλαίσιο χρειάζεται να διερευνηθούν σε όλη τους την έκταση.
Με πλήρη επίγνωση ότι και η ίδια η συστημική οπτική είναι ένα προϊόν του παρατηρητή, ή του «αφηγητή», ο Bateson εργάστηκε (με τον ολιστικό τρόπο σκέψης του) για να υπερκεράσει αυτό που ονόμαζε πλαστές διχοτομήσεις, συμπεριλαμβανομένης της διχοτόμησης ανάμεσα στο άτομο και το πλαίσιο (και ανάμεσα στον παρατηρητή και τον παρατηρούμενο). «Η μονάδα επιβίωσης είναι ένας οργανισμός στο περιβάλλον, και όχι ένας οργανισμός ενάντια στο περιβάλλον. Το ερώτημα [είναι] αν είσαι εσύ ενάντια σε εμένα ή εσύ κι εγώ αποτελούμε μέρος κάποιου πράγματος που μας περιλαμβάνει και τους δυο» (Bateson, 1991: 274). Φυσικά, αυτή η αμοιβαία ενσωμάτωση θα μπορούσε να είναι επικίνδυνα κοντά στον εύθυμο μυστικισμό για τον οποίο η Lynn Hoffman εξέφρασε την ανησυχία της. Όμως, εκείνη που αποφεύγει μια τέτοια παγίδα, μπορεί να απελευθερωθεί και από την απλουστευτική ιδέα ότι τα άτομα είναι καταπιεσμένα και υποταγμένα από το πλαίσιο τους, είτε αυτό είναι η οικογένεια, η κοινωνία ή η κουλτούρα. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχει καταπίεση: το θέμα είναι εξαιρετικά πολύπλοκο και απαιτεί να λάβουμε υπόψη μας την έννοια της αλληλεξάρτησης. Τα άτομα και οι πράξεις τους δημιουργούν ένα πλέγμα σχέσεων, το οποίο τοποθετεί την επικοινωνία τους σε πλαίσιο, «ένα υφαντό από πλαίσια και μηνύματα που προτείνουν ένα πλαίσιο – αλλά τα οποία, όπως άλλωστε όλα τα μηνύματα έχουν «νόημα» μόνο χάρη στο πλαίσιο» (Bateson, 1972: 275-276). Τα μηνύματα (ανταλλαγές νοήματος) δημιουργούν πλαίσια που συνεχώς νοηματοδοτούν τα μηνύματα. Και αυτό το πλέγμα σχέσεων βρίσκεται σε μια διαρκή, εξελισσόμενη ρευστότητα. Επομένως, το πλαίσιο δεν πρέπει να θεωρείται σαν κάτι που «περιορίζει» το άτομο, ούτε σαν κάτι που περιέχει «μέσα του» τα άτομα και τις πράξεις τους.
Οι μεταμοντερνιστές, συνεπείς με την έμφαση που δίνουν στη γλώσσα, έχουν επίγνωση των γλωσσικών (σημασιολογικών) πλαισίων. Όπως λέει ο Pocock (προσωπική επικοινωνία), «Για παράδειγμα, ένας πελάτης μπορεί να πει «Μισώ τον πατέρα μου». Ο θεραπευτής δεν μπορεί να θεωρήσει δεδομένο ότι γνωρίζει ποιο νόημα μεταβιβάζεται μόνο από τις λέξεις, καθώς ο ίδιος μπορεί να χρησιμοποιεί τη λέξη «μισώ» με διαφορετικό τρόπο. Η κατανόηση μπορεί να επέλθει μέσα από τον περιορισμό του πλαισίου. (Άκομψα θα μπορούσε να ρωτήσει τον πελάτη: Με ποιον τρόπο χρησιμοποιείτε τη λέξη «μισώ»; ). Ωστόσο, μια διεξοδικά πλαισιακή άποψη εξακολουθεί να είναι κάτι διαφορετικό.
Από μια τέτοια οπτική, τα όρια που διαχωρίζουν τι αποδίδεται στο άτομο και τι αποδίδεται στο σύστημα στο οποίο είναι ενσωματωμένο το άτομο, γίνονται πιο δυσδιάκριτα. Το σύστημα ως σύνολο δεν μπορεί να υπάρχει πλήρως στη συνείδηση του ατόμου, με τον ίδιο τρόπο που και το σύστημα δεν μπορεί να καθορίσει πλήρως το άτομο (η ιδέα ότι το άτομο καθορίζεται από το σύστημα αποτελεί ένα από τα πιο σοβαρά λάθη της πρώτης γενιάς συστημικών θεραπευτών, αλλά σίγουρα δεν ήταν ένα λάθος του Bateson). Σε αυτό το σημείο ωστόσο, η ιδέα ότι αποτελούμαστε αποκλειστικά από τις ιστορίες που λέμε στον εαυτό μας κ.τ.λ. αρχίζει να καταρρέει. Οι ιστορίες υπάρχουν στη συνείδησή μας, αλλά η ατομική συνείδηση δεν είναι το παν. Τα ασυνείδητα θεμέλια της κατανόησης του κόσμου και της δράσης μας μέσα σε αυτόν δε μπορούν να ταυτιστούν με τις «ιστορίες» που λέμε. Επομένως, θα μπορούσε κανείς να απαντήσει στον Parry (1991) που λέει ότι ένας θεραπευτής μιλά σε άτομα και όχι σε οικογένειες, με την υπενθύμιση ότι αυτό ισχύει μόνο αν θεωρήσουμε ως δεδομένο ότι ένα άτομο στην πραγματικότητα μιλάει για τον εαυτό του και όχι ως μέρος ενός ευρύτερου συστήματος από το οποίο εξιστορείται.
Η «ιστορία», λοιπόν, είναι μια εξαιρετικά χρήσιμη προσέγγιση για να κατανοήσουμε τι συμβαίνει σε ένα άτομο (την εμπειρία του για ό, τι συμβαίνει στον ίδιο). Η οικογενειακή αλληλεπίδραση που αποτελεί το άμεσο πλαίσιο της ιστορίας βρίσκεται σε ένα ξεχωριστό επίπεδο και δεν ταυτίζεται με τις ιστορίες που λέγονται από άλλα μέλη της οικογένειας για το συγκεκριμένο άτομο –αυτές είναι πάντα προσωπικές εμπειρίες και βρίσκονται ακριβώς στο ίδιο επίπεδο με την ιστορία του ατόμου. Η θεραπεία βρίσκεται σε ένα άλλο επίπεδο κ.ο.κ. Η σύγχυση δημιουργείται όταν ξεχνάμε αυτές τις διακρίσεις ανάμεσα στα πλαίσια, καθώς και το γεγονός ότι κάθε πλαίσιο με τη σειρά του περιέχεται σε ένα άλλο πλαίσιο σε μια κατ’ ουσίαν αέναη παλινδρόμηση (Goffman, 1974).
Αν ένας πελάτης μου πει μια ιστορία, δε σημαίνει ότι μου λέει απλώς την ιστορία του. Είναι η ιστορία που ο πελάτης λέει σ’ εμένα (ως θεραπευτή), και άρα η ιστορία ενέχεται σε ένα διπλό πλαίσιο: λέγεται μέσα σε μια σχέση δυο προσώπων και αυτή η σχέση δυο προσώπων έχει νόημα μέσα σε ένα θεραπευτικό πλαίσιο (εδώ ένας ψυχαναλυτής πιθανόν θα μιλούσε για μεταβίβαση και αντιμεταβίβαση). Η ιστορία που ξετυλίγεται σε μια συνεδρία οικογενειακής θεραπείας νοηματοδοτείται από το γεγονός ότι ειπώθηκε μέσα στη συγκεκριμένη οικογένεια και από το γεγονός ότι ειπώθηκε σε ένα τρίτο πρόσωπο παρουσία της οικογένειας και από το γεγονός ότι αυτό το τρίτο πρόσωπο θεωρείται θεραπευτής κ.ο.κ. Η θεραπευτική δουλειά συνιστά κατά κύριο λόγο μια ανάγνωση και αναπροσαρμογή των πλαισίων. Πρώτον, την ανάγνωση της θεραπευτικής σχέσης δηλαδή του πρωταρχικού πλαισίου της θεραπείας, το οποίο νοηματοδοτεί όλα όσα συμβαίνουν μέσα σε αυτό. Στη συνέχεια, την ανάγνωση των σχεσιακών δικτύων και προτύπων που συνιστούν το πλαίσιο ζωής των πελατών. Μετέπειτα, αν είναι απαραίτητο, την ανάγνωση των πλαισίων στα οποία εντάσσονται αυτά τα πλαίσια κ.ο.κ. Αυτές είναι πολύ γνωστές αρχές της συστημικής θεραπείας. Το να τις παραβλέπουμε όπως πολύ εύκολα μπορεί να συμβεί στη σύγχρονη πρακτική ενέχει πιθανόν σοβαρούς κινδύνους.
Αντίθετα, μια πλαισιακή προσέγγιση μπορεί να λύσει αρκετά προβλήματα που προέρχονται από τις αφηγηματικές θεραπείες. Πρώτον, το πρόβλημα της επίρριψης ευθυνών, το οποίο συνδέεται στενά με τον κατακερματισμό της οικογένειας στην αφηγηματική πρακτική. Η οικογένεια συχνά φαίνεται να απουσιάζει από την οικογενειακή θεραπεία, ακριβώς για να μην επιρριφθούν ευθύνες σε αυτήν. Αντ’ αυτής, οι ευθύνες επιρρίπτονται -αυτονόητα- στους πολιτισμικούς Λόγους. Έτσι, οι αφηγηματικές προσεγγίσεις και ο μεταμοντερνισμός καταδεικνύουν το πολιτικό μακρο-πλαίσιο, αλλά παραβλέπουν το πλέγμα του μικρο-πλαισίου που διαμορφώνει το θεραπευτικό σκηνικό. Αν θεωρήσουμε ότι η κουλτούρα είναι το πλαίσιο στο οποίο είναι ενσωματωμένη η οικογένεια και ότι βρίσκεται σε ένα διαφορετικό επίπεδο από τη οικογενειακή αλληλεπίδραση, τότε είναι πιθανό ο θεραπευτής να μπορέσει να τοποθετηθεί ενάντια στο σεξισμό, για παράδειγμα, χωρίς να επιρρίπτει ευθύνες στην οικογένεια ή κάποια μέλη της εξακολουθώντας να ασκεί παραγωγικά την οικογενειακή θεραπεία.
Γλώσσα και γλώσσες
Οι αφηγηματικοί και συζητησιακοί θεραπευτές συνηθίζουν να δίνουν μεγάλη προσοχή στο Λόγο και στις λέξεις. Αυτό είναι λογικό, καθώς είναι βαθειά επηρεασμένοι από τον λόγιο αποδομητισμό και τους κειμενικούς κριτικούς όπως ο Derrida (1967), ο οποίος είναι τελικά ένας λόγιος της γραπτής λέξης. Η αγαπημένη μεταφορά αυτών των συγγραφέων είναι το κείμενο του Derrida. Άλλες παρόμοιες επιδράσεις είναι τα γλωσσικά παιχνίδια του Wittgenstein (1953), και οι επιτελεστικές εκφορές του Austin[8](1962). Η μεταφορά του κειμένου είναι συναρπαστική. Όμως, κινδυνεύει να γίνει παραπλανητική ακριβώς επειδή είναι συναρπαστική -μπορεί κανείς να ξεχάσει ότι πρόκειται για μια μεταφορά, να της αποδώσει υπόσταση και να αντιμετωπίσει μια θεραπεία σαν να ήταν ένα γραπτό κείμενο.[9]
Το πρόβλημα εδώ είναι ότι δίνεται έμφαση σε μια μόνο πλευρά της θεραπευτικής ανταλλαγής. Η υποστασιοποίηση της μεταφοράς του κειμένου αφήνει ένα μεγάλο κομμάτι της ανθρώπινη συνάντησης στη σκιά. Σίγουρα τα νοήματα ανταλλάσσονται με τις λέξεις, αλλά μπορούν επίσης να μεταφερθούν με πολλούς άλλους τρόπους. «Ένας πίνακας δε λέει τίποτα, αλλά σημαίνει πολλά» (Goodman, 1978). Είναι αλήθεια ότι όλα τα θεραπευτικά άρθρα εξηγούν ότι στη θεραπεία το «κείμενο» αποτελείται από σώματα, όπως και από λέξεις. Όμως είναι επίσης αλήθεια ότι, δουλεύοντας πρακτικά πάνω στα θεραπευτικά συμβάντα, η ανάγνωση επικεντρώνεται στις λέξεις, δίνοντας την εντύπωση ότι διεξάγεται μια γραπτή θεραπεία (οι Miller και Gergen (1998) προχώρησαν στον ισχυρισμό ότι οι τόποι συζήτησης στο διαδίκτυο έχουν θεραπευτική αξία). Αυτό μας οδηγεί σε μια ιδιαίτερα αποσπασματική άποψη τόσο για τη θεραπεία, όσο και για την ανθρώπινη αλληλεπίδραση.
Το κείμενο σίγουρα αποτελεί έναν ισχυρό καθοριστικό παράγοντα της ταυτότητάς μας (Shotter και Gergen, 1989) και αποτελεί τη βάση για ό, τι είμαστε και κάνουμε, όπως πολύ καλά γνωρίζει ο Derrida. Αλλά τα άτομα δεν είναι κείμενο, με τον ίδιο τρόπο που το σχέδιο ενός αεροπλάνου δεν μπορεί να πετάξει πάνω από τον ωκεανό. Αντίθετα με την τρέχουσα άποψη, στη θεραπεία (όπως και σε κάθε άλλη ανθρώπινη συναλλαγή) δεν ανταλλάσσουμε μόνο λέξεις, είτε αυτές είναι μεταφορικές, είτε πολυσήμαντες, είτε μέρος ενός γλωσσικού παιχνιδιού. Το πλαίσιο της θεραπείας δεν ορίζεται μόνο από τις λέξεις του θεραπευτή ή του πελάτη, αλλά και από την ανταλλαγή νοήματος με άλλα μέσα: τις παραγλωσσικές εκφράσεις (Sebeok και συν., 1964), τη σημειολογία της κίνησης (Birdwhistell, 1970), τη σημειολογία της απόστασης (Hall, 1966) κ. ο. κ.
Φαίνεται ότι ο Λόγος της μη λεκτικής επικοινωνίας ασχολείται ακριβώς με ζητήματα σχέσεων αγάπη, μίσος, σεβασμό, φόβο, εξάρτηση κ.τ.λ. ανάμεσα σε εαυτούς, ή ανάμεσα στον εαυτό και το περιβάλλον. Φαίνεται επίσης ότι η φύση της ανθρώπινης κοινωνίας είναι τέτοια, που η διαστρέβλωση αυτoύ του Λόγου οδηγεί άμεσα σε παθογένεια. Επομένως, από την προσαρμοστική σκοπιά, είναι σημαντικό να συνεχιστεί αυτός ο Λόγος με τεχνικές σχετικά ασυνείδητες, οι οποίες μόνο εν μέρει υπόκεινται σε εκούσιο έλεγχο… Αν αυτή η γενική άποψη για το θέμα ευσταθεί, πρέπει να δεχτούμε ότι η μετάφραση κινησιολογικών ή παραγλωσσικών μηνυμάτων σε λέξεις είναι πιθανό να οδηγήσει σε φοβερή διαστρέβλωση εξαιτίας… κυρίως του γεγονότος ότι όλες οι μεταφράσεις αυτού του είδους δίνουν υποχρεωτικά στα λίγο ή πολύ ασυνείδητα και ακούσια εικονικά μηνύματα τη μορφή της εκούσιας πρόθεσης.(Bateson, 1972: 412-413)
Η Hoffman (1990) παροτρύνει τους θεραπευτές να ακούν τους πελάτες τους. Αλλά, αν λάβουμε υπόψη μας τη θέση του Bateson, προκύπτει ότι ίσως είναι συνετό να αποδεσμευτούμε από την αφηγηματική ορθοδοξία και να θυμόμαστε ότι ενδεχομένως είναι καλή ιδέα όλοι οι θεραπευτές να μαθαίνουν πρώτα να παρατηρούν τους ανθρώπους και στη συνέχεια να μαθαίνουν να τους ακούν. Όχι μόνο γιατί είναι πιο εύκολο να πει κανείς ψέματα με τις λέξεις παρά με το σώμα, αλλά γιατί η γλώσσα του σώματος μας λέει πράγματα που δεν μπορούν να μεταφερθούν με λέξεις. Αυτό είναι σημαντικό επίσης γιατί, όπως το βιώνουν οι πελάτες, οι λέξεις συχνά δεν έχουν τόσο κεντρική θέση στη θεραπευτική αλληλεπίδραση. Όπως είπε κάποτε μια πελάτισσά μου μιλώντας για ό, τι θυμόταν από εμένα, το θεραπευτή της, μετά από μια δίμηνη παύση από τη θεραπεία: «Θυμάμαι κάποιες εκφράσεις του προσώπου του, κάποιους τόνους της φωνής του… Αυτές είναι οι αναμνήσεις που έχω μαζί μου και με στηρίζουν. Και βέβαια, κάποια από τα πράγματα που μου έχει πει… κάποιους τίτλους μόνο». Για εκείνη οι λέξεις δεν ήταν το πιο σημαντικό κομμάτι της γλώσσας που είχε ανταλλάξει με το θεραπευτή.
Συμπεράσματα
Η σύγκρουση ανάμεσα στο κείμενο και στο πλαίσιο, ανάμεσα στην αφηγηματική και τη συστημική μεταφορά μπορεί να αποβεί εις βάρος της θεραπείας. Εκείνο που προτείνω εδώ είναι μια πιθανή σύνθεση αυτών των δυο τρόπων σκέψης, ο καθένας από τους οποίους λειτουργεί σε διαφορετικά επίπεδα στη θεραπεία και έχει διαφορετικές επιπτώσεις στη θεραπευτική διεργασία. Το κείμενο είναι χρήσιμο για την κατανόηση της υποκειμενικής διάστασης της εμπειρίας, του νοήματος που βρίσκουν οι άνθρωποι στον εαυτό τους, ως άτομα. Το πλαίσιο είναι χρήσιμο για να πάρουμε μια ιδέα για την υπερ-προσωπική διάσταση της ζωής, για όλα αυτά τα κομμάτια της εμπειρίας που τείνουμε να μη γνωρίζουμε γιατί συμβαίνουν κάπου έξω, πέρα από τη γνώση (και τις συνθήκες της γνώσης μας). Ο θεραπευτής συνεχώς μετακινείται από το ένα στο άλλο στην προσπάθειά του να νοηματοδοτήσει τη σχέση του με τους πελάτες.
Ευχαριστίες
Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον David Pocock για τα βοηθητικά του σχόλια σε ένα προσχέδιο αυτού του άρθρου.
[1] Βλ. την ανάλυση λόγου μιας συνεδρίας του Michael White (Kogan και Gale, 1997) όπου οι συγγραφείς δείχνουν καθαρά ότι ο θεραπευτής έχει τη δική του ημερήσια διάταξη, παρόλο που ο ίδιος ισχυρίζεται ότι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο.
[2] ΣτΜ: Mental Research Institute: Ιδρύθηκε το1959 στο Palo Alto, California. Εκεί ανέπτυξαν τη δουλειά τους πρωτοπόροι οικογενειακοί θεραπευτές όπως οι J. Haley, P. Watzlawick, V. Satir, S. Minuchin κ.α.
[3]Για μια κριτική παρόμοιων αναλογιών βλ. Stengers (1995).
[4] Αυτή η πίστη στη μη αυταρχική, απελευθερωτική αξία των ερωτήσεων έχει τις ρίζες της στη θεωρία και την πρακτική της ομάδας του Μιλάνου (βλ. Boscolo _και συν., _1987).
[5] Αυτή η θέση αντηχεί τις ιδέες αρκετών προγενέστερων θεραπευτών (βλ. Bion, 1970, Rogers, 1951), των οποίων η επιρροή δεν έχει αναφερθεί από κανένα μέλος της ομάδας του Galveston.
[6] Η έμφαση σε αυτό το τμήμα του κειμένου είναι δική μου.
[7] ΣτΜ: Εδώ ο συγγραφέας αναφέρεται σε μια φράση της Lynn Hoffman από το βιβλίο της Exchanging Voices: A Collaborative Approach to Family Therapy: «Η Luepnitz (1988) απομονώνει μια φράση από το βιβλίο μου Foundations of FamilyTherapy (1988) όπου λέω ότι όπως το άτομο πρέπει να εναρμονιστεί με την οικογένεια, έτσι και η οικογένεια πρέπει να εναρμονιστεί με την κοινότητα και όλοι μαζί πρέπει να εναρμονιστούν με την ευρύτερη οικολογία. Το έγραψα αυτό σε μια διάθεση εύθυμου μυστικισμού τον οποίο μπορεί να επιφέρει η υπερβολική ανάγνωση του Bateson. Τώρα μου ακούγεται σαν ένα είδος ιδιαίτερα επιθετικού οικολογικού φασισμού, σύμφωνα τον οποίο το άτομο μπορεί να θυσιαστεί για το καλό του συνόλου.» (1993: 94).
[8] ΣτΜ: Ο J. L. Austin, φιλόσοφος της γλώσσας, στο βιβλίο του How to Do Things With Words (1962) επισημαίνει ότι κάποια λεγόμενα μοιάζουν περισσότερο σαν «φυσικές πράξεις» που φαίνεται να αλλάζουν την κατάσταση του κόσμου. Ως επιτελεστική εκφορά χαρακτηρίζει το είδος των φράσεων στις οποίες ο ίδιος ο λόγος όχι απλά περιγράφει, αλλά αποτελεί ο ίδιος πράξη (π.χ. σας ανακηρύσσω συζύγους). Το βιβλίο κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2003 σε μετάφραση Αλέξανδρου Μπίστη από τις εκδόσεις Εστία.
[9] Ωστόσο, υπάρχουν εξαιρέσεις σε αυτή την άποψη. Για παράδειγμα, ο Frosh (1997) λέει: «Ο μεταμοντερνισμός δε βασίζεται στο επιχείρημα ότι η γλώσσα είναι το παν, ότι η πραγματική χειραφέτηση έρχεται μέσα από τη διήγηση ιστοριών. Αντίθετα, ο μεταμοντερνισμός καταδεικνύει την ανεπάρκεια της γλώσσας, τον τρόπο με τον οποίο όλη αυτή η αφηγηματοποίηση συνιστά μια άμυνα απέναντι σε κάτι άλλο, κάτι που δεν αρθρώνεται τόσο εύκολα, αλλά είναι έντονα διασπαστικό» (σελ. 93). Και προσθέτει: «Εκθειάζοντας την αφήγηση με τόσο ενθουσιασμό, η οικογενειακή θεραπεία μπερδεύει το σύμπτωμα με τη γιατρειά».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Anderson, H. and Goolishian, H. (1992) The client is the expert: a not-knowing approach to therapy. In K. J. Gergen and S. McNamee (eds) Therapy as Social Construction (pp. 25–39). London: Sage. Austin, J. L. (1962) How To Do Things with Words. Oxford: Oxford University Press. Barbetta, P. (1997) Come non gettare il bambino con l’acqua sporca. Connessioni,2: 69–80. Basaglia, F. (ed.) (1967) Che cos’è la psichiatria? Torino: Einaudi, 1973. Bateson, G. (1972) Steps to an Ecology of Mind. San Francisco, CA: Chandler. Bateson, G. (1979) Mind and Nature: A Necessary Unit. New York: E. P. Dutton. Bateson, G. (1991) A Sacred Unity. Further Steps to an Ecology of Mind (ed. R. Donaldson). San Francisco, CA: HarperCollins. Bertrando, P. (1997) Nodi Familiari. Milano: Feltrinelli. Bion, W. (1970) Attention and Interpretation. London: Tavistock. Birdwhistell, R. L. (1970) Kinesics and Context. Philadelphia: University of Pennsylvania Press. ã 2000 The Association for Family Therapy and Systemic Practice 100 Paolo Bertrando. Bodin, A. M. (1981) The interactional view: family therapy approaches of the Mental Research Institute. In A. S. Gurman and D. P. Kniskern (eds) Handbook of Family Therapy. New York: Brunner/Mazel. Boscolo, L. and Bertrando, P. (1993) The Times of Time. A New Perspective for Systemic Therapy and Consultation. New York: Norton. Boscolo, L. and Bertrando, P. (1996) Systemic Therapy for Individuals. London: Karnac. Boscolo, L., Cecchin, G., Hoffman, L. and Penn, P. (1987) Milan Systemic Family Therapy. Conversations in Theory and Practice. New York: Basic Books. Bruner, J. (1986) Actual Minds, Possible Worlds. Cambridge, MA: Harvard University Press. Bruner, J. (1990) Acts of Meaning. Cambridge, MA: Harvard University Press. Byng-Hall, J. (1988) Scripts and legends in family therapy. Family Process, 27: 167–180. Canetti, E. (1960) Masse und Macht. Hamburg: Claassen Verlag. Cecchin, G. (1987) Hypothesizing-circularity-neutrality revisited: an invitation to curiosity. Family Process, 26: 405–413. Cecchin, G., Lane, G. and Ray, W. A. (1992) Irreverence. A Strategy for Therapists’ Survival. London: Karnac. Cushman, P. (1995) Constructing the Self, Constructing America. New York: Addison-Wesley. Dell, P. F. (1989) Violence and the systemic view. Family Process, 28: 1–14. Derrida, J. (1967) Of Grammatology, trans. G. T. Spivak. Baltimore, MD: Johns Hopkins University Press. Drewery, W. and Winslade, J. (1997) The theoretical story of narrative therapy. In G. Monk, J. Winslade, K. Crocket and D. Epston Narrative Therapy in Practice. The Archaeology of Hope (pp. 32–52). San Francisco, CA: Jossey-Bass. Epston, D. (1989) Collected Papers. Adelaide, Australia: Dulwich Centre Publications. Eron. J. B. and Lund, T. W. (1993) How problems evolve and dissolve: integrating narrative and strategic concepts. Family Process, 32: 291–310. Farber, D. A. and Sherry, S. (1997) Beyond All Reason: The Radical Assault on Truth in American Law. New York: Oxford University Press. Foucault, M. (1966) Les mots et les choses. Paris: Gallimard. Foucault, M. (1971) L’ordre du discours. Paris: Gallimard. Foucault, M. (1976) Surveiller et punir. Paris: Gallimard. Foucault, M. (1994) Dits et Écrits (ed. F. Ewald, D. Defert). Paris: Gallimard. Frosh, S. (1997) Postmodern narratives (or muddles in the mind). In R. Papadopoulos and J. Byng-Hall (eds) Multiple Voices. Narrative in Systemic Family Therapy. London: Duckworth. Geertz, C. (1973) The Interpretation of Cultures. New York: Basic Books. Gergen, K. J. (1982) Toward Transformation in Social Knowledge. New York: Springer-Verlag. Gergen, K. J. (1991) The Saturated Self. New York: Basic Books. Goffman, E. (1974) Frame Analysis. New York: Harper & Row. Goodman, N. (1978) Ways of Worldmaking. Hassocks, Sussex: Harvester Press. Haley, J. (1963) Strategies of Psychotherapy. New York: Grune and Stratton. Hall, E. T. (1966) The Hidden Dimension. New York: Doubleday (reissued 1990). Hare-Mustin, R. (1986) The problem of gender in family therapy theory. Family Process, 26: 15–28. ã 2000 The Association for Family Therapy and Systemic Practice Narrative, postmodernism and cybernetics 101. Heims, S. J. (1991) The Cybernetics Group. Cambridge, MA: The MIT Press. Hoffman, L. (1990) Constructing realities: an art of lenses. Family Process, 29: 1. Hoffman L. (1992) A reflexive stance for family therapy. In S. McNamee and K. J. Gergen (eds) Therapy as Social Construction (pp. 7–24). London: Sage. Jaynes, J. (1976) The Origins of Consciousness in the Breakdown of the Bicameral Mind. Boston, MA: Houghton Mifflin. Kearney, R. (1984) Dialogues with Contemporary Continental Thinkers: Paul Ricoeur, Emmanuel Levinas, Herbert Marcuse, Stanislav Breton, Jacques Derrida. New Hampshire: Dover. Kogan, S. M. and Gale, J. E. (1997) Decentering therapy: textual analysis of a narrative therapy session. Family Process, 36: 101–126. Lyotard (1979) The Postmodern Condition: A Report on Knowledge. Manchester: Manchester University Press. McNamee, S. and Gergen, K. J. (eds) (1992) Therapy as Social Construction. London: Sage. Miller, J. K. and Gergen, K. J. (1998) Life on the line: the therapeutic potentials of computer mediated conversation. Journal of Marital and Family Therapy, 24: 189–202. Minuchin, S. (1987) My many voices. In J. Zeig (ed.) The Evolution of Psychotherapy. New York: Brunner/Mazel. Minuchin, S. (1998) Where is the family in narrative family therapy? Journal of Marital and Family Therapy, 24: 397–403. Mitchell, W. T. J. (ed.) (1981) On Narrative. Chicago, IL: The University of Chicago Press. Nichols, M. P. and Schwartz, R. C. (1998) Family Therapy. Concepts and Methods (4th edn). New York: Allyn and Bacon. Papp, P. and Imber-Black, E. (1996) Family themes: transmission and transformation. Family Process, 35: 5–20. Paré, D. A. (1996) Culture and meaning: expanding the metaphorical repertoire of family therapy. Family Process, 35: 21–42. Parry, A. (1991) A universe of stories. Family Process, 30: 37–54. Penn, P. and Frankfurt, M. W. (1994) Creating a participant text: writing, multiple voices, narrative multiplicity. Family Process, 33: 217–231. Pocock, D. (1995) Postmodern chic: postmodern critique. Context, 24: 46–48. Pocock, D. (1998) Comment: ‘The Journal seeks. . .’. Journal of Family Therapy, 20: 219–225. Polkinghorne, D. E. (1988) Narrative Knowing and the Human Sciences. Albany: State University of New York Press. Reisman, J. M. (1991) A History of Clinical Psychology (2nd edn). New York: Hemisphere. Rogers, C. R. (1951) Client-centered Therapy: Its Current Practice, Implications, and Theory. Boston, MA: Houghton Mifflin. Ruesch, J. and Bateson, G. (1951) Communication: The Social Matrix of Psychiatry. New York: Norton. Sebeok, T. A., Hayes, A. S. and Bateson, M. C. (Eds) (1964) Approaches to Semiotics. The Hague: Mouton & Co. Selvini Palazzoli, M., Boscolo, L., Cecchin, G. and Prata, G. (1980) Hypothesizingcircularity-neutrality. Family Process, 19: 73–85. Shotter, J. and Gergen, K. J. (eds) (1989) Texts of Identity. London: Sage. ã 2000 The Association for Family Therapy and Systemic Practice 102 Paolo Bertrando Sluzki, C. (1992) Transformation: a blueprint for narrative changes in therapy. Family Process, 31: 217–230. Spence, D. P. (1982) Narrative Truth and Historical Truth. New York: Norton. Steinglass, P. (1996) Family therapy’s future. Family Process, 35: 403–405. Stengers, I. (1995) Le médicin et le charlatan. In T. Nathan and I. Stengers Médecins et sorciers. Paris: Les Empecheurs de Penser en Rond. Watzlawick, P., Jackson, D. D. and Beavin, J. (1967) Pragmatics of Human Communication. New York: Norton. Weingarten, K. (1998) The small and the ordinary: the daily practice of postmodern narrative therapy. Family Process, 37: 3–15. Weingarten, K. and Weingarten Worten, M. E. (1997) A narrative approach to understanding the illness experiences of a mother and daughter. Family, Systems and Health, 15: 41–54. White, M. (1995) Behaviour and its determinants or action and its sense. Systemic and narrative metaphors. In Re-authoring Lives: Interviews and Essays. Adelaide, Australia: Dulwich Centre Publications. White, M. and Epston, D. (1989) Literate Means to Therapeutic Ends. Adelaide (Australia): Dulwich Centre Publications. White, M. and Epston, D. (1992a) Experience, Contradiction, Narrative and Imagination. Adelaide, Australia: Dulwich Centre Publications. White, M. and Epston, D. (1992b) Consulting your consultants. The documentation of alternative knowledges. In Experience, Contradiction, Narrative and Imagination. Adelaide, Australia: Dulwich Centre Publications. Wittgenstein, L. (1953) Philophische Untersuchungen. Oxford: Blackwell. Wynne, L. (1984) The epigenesis of relational systems: a model for understanding family development. Family Process, 23: 297–318. Zimmerman, J. L. and Dickerson, V. C. (1994) Using a narrative metaphor: implications for theory and clinical practice. Family Process, 33: 233–245.